Το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», η ταινία που σηματοδοτεί και επίσημα την οριστική αποκόλληση του Γιάννη Βεσλεμέ στον - ευτυχώς - καθόλου ασφαλή αλλά ολόδικό του φανταστικό, τρελό, μελαγχολικό, πανέμορφο, απονενοημένο κινηματογραφικό (και όχι μόνο) σύμπαν, δεν είναι τυχαίο ότι είναι πριν και μετά από οτιδήποτε άλλο μια ταινία ενηλικίωσης.
Και όπως κάθε ταινία ενηλικίωσης έχει για ήρωες παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν ή, εν προκειμένω, παιδιά που πειραματίζονται - κυριολεκτικά εδώ - πάνω στην έννοια της δικής τους αποκόλλησης από το παρελθόν, τολμώντας να βγουν από το safe space ενός σπιτιού που σε κάθε του αντικείμενο, σε κάθε επιφάνεια, σε κάθε δάχτυλο σκόνης που έχει καθίσει πάνω στα έπιπλά του, το νιώθεις, το μυρίζεις, το αισθάνεσαι ότι κρύβει κάτι από το τώρα της… τότε παιδικής τους ηλικίας.
Διαβάστε ακόμη τη συνέντευξη: Τι αγαπούσε περισσότερο ο Γιάννης Βεσλεμές
Σκηνοθέτης και τα τρία αδέλφια της ταινίας, όλοι μαζί, σαν ήρωες μιας άτυπης pulp ανθολογίας (που - ιδέα! - αυτή η ταινία θα μπορούσε να είναι πρώτη περιπέτεια τους), θα το επιχειρήσουν με τον δικό τους τρόπο.
Ή, τέλος πάντων με τον μοναδικό τρόπο που το σινεμά, η λογοτεχνία και η (επιστημονική) φαντασία μας έμαθε να ακυρώνουμε τo χωροχρόνο, σε μια ταινία που είναι αποκύημα μιας βαθιάς ψυχαναλυτικής διαδρομής μέχρι το πυρήνα του τραύματος και την ίδια στιγμή απόσταγμα μιας κινηματογραφικής κουλτούρας που δεν έχει σημασία να αναζητήσεις τις συγκεκριμένες της αναφορές. Η πρωτοτυπία της χωνεύει και Στίβεν Σπίλμπεργκ και Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και Νίκο Νικολαΐδη και Ζαν Πιερ Ζενέ/Μαρκ Καρό και δεκάδες άλλες γνώστες και άγνωστες σινεφίλ αναφορές μέχρι … «Φρουτοπία» σε ένα μεταλλαγμένο νέο είδος που, μαζί με τη «Νορβηγία», τις μικρού μήκους ταινίες, το κομμάτι από το «The Field Guide to Evil» και τα ηχοτόπια του Felizol, έχει την διακριτή υπογραφή του Γιάννη Βεσλεμέ.
Στην καλύτερη εδώ - ακριβώς επειδή είναι ακόμη πιο αταξινόμητη, ακόμη πιο ψυχεδελική και ακόμη πιο απενοχοποιημένη από οτιδήποτε έχει κάνει - στιγμή του, ο Γιάννης Βεσλεμές φτιάχνει μια ταινία (την ίδια ακριβώς στιγμή) για και από τη ζωή και το σινεμά μαζί. Και εντυπωσιάζει με το επίπεδο της κατασκευής, τα ακέφαλα κοτόπουλα, τους φωτισμούς (στο απόγειο της τέχνης του Χρήστου Καραμάνη) και τα σκηνικά, τα πτώματα που ανασταίνονται καπνίζοντας και το μνημειώδες στη μέση κομμένο κεφάλι μιας κοπέλας που βρίσκεται κολλημένο σε δύο χρόνους.
Σε εποχές που το σινεμά »μικραίνει» από έλλειψη πόρων αλλά κυρίως τόλμης, εδώ το όραμα μοιάζει όσο μπορεί ατόφιο, κατασκευασμένο με τέχνη, τεχνική και οικονομία, συμβιβασμένο μόνο στο να μην μοιάζει παρά μόνο με αυτό που καρφώθηκε στο μυαλό όσων το έφτιαξαν.
Μη γελιέστε όμως. Καμιά ταινία ακόμη και της πιο τρελής (επιστημονικής ή μη) φαντασίας δεν υπήρξε ποτέ σημαντική για τη (επιστημονική ή μη) φαντασία της, πόσο μάλλον (μόνο) για την κατασκευή της. Η πραγματική δύναμη της εξτραβαγκάντζας του Γιάννη Βεσλεμέ βρίσκεται στην χειροποίητη και χειροπιαστή πραγματικότητα που κρύβεται μέσα στην ντουλάπα - μέσα από την οποία, χωρίς κανένα spoiler, τρία αδέρφια που ζουν αποκομμένα από την πραγματικότητα στο πατρικό τους σπίτι, προσπαθούν να φέρουν πίσω στη ζωή τη νεκρή τους μητέρα.
Εκεί, στο έρεβος μιας λιντσικής κόκκινης ταπετσαρίας που προδίδει και αγάπη και μίσος μαζί, το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» «βγαίνει από την ντουλάπα» ως η βαθιά μελαγχολική ταινία που είναι. Ενας νυχτερινός, συνθετικός κήπος για την απώλεια που από τα βάθη του φυτρώνουν αγόρια που δένονται το βράδυ σε προσομοιώσεις αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αγόρια που κάνουν παιδικό ποδήλατο, αγόρια που καταπίνουν ψημένα ψυχοτρόπα μάλλον γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος να βλέπουν πιο καθαρά την πραγματικότητα, αγόρια που ξεπαγώνουν μπαγιάτικα φαγητά από την κατάψυξη, αγόρια που δεν έμαθαν ποτέ ούτε πώς να αγαπήσουν, ούτε πώς να χωρίσουν, ούτε πώς να αποχωριστούν, - ευτυχώς - ούτε πώς να μάθουν να μισούν.
Αγόρια κολλημένα όχι μόνο ανάμεσα σε δύο χρόνους, αλλά περισσότερο σε εκείνο το κομβικό σημείο για κάθε άνθρωπο όπου το παιχνίδι είναι όπλο, ο παιδικός θυμός είναι ενέργεια ικανή να καταστρέψει τον κόσμο και η ενηλικίωση έχει πλέον να κάνει με το μεγάλο ζητούμενο κάθε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνης «αποκόλλησης».
«Τώρα πια έχουμε όλο το χρόνο στον κόσμο», θα ακουστεί από το στόμα των αγοριών την ώρα της... κάθαρσης. Λίγο πριν, σε ένα πανέμορφο σύμπαν που (σε) προκαλεί να αναρωτηθείς για περισσότερα πράγματα από αυτά που ρωτάει και να απαντήσεις σε ακόμη περισσότερα πράγματα από όσα απαντάει, τον πολύτιμο χρόνο της ενηλικίωσης χαρίζουν στους ήρωες αυτού του μύθου έννοιες ακατανόητες και όμως λυτρωτικές ακόμη ή κυρίως και για τους ίδιους, όπως η συγχώρεση, η άφεση αμαρτιών, η συμφιλίωση με το παρελθόν, το να κοιτάς τη ζωή μέσα από μάτια που μοιάζουν σαν να παίζουν arkanoid.