Ο πρώην ιδιωτικός ντετέκτιβ, Τακακούρα, δέχεται τηλεφώνημα από έναν παλιό του συνάδελφο που του ζητά να εξετάσει την άλυτη υπόθεση μίας αγνοούμενης οικογένειας, που συνέβη έξι χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, ο Τακακούρα μετακομίζει σε νέο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του. Ο καινούριος τους γείτονας, Νισίνο, έχει μία άρρωστη γυναίκα και μία νεαρή κόρη. Μία μέρα, η κόρη, Μίο, λέει στον Τακακούρα πως αυτός ο άνδρας δεν είναι ο πατέρας της, αλλά κάποιος άγνωστος.
Σε έναν παραγωγικό πυρετό, ο Κιγιόσι Κουροσάουα βραβεύθηκε στις Κάννες το Μάιο του 2015 με το «Ταξίδι στην Αλλη Οχθη», ήρθε στο Βερολίνο του 2016 για την πρεμιερα του «Creepy», ενώ το Σεπτέμβριο του 2016 βρισκόταν στο Τορόντο με τη νέα - και πρώτη γαλλόφωνη - ταινία του με τίτλο «Daguerrotype»
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι πως ο Ιάπωνας που μέχρι πρόσφατα υπήρχε στη συνείδηση όλων μόνο ως ένα cult (φεστιβαλικό) φαινόμενο και αποκλειστικό μυστικό των φανατικών του ασιατικού τρόμου, ανοίγεται (κυρίως με το «Tokyo Sonata» του 2008 και το «Ταξίδι στην Αλλη Οχθη» του 2015) σε ένα μεγαλύτερο κοινό που θα μπορέσει επιτέλους να γνωρίσει έναν από τους πιο πολυσχιδείς αλλά αυστηρά συνεπείς δημιουργούς του σύγχρονου ιαπωνικού σινεμά.
To «Creepy» τον βρίσκει και πάλι σε φόρμα... θρίλερ, πιο κοντά ωστόσο στην «Τιμωρία» (τη μίνι σειρά που έγινε και ταινία 270 λεπτών), παρά στο «Bright Future», το «Pulse» ή το «Cure» που για πολλούς είναι και τα επιστεγάσματα της φιλμογραφίας ενός δημιουργού που αρέσκεται να ρεμιξάρει με περίσσιο ταλέντο τον τρόμο, τη φαντασία και το μελόδραμα, όλα στη συσκευασία μιας γοητευτικής φιλμικής εμπειρίας.
Ηδη από τα πρώτα λεπτά του «Creepy», ο Κιγιόσι Κουροσάουα δηλώνει ξεκάθαρα πως βρισκόμαστε μέσα σε μια ταινία που δεν φιλοδοξεί να σε κάνει να ανασηκωθείς από το κάθισμά σου, αλλά μάλλον να βυθιστείς όλο και πιο πολύ μέσα του.
Βασισμένο σε ένα best seller του θρυλου του είδους, Γιουτάκα Μεκάουα, από το 2012, το «Creepy» μοιάζει αρχικά με ένα whodunnit της σειράς - σκηνοθετημένο ωστόσο με μαεστρία από ένα γνώστη όχι μόνο της ιαπωνικής κουλτούρας, αλλά και των μηχανισμών του αστυνομικού θρίλερ που βασίζεται στις ανατροπές, την αγωνία που κορυφώνεται, τα φαινόμενα που απατούν και όσα γνωρίζει ο θεατής ερήμην των ηρώων του.
Στο κέντρο του βρίσκεται o πρώην αστυνομικός ντετέκτιβ Τακακούρα που μετά από μια τραυματική εμπειρία μέσα στο αστυνομικό τμήμα, εργάζεται πλέον ως καθηγητής εγκληματολογίας και προσπαθεί να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή με τη συζυγό του μετακομίζοντας σε ένα ήσυχο σπίτι στα προάστια. Εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπος με την προσπάθεια της γυναίκας του να γνωρίσει τον ιδιόρρυθμο γείτονά της, ο οποίος συμπεριφέρεται αλλόκοτα, γοητεύοντας και απωθώντας ταυτόχρονα το νεαρό ζευγάρι. Κι όλα αυτά ενώ ο Τακακούρα δελεάζεται από έναν πρώην συναδελφό του και αναζητά τη λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης μιας ολόκληρης οικογένειας που πριν έξι χρόνια χάθηκαν από προσώπου γης, αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα στο εγκληματολογικό.
O Κουροσάουα κινηματογραφεί σε παράλληλη δράση και τις δύο... υποθέσεις, καθώς η αθώα γνωριμία της συζύγου του ντετέκτιβ με τον μυστηριώδη γείτονα εξελίσσεται σε ένα σόου ωμότήτων που σου τινάζουν το μυαλό στον αέρα και η εξιχνίαση του ξεχασμένου εγκλήματος μοιάζει να κρύβει μέσα της μια τρομακτική ομολογία.
Σε μια αλληλουχία σκηνών που κορυφώνουν την αγωνία, σε φέρνουν πιο κοντά σε μια αλήθεια που δεν θα ήθελες να μάθεις ποτέ και κάνουν το «αγάπα τον πλησίον σου» (στην αγγλική του εκδοχή με τον neighbor) να αποκτά διαστάσεις κακόγουστης φάρσας, το «Creepy» παίρνει σάρκα και οστά ως creepy όνομα και πράγμα πριν καταλήξει μετά από μια συναρπαστική διαδρομή σε μια σχεδόν αριστουργηματική τελική πράξη.
Σε εκείνο το σημείο, όταν το θρίλερ έχει τελειώσει, οι πόρτες στα κρυφά «δωμάτια» έχουν ανοίξει διάπλατα, η θέα στην ανθρώπινη φρίκη σου έχει κόψει την ανάσα και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να να είχες προσέξει τόσο ώστε να μην σου είχε συμβεί ποτέ, το «Creepy» σταματά να είναι απλά συναρπαστικό ή αγωνιώδες και γίνεται η σκοτεινή παραβολή για τις ανθρώπινες σχέσεις που είχε στο μυαλό του από την αρχή ο Κιγιόσι Κουροσάουα.
Κατάμαυρο, σαν να έχει παραδεχθεί από καιρό πως το κακό είναι εκτός από παντοδύναμο και απόλυτο, μελαγχολικό με εκείνη την απέλπιδα ματιά που προσπαθεί να αναζητήσει ψήγματα ανθρωπισμού στην «καλοσύνη των άλλων» και μεγαλειώδες όπως κάθε ταινία είδους που καταφέρνει να γίνει ένας χάρτης της παθογένειας του σύγχρονου κόσμου, το «Creepy» είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν ξεχνιούνται εύκολα - και όχι μόνο επειδή είναι απολαυστικά ανησυχητική από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο της πλάνο, βάζοντας σε σε σοβαρές σκέψεις για το πόσο καλά γνωρίζεις το γειτονά σου...