O Σατίλα έχει ένα όνειρο - για αυτό άφησε πίσω τη γυναίκα του, Ναμπίλα, και τον 3χρονο γιο του. Μαζί με τον Ρέντα, τον αγαπημένο του ξάδελφο, θα ανοίξουν ένα καφέ στη Γερμανία. Σε μία φιλική στους Παλαιστινίους γειτονιά του Βερολίνου. Η Ναμπίλα θα μαγειρεύει. Εκείνος θα έχει ένα γραφείο με μεγάλο τασάκι. Ο Ρέντα θα είναι στο μπαρ - το πρώτο πρόσωπο που θα βλέπουν οι πελάτες όταν μπαίνουν. Αυτό το οστεώδες πρόσωπο, με τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια, φωτίζεται κάθε φορά που ακούει το όνειρο, ενώ κοιμούνται στα ημιυπόγεια της Κυψέλης. Η Αθήνα είναι η no-man's-land στάση τους προς την Ευρώπη, όπως και για τους περισσότερους Παλαιστινίους που δραπετεύουν από την κόλαση, με προορισμό άγνωστες πατρίδες. Μια πόλη κι αυτή χτυπημένη από την κρίση, σκληρή, αφιλόξενη, με εξαθλιωμένους τους κατοίκους που μοιράζονται τις γειτονιές που έχουν καταφύγει κι οι μετανάστες. Ο Σατίλα κι ο Ρέντα κλέβουν πορτοφόλια για να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για ψεύτικο διαβατήριο, αλλά τα πορτοφόλια είναι άδεια. Κάθε μέρα που περνά, το θερμόμετρο της ανυπομονησίας και της απόγνωσης ανεβαίνει. Πρέπει να δραπετεύσουν από αυτό το καζάνι που βράζει. Ο ευαίσθητος Ρέντα δραπετεύει κι αλλιώς - χτυπάει ενέσεις ηρωίνης. Για τη δόση του, πουλάει το σώμα του, πουλάει και το όνειρο αδειάζοντας τον κουμπαρά. Ο κλοιός σφίγγει κι ο αποφασισμένος Σατίλα πρέπει να οργανώσει κάτι πιο δυναμικό - οι μικροκλοπές δεν φτάνουν.

O Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Mάχντι Φλάιφελ, ο οποίος ζει κι εργάζεται μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στην Κοπεγχάγη και την Κυψέλη, δοκιμάζει εδώ πρώτη φορά τις δυνάμεις του στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους, σε συμπαραγωγή με την ελληνική Homemade Films. Ομως δεν είναι άγνωστος με το θέμα: τόσο οι μικρού μήκους του («A Drowning Man», «Xenos»), όσο και τα ντοκιμαντέρ του («A Word Not Ours») καταγράφουν την αγωνία των Παλαιστινιών να βρουν πατρίδες, εφόσον δεν μπορούν να επιστρέψουν στη δική τους. Αλλωστε, με αυτή τη δήλωση ξεκινά και την ταινία του - με έναν στίχο του διανοούμενου Εντουαρντ Σαΐντ: «Αυτή είναι οι μοίρα των Παλαιστινίων, να μην είναι προορισμός η χώρα τους, αλλά να καταλήγουν σε τόπους άγνωστους και μακρινούς...»

Ο Φλάιφελ, που συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τους Φάιζαλ Μπουλίφα και Τζέισον ΜακΚόλγκαν, δεν χρυσώνει το χάπι της προσφυγιάς, με αγγελικά πορτρέτα των αντι-ηρώων του. Αντιθέτως, το γερό του χαρτί είναι ότι γνωρίζει ότι το καλό και το κακό ελλοχεύουν μαζί μέσα στους ανθρώπους - όσο τους αφήνεις χωρίς σκέπη, χωρίς ασφάλεια, χωρίς ταυτότητα, χωρίς μέλλον, όσο παραμένουν στο κολαστήριο ενός γεωγραφικού και ψυχικού limbo, τόσο διακυβεύονται οι ηθικές αντιστάσεις, η συνείδηση, η ανθρωπιά. Γιατί τι άλλο έχουν να ξεπουλήσουν; Τι άλλο έχουν να χάσουν;

Η πένα του Φλάιφελ μπορεί να επηρεάζεται από τον νεορεαλισμό (καμία κριτική στους «Κλέφτες Ποδηλάτων» εξαθλιωμένους ήρωες, μόνο ενσυναίσθηση και τρυφερότητα παρόλη την παραβατικότητά τους) όμως η σκηνοθετική ματιά του ακουμπά σαφέστατα στο αμερικανικό σινεμά των 70ς (το δίδυμο των Σατίλα και Ρέντα θα σας θυμίσει σε στιγμές τον Ράτσο και τον Μπακ από τον «Καουμπόι του Μεσονυχτίου» του Σλέσιντζερ). Καταγράφει την Αθήνα με την ηλεκτρισμένη επικινδυνότητα μιας μεγαλούπολης, όπου όλα συνυπάρχουν κι όλα είναι δυνατά - η επιτυχία και η παρακμή, ο Παρθενώνας και ο ευτελισμός, ο ταξικά απαξιωμένος Ελληνας κι ο χωρίς στον ήλιο μοίρα μετανάστης. Ο Ελληνας DP Θοδωρής Μιχόπουλος αποτυπώνει μαγικά σε 16άρι mm τους «Κακόφημους Δρόμους» της Κυψέλης, τα graffiti στους τοίχους, τα σάπια χρώματα των κλειστοφοβικών διαμερισμάτων. Ο φακός του ανοίγει για να χωρέσει την ενέργεια της πόλης και κλείνει σε ασφυκτικά κοντινά στα πρόσωπα των ηρώων και των διλημμάτων τους.

Με ένα μείγμα ερασιτεχνών και ηθοποιών, ο Φλάιφελ επιτυγχάνει ειλικρίνεια και νατουραλισμό, ακόμα και σε κομμάτια που σεναριακά τεστάρονται με την υπερβολή. Ο Αράμ Σαμπάχ κι ο Μαχμούντ Μπακρί είναι εξαιρετικοί στους πρωταγωνιστικούς ρόλους - αποπνέουν απελπισία και πόνο, λαχτάρα και οργή, ευαισθησία και σκληρότητα, αφέλεια και πονηριά. Ο Μπακρί κουβαλά τον Σατίλα σωματικά, αποφασιστικά («δεν μετράνε αυτά που κάνουμε εδώ, αυτή είναι μόνο μια φάση»). Ο Σαμπάχ συγκινεί με το εκφραστικό του πρόσωπο, σαν αδέσποτο κουτάβι που κοιτά στα μάτια όλους τους περαστικούς. Οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται σε μια ψυχική χορογραφία απελπισίας, σε αυτή την πόλη των τσακισμένων ανθρώπων.

Η Αθήνα δεν είναι καταφύγιο, ούτε άσυλο. Δεν είναι ο ομφαλός της Δημοκρατίας και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Είναι ένας βασανιστικός θάλαμος αναμονής για το άγνωστο, για μία ουτοπία που δεν υπάρχει. Η Παλαιστίνη όμως υπάρχει παντού - από το τατουάζ στο στήθος του Ρέντα, μέχρι το τσάι μέντας και τους στίχους του drug dealer-ποιητή της παρέας.

Εσύ, μόνο εσύ, υπάρχεις
Εσύ κατασκευάζεις τη μοίρα σου
Γιατί, τι άλλο θέλεις;
Σημαίες;
Πότε μια σημαία σταμάτησε μια βόμβα;
Επικράτηση;
Τι να σου κάνει η εξουσία πάνω σε στάχτες;
Οπότε φύγε, φύγε
Δεν σου ανήκει αυτή η γη, ούτε ο σκουπιδότοπος θρόνος της
Φύγε ξυπόλητος, φτωχός
Μεγαλύτερος από τις πατρίδες όλων των ανθρώπων