![Τι αγαπούσε περισσότερο ο Γιάννης Βεσλεμές](https://media-flix-gr.s3.amazonaws.com/cache/1c/dc/1cdcb5a9bad74ea732ab8b997b8b5bf7.jpg)
αγαπημένο λουλούδι: δεν είναι λουλούδι είναι πτεριδόφυτο. οι φτέρες μ' αρέσουν, απ' τα βουνά του βορρά στα διαμερίσματα του νότου.
Το σύμπαν του Γιάννη Βεσλεμέ είναι ταυτόχρονα ερμητικό και ανοιχτό. Είτε το κοιτάζεις (αναφερόμενος στις ταινίες του), είτε το ακούς (αναφερόμενος στους δίσκους, τις μουσικές του, τις μουσικές του για τις ταινίες άλλων, τα τραγούδια του) αποκαλύπτει διαρκώς ισόποσα όσα πράγματα αποκρύπτει. Οι πρώτες του ύλες είναι πολλές. Ξεκινούν από στρώσεις χωνεμένης (ποπ) κουλτούρας, κινηματογραφοφιλίας, (επιστημονικής) φαντασίας, μια έκδηλη λατρεία προς κόσμους που θα μπορούσαν να είναι δυστοπίες και παιδικές ηλικίες που θα μπορούσαν να είναι όνειρα (ή εφιάλτες) που έγιναν πραγματικότητα. Και τελειώνουν εκεί που το πάρτι (δεν) τελειώνει ποτέ.
Σε μια ευθεία (!) γραμμή όπου πάνω της, εδώ και χρόνια, ισορροπούν τραγούδια, λέξεις, κόμικ και.. λουλούδια, η νέα του ταινία με τίτλο «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», έρχεται, μετά τη «Νορβηγία» και τη συμβολή του στην ανθολογία «The Field Guide to Evil», με την ιστορία τριών αδέρφιών που ζουν αποκομμένα από την πραγματικότητα στο πατρικό τους σπίτι και προσπαθούν να φέρουν πίσω στη ζωή τη νεκρή τους μητέρα μέσω μιας ντουλάπας. Και αυτό είναι σχεδόν ό,τι χρειάζεται να γνωρίζετε για μια ταινία που στην πραγματικότητα έρχεται τη φόρα αυτού που δεν έχεις ακριβώς ξαναδεί, γιατί μέχρι να σκάσει στη οθόνη βρισκόταν μέσα στο μυαλό του δημιουργού του.
Εκεί όπου αναζητήσαμε τα πράγματα που ο Γιάννης Βεσλεμές «αγαπούσε περισσότερο» και πώς αυτά τρύπωσαν μέσα στο «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο».
Το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», μετά από την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα και τα ταξίδια του στον κόσμο που συνεχίζονται, θα προβάλλεται από τις 13 Φεβρουαρίου στο Αστορ.
(φωτό: Πηνελόπη Γερασίμου)
αγαπημένο κομμάτι της δημιουργίας μιας ταινίας: το γύρισμα φυσικά. η χημεία μέσα σου αναστατώνεται, οι αισθήσεις οξύνονται, γίνεσαι ένας μικρός θεούλης και εκεί, έστω για λίγο, όλα μοιάζουν πιθανά.
Που συναντά αυτή η ταινία τις ταινίες και τις μουσικές σου; Ποιο ήταν το πιο δύσκολο πράγμα στο γύρισμα; Πώς κατάφερες να ισορροπήσεις ανάμεσα στο εντυπωσιακό κατασκευαστικό κομμάτι της ταινίας και το έμψυχο;
Ας πούμε ότι είναι η πρώτη ταινία πού έγινε ακριβώς όπως ήθελα να την κάνω. Στις μικρού μήκους ήμουν κομματάκι ημιμαθής αλαζόνας, στη «Νορβηγία» ενθουσιασμένος αλλά υπό την πίεση του χαμηλού budget και στον «Πανάγα τον Παγάνα» (από το «The Field Guide to Evil») περιορισμένος (κυρίως χρονικά) στα πλαίσια μια ανθολογίας. Αν ήταν μουσική μου τα «Λουλούδια» θα ήταν πιο κοντά στον δίσκο μου «Apolithoma» που τον θεωρώ τον πιο ελεγχόμενο και ολοκληρωμένο. Το πιο δύσκολο πράγμα στο γύρισμα και στο μοντάζ ήταν να μην αυτολογοκρίνομαι. Θες να τραβήξεις τις καταστάσεις στα άκρα καν’ το. Είναι περίεργο σε μια ερωτική σκηνή να συμμετέχει και ένα ζωντανό ακέφαλο κοτοπουλάκι; Από κάπου έρχεται αυτό, από κάπου βαθιά στο ασυνείδητο. Γιατί να μην αφήσω να ζήσει μια τέτοια ιδέα; Παλεύω με την εποχή που με καταπιέζει, με τον εαυτό μου που θέλει να πάρει τον ίσιο δρόμο. Ε λοιπόν εγώ πήρα το λάθος δρόμο και ότι και να συμβεί από δω και πέρα νοιώθω όμορφα που έχω κάνει αυτές τις επιλογές χωρίς κανένα συμβιβασμό. Ολα έμψυχα είναι σε μια ταινία. Κάθε prop, κάθε εφέ είναι το ίδιο σημαντικό με τους υπέροχους ηθοποιούς και τα αμφίθυμα μας animatronics. Ετσι έχω μάθει να αντιμετωπίζω το σινεμά και ελπίζω αυτόν να το εισπράττεις. Ολα έχουν την ίδια αξία και ο κόσμος και ατμόσφαιρα και τα βλέμματα και τα χάδια και ο καπνός και το χιόνι.
αγαπημένο ελληνικό τραγούδι/δίσκος: το «σνιφ σνιφ» του Λογαρίδη (από τον δίσκο «Σταύρος Λογαρίδης»). κάποτε ήταν το μουσικό θέμα του «Μουσικοράματος» στη ΕΡΤ, τώρα συνοδεύει τους τίτλους τέλους της ταινίας μου. αγαπημένο ξένο τραγούδι/δίσκος: σε πένθιμο mood to «Going Up« των Coil από τον υπέροχο δίσκο «Τhe Ape of Naples» που ηχογραφήθηκε όσο ζούσε ο τραγουδιστής Τζον Μπάλανς και κυκλοφόρησε μετά τον άτυχο θάνατο του.
Η μουσική μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας είναι πάντα ηλεκτρονική; Η μουσική της ταινίας από τι αποτελείται; Γιατί ο Λογαρίδης στο φινάλε; Και τι σχέση έχει η «Εκδρομή», ο νέος σου δίσκος που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, με την ταινία;
Οχι απαραίτητα. Οι μουσικές που αγαπώ στα περισσότερα sci- fi είναι μια μίξη των συνθεσάιζερ της εποχής με ορχήστρες. Ετσι δούλεψα και στα «Λουλούδια». Αληθινοί μουσικοί μπλέχτηκαν με τα modular και τα synths μου και φτιάξαμε ένα σκορ που ναι ντύνει μια ψυχεδελική (επιστημονική) φαντασία αλλά θα μπορούσε να ανήκει και σε ένα αμερικάνικο παιδικό φιλμ ή ένα ιταλικό giallo. Στους τίτλους τέλους ήθελα να αφήσω λίγο τον δικό μου ήχο και να κλείσω το μάτι στη γενιά μου, με το κομμάτι του Λογαρίδη που με πολλούς τρόπους συνδέθηκε με μας. Η «Εκδρομή» όπως και τα Λουλούδια είναι ένα έργο για την απώλεια, την ανικανότητα διαχείρισης του πένθους. Στη «Εκδρομή» μιλάμε για το τέλος μιας σχέσης, στα «Λουλούδια» για το τέλος της νοσταλγίας.
αγαπημένη ελληνική ταινία: ας πούμε ότι αυτή την εποχή σκέφτομαι πολύ τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», ίσως γιατί με κάποιο τρόπο συνδέονται με τα «Λουλούδια». αγαπημένη ξένη ταινία: για τους ίδιους λόγους θα έλεγα τις «Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις» του Κεν Ράσελ. εκεί όπου η επιστήμη υποτάσσεται στη μαγεία και η περιπέτεια γίνεται μια περιπέτεια υπαρξιακή.
αγαπημένος ζωγράφος/καλλιτέχνης: ξεκίνησα να τον αγαπώ στην εφηβεία μου και αναρωτήθηκα πρόσφατα γιατί δεν ακούω το όνομα του πλέον τόσο συχνά. κανείς δε φωτογράφισε το θάνατο πιο ηδονιστικά όσο ο Τζόελ-Πίτερ Γουίτκιν.
Εκτός από την ομορφιά στο γκροτέσκο του Τζόελ-Πίτερ Γουίτκιν και τις αναφορές στους Τεμπέληδες και τον Κεν Ράσελ, ποιες άλλες αναφορές κινηματογραφικές (ή μη) θα αναγνωρίσει (ή οχι) ο θεατής μέσα στην ταινία; Ποιες μπορείς ή θες να αποκαλύψεις;
Θέλω αυτά που κάνω να κουβαλάνε το παρελθόν αλλά όχι σαν να’ μαι κανένας τυμβωρύχος. Θέλω και γω να πάω μπροστά που λένε. Που σημαίνει ότι αδιαφορώ αν κάποιος αναγνωρίσει ή όχι αναφορές και επιρροές σε αυτά που κάνω. Σίγουρα η τέχνη με επηρεάζει όσο και η ζωή. Αλλα τα τεχνουργήματα της δεν είναι κλειδιά για να ερμηνεύσεις σκηνές ή μυστικά της ταινίας. Υπάρχουν πράγματα στη ταινία που και γω δεν μπορώ να ερμηνεύσω, που ακόμα δεν έχω καταλάβει και που εδώ και εφτά χρόνια δεν έφυγαν από τη σκέψη μου και βρήκαν τη θέση τους στη ταινία. Ίσως ήταν ορφανές ιδέες, εικόνες και ήχοι που πριν κατοικούσαν στο «Ζοο Zero» (1979) του Αλέν Φλάισερ, στo δίσκο «Hathor» (1973) του Ιγκόρ Γουακεβίτς, στο μικρού μήκους «Street of Crocodiles» (1986) των Αδελφών Κουέι, στα παγωμένα συναισθήματα του «Γυμνού Γεύματος», του βιβλίου του Γουίλιαμ Μπάροουζ αλλά και της τελείως διαφορετικής προσέγγισης (και πλοκής) ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, στη σπαρακτική μπαλάντα της Eartheater «Bringing me Back». Ή ίσως και όχι.
αγαπημένη δεκαετία: τα 70s. γεννήθηκα στην εκπνοή τους, το 1979. λατρεύω τα χρώματα αυτής της δεκαετίας (το καφέ και το πορτοκαλί), τη μουσική του Λέοναρντ Κοέν, τους King Crimson, τα σουέτ και τα κοτλέ αλλά και τα ψυχοτρόπα που άλλαξαν το χρώμα.
Εχεις μια αγάπη για το παρελθόν; Είναι νοσταλγία ή θέση απέναντι στην εποχή σου;
Ολοι έχουν μια αγάπη για το παρελθόν. Ακόμα και αυτοί που το παρελθόν τους φέρθηκε σκάρτα. Νοσταλγικός δεν είμαι και δεν είναι ούτε η ταινία (και δεν ήταν ούτε και η «Νορβηγία»). Είναι μια ταινία αντί - νοσταλγική, όπως και αντί - επιστημονική. Η μαγεία ενδιαφέρει τον ήρωα στα αλήθεια, την έχει δει ο σαμάνος του χωριού. Αν έχω μια θέση απέναντι στην εποχή μου, αυτή είναι ενάντια στην απομάγευση του κόσμου.
Από ποια εποχή έρχεται το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο»; Βρισκόμαστε κάπου ανάμεσα στο αναλογικό και την επερχόμενη έκρηξη της ψηφιακής τεχνολογίας; Πόση λατρεία κρύβεται στο χειροποίητο;
Βρισκόμαστε μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του '80. Ας πούμε ότι κολλήσαμε στο 1984, εκεί που κόλλησε και ο Ζανό και ο Πανάγας στις άλλες ταινίες. Θα ξεκολλήσω και γω με το παρελθόν, στο υπόσχομαι. Η επόμενη ταινία μου εξελίσσεται το 1901 και θα είναι μια «Οδύσσεια του Διαστήματος». Γνώρισα πρόσφατα τον Φιλ Τίπτε, σκηνοθέτη του «Mad God» και υπεύθυνου μεταξύ άλλων για τα ειδικά (πρακτικά) εφέ των «Star Wars». Εγώ ο καημένος του μίλαγα για την αγάπη μου για όλα αυτά τα πλάσματα που έφτιαξε τότε με τα χέρια του και με στοίχειωσαν και αυτός με ρώταγε την άποψη μου για την ΑΙ τεχνολογία. Εγώ έξαλλος υπερασπίστηκα το ένδοξο παρελθόν (του) αλλά αυτός στα 73 ήταν τόσο έτοιμος να δοκιμάσει οτιδήποτε θα τον βοηθήσει να υλοποιήσει την τέχνη του. Ίσως και γω στα 73 να είμαι τόσο σοφός όσο ο Φιλ Τίπετ.
αγαπημένο κόμικ: αυτή τη στιγμή το «The Night» του Φιλίπ Ντρουιγιέ. στοιχειωμένο από το θάνατο της γυναίκας του.
Μια ταινία (άρνησης) ενηλικίωσης ή ένας οδηγός για το πώς μπορούν να επουλωθούν κάποια τραύματα; Μήπως τελικά, χωρίς κανένα συμβολισμό, μια ταινία πένθους; Πώς ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας; Υπάρχει κάτι βιωματικό, αν δεν είναι κανείς πολύ αδιάκριτος;
Η ταινία ενδεχομένως περιγράφει το σύμπτωμα αυτής της άρνησης που λες αλλά σίγουρα δεν οδηγεί τους ήρωες σε κάποιο ασφαλές μέρες. Δεν υπάρχει ίαση. Τα τραύματα ορθάνοιχτα θα τους κατασπαράξουν. Μ’ αρέσει αυτό που λες, ναι δεν επεδίωξα να έχω συμβολισμούς. Δε μ’ αρέσουν τα σύμβολα, με ενδιαφέρει το συναίσθημα αλλά και η καταγραφή της απουσίας του συναισθήματος. Θα ήμουν κάλπικος αν οδηγούσα τους χαρακτήρες μου σε μια εξιλέωση, στην κάθαρση ή στη τιμωρία. Η ταινία ξεκίνησε από την ανάγκη να φτιάξω μια παιδική οικογενειακή περιπέτεια. Με ενήλικες όμως, σημαδεμένους από τη ζωή, με την οικογένεια ως νοσηρή εμμονή και όχι σαν καταφύγιο. Το πένθος είναι μια αρρώστια. Κάποια στιγμή την περνάς αλλά τα σημάδια μένουν πάνω σου να σου υπενθυμίσουν την επόμενη απώλεια. Πεθαίνουν άνθρωποι γύρω μου, ξένοι, φίλοι, συγγενείς. Μεγαλώνω. Χάνω φίλους απ' τη ζωή μου (όχι κυριολεκτικά), χάνω εραστές, οι μνήμες ξεθωριάζουν. Ολα βιωματικά είναι, όλα όψεις του πένθους.
αγαπημένο βιβλίο: Ο «Κρυστάλλινος Κόσμος» του Τζέιμς Γκρέιαμ Μπάλαρντ. έγραψα και έναν δίσκο, το «Apolithoma» για αυτόν και την Πλημμύρα του.
«Είναι πιο εύκολο να φοβάσαι τα αισθήματα κάποιου παρά αυτό που τα πυροδότησε», γράφει ο Μπάλαρντ στον Κρυστάλλινο Κόσμο. Οι ήρωές σου τι φοβούνται; Επίσης μοιάζουν ανίκανοι να μισήσουν; Πιστεύεις ότι με κάποιον τρόπο η αγάπη μπορεί να τα νικήσει όλα;
Ο Μπάλαρντ είναι ιδιοφυής. Δεν περιγράφει ποτέ συνηθισμένα τους χαρακτήρες στα βιβλία του. Βιώνονται από τον αναγνώστη ταυτόχρονα με την ιστορία που κουβαλούν. Είναι πέρα για πέρα αληθινοί (εκεί μέσα στο ψύχος της ανυπαρξίας τους) χωρίς τελικά να χρειάζεται να μάθεις τα πάντα για αυτούς, χωρίς να είναι καν συμπαθείς, εύκολοι με το να ταυτιστείς μαζί τους ή ευδιάκριτοι στους κοινωνικούς τους ρόλους. Παλεύουν για να μείνουν ζωντανοί από συνήθεια. Eχουν από καιρό απωλέσει την αγάπη, δε πιστεύουν στη μοίρα, τελικά δε φοβούνται τίποτα περισσότερο από την ανία του σύγχρονου κόσμου. Μακάρι οι ήρωες μου να μοιάζουν λίγο με αυτούς. Κάτω απ’ το στιλ, τα τουπέ, το σαρκασμό και τα αμφιλεγόμενα κουρέματα τους υπάρχει και ο φόβος και η αγάπη. Αλλά στη δική τους περίπτωση είναι πολύ αργά για να νικήσουν οτιδήποτε. Είναι εκείνος ο φόβος που παραλύει και μια αγάπη χωρίς αποδέκτη.
(φωτό: Πηνελόπη Γερασίμου)
αγαπημένο μέρος στον κόσμο: το Μαυροχώρι Καστοριάς. εκεί βούτηξα στη κίτρινη λίμνη, άκουσα το «Twin Peaks» απ' την τηλεόραση των γειτόνων, νοίκιασα τη «Μύγα» από το βίντεο κλαμπ, έφαγα το σωστό ψωμί και με το ποδήλατο έφτασα στο τέλος του κόσμου. παιδική ηλικία τη λέγαμε.
Γιατί η μηχανή του χρόνου είναι μια ντουλάπα;
Γιατί είναι η ντουλάπα της νεκρής μητέρας. Γιατί ήταν ένα μέρος που - όταν ήμασταν παιδιά- φαντάζεσαι μαγικό και τρομακτικό ανάλογα με τη διάθεση μας. Γιατί τώρα που είμαστε μεγάλοι είναι μια ξενέρωτη αποθήκη. Ασε που και από κάπου έχει πλέον μαζέψει υγρασία και πρέπει να τα μαζεύουμε σιγά σιγά.
Τι θα έστελνες πίσω στην εποχή του από όσα βασανίζουν το παρόν (και το μέλλον) μας;
Τους φασίστες, τους δυνάστες, τους συκοφάντες, τον εαυτό μας όταν δεν αντιδρά. Αυτούς που μιλάνε μόνο για τις αγορές, αυτούς που πιστεύουν στο θεό αλλά όχι στον άνθρωπο. Α, και αυτούς που επιμένουν ότι φταίνε τα σενάρια. Πίσω στο μεσαίωνα λοιπόν. Θα κράταγα σίγουρα και τις καλές και τις κακές ταινίες. Με αυτές πορευόμαστε στη ζωή.
αγαπημένη λέξη: ε, το «σ' αγαπώ». τι άλλο;
Τι θα έλεγες σε όποιον στην ερώτηση της αγαπημένης ταινίας, αγαπούσε τις ταινίες σου περισσότερο;
Το φαντάζομαι τώρα λίγο, στο αλλάζω ίσως να στο χαλάω κιόλας. Να σκάσει παιδάκι με τατού «ΝΟΡΒΗΓΙΑ» τύπου στο μπράτσο; Να του λέω σαν κουλ θείος που θα’ μαι «Την "Περιπέτεια" του Αντονιόνι την έχεις δει, τις "3 Γυναικες" του Αλτμαν, το "Σατυρικόν" του Φελίνι»; Αν το παιδάκι πέρναγε τη πρώτη πίστα θα συνεχίζαμε με τον «Ιωάννη τον Βίαιο» της Μαρκετάκη, τους «Βοσκούς» του Παπατάκη, την «Καρκαλού» του Τορνέ. Και υπάρχει και συνέχεια. Και έτσι να περνάνε όμορφα τα χρόνια, μέσα στις ταινίες των άλλων.
αγαπημένη ώρα της μέρας: κάποτε ήταν το ξημέρωμα, τώρα μάλλον το δείλι.
Το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» του Γιάννη Βεσλεμέ θα προβάλλεται από την Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου στο Αστορ. Την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου θα προβληθει το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» στις 21.30 και η «Νορβηγία» στις 23.30, σε μια επετειακή προβολή για τα 10 της χρόνια. Εισιτήρια: 9 ευρώ για το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», 6 ευρώ για τη «Νορβηγία», 12 ευρώ και για τις δύο ταινίες μαζί. Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου, το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» θα προβληθεί στο Αστορ με την υποστήριξη του Comicdom Con Athens με extended Q&A του Γιάννη Βεσλεμέ.