Άποψη

Best of 2023: Οι 20 ταινίες που δεν χώρεσαν στο Τop-10 του Flix για τις καλύτερες ταινίες του 2023

στα 10

Λίγο πριν την αντίστροφη μέτρηση για τις 10 καλύτερες ταινίες του 2023, θυμόμαστε όσες θα διεκδικούσαν άξια μια θέση σε αυτές.

Best of 2023: Οι 20 ταινίες που δεν χώρεσαν στο Τop-10 του Flix για τις καλύτερες ταινίες του 2023

Σε μια χρονιά με πολλές μικρές και μεγάλες, καλές αλλά και ενδιαφέρουσες ταινίες που χάθηκαν μέσα στο χάος του προγραμματισμού και της αδιαφορίας του κοινού για κάτι «διαφορετικό», η λίστα που ακολουθεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις υπερδιάσημων ταινιών - θα μπορούσε να είναι όχι μόνο οι 20 ταινίες που πλησίασαν το Top-10 του Flix για τις καλύτερες ταινίες του 2023, αλλά και μια λίστα για ταινίες που θα άξιζε να ανακαλυφθούν στο εγγύς μέλλον.

Μην ξεχνάτε να ψηφίζετε: Flix Top Ten 2023 | Ψηφίστε την καλύτερη ταινία της χρονιάς και κερδίστε δωρεάν σινεμά για όλο το χρόνο

all the beauty and the bloodshed

Ολη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία (All the Beauty and the Bloodshed) της Λόρα Πόιτρας

Για όσους τυχόν δεν τη γνωρίζουν, η Ναν Γκόλντιν είναι ένας ζωντανός θρύλος της φωτογραφίας και από τη δεκαετία του 70 αιχμαλωτίζει με το φακό καθημερινές, προσωπικές και πολύ προσωπικές στιγμές, δικές της, των συντρόφων της, των φίλων της και άλλων καλλιτεχνών, από τις συλλογικότητες και τις υποκουλτούρες, queer και μη, στις οποίες γαλουχήθηκε και έγιναν η δική της οικογένεια. Φωτογραφίες που ξεχειλίζουν από ωμή τρυφερότητα και άγρια ομορφιά, αφιερωμένες σε αυτούς που έζησαν και ζουν στο περιθώριο, που απαθανατίζουν το φαινομενικά ευτελές και το μετατρέπουν σε κάτι αφοπλιστικά και καταλυτικά ανθρώπινο. Εκτός, όμως, από αυτό η Γκόλντιν είναι και μια δυναμική ακτιβίστρια και συνιδρύτρια, μετά την εξάρτηση της από τα οπιοειδή που σχεδόν της στοιχίσαν τη ζωή, της οργάνωσης P.A.I.N (Prescription Addiction Intervention Now), η οποία έχει σκοπό, ανάμεσα σε άλλα, όχι μόνο να ενημερώνει για τους κινδύνους των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων που προκαλούν τον εθισμό, κυρίως του OxyContin, το οποίο εγκληματικά χορηγούνταν αφειδώς για χρόνια οδηγώντας τελικά στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες Αμερικανών, αλλά και να φέρει αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη την υπεύθυνη για την κρίση οικογένεια των δισεκατομμυριούχων φαρμακοβιομηχάνων Σάκλερ, που γνώριζε από την αρχή τις παρενέργειες αλλά φυσικά τις αποσιώπησε. Οι Σάκλερ, μάλιστα, ξέπλεναν τα βρώμικα κέρδη τους με μια σειρά από γενναίες χορηγίες και δωρεές σε όλα σχεδόν τα σημαντικά μουσεία και ιδρύματα τέχνης των Η.Π.Α και διεθνώς. Κάτι έπρεπε να γίνει προκειμένου να αφυπνιστεί και κινηθεί ο καλλιτεχνικός και μη κόσμος. Και, ευτυχώς, η Ναν Γκόλντιν ήταν εκεί για να το κάνει.

Η Ναν Γκόλντιν, το σκάνδαλο του OxyContin, η τέχνη που αλλάζει τον κόσμο, η ομορφιά και η αιματοχυσία σε ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2022 και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Πάνω σε αυτό το δίπτυχο, η Πόιτρας χτίζει μεθοδικά και μαεστρικά κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία τεκμηρίωσης για τον διάλογο του έργου της Γκόλντιν με όλο το πολιτισμικό και πολιτικό συγκείμενο της εποχής του, υπογραμμίζει τις αντιστοιχίες και τις αντηχήσεις που είχαν όλα τα δραματικά γεγονότα της ζωής της πάνω σε μια ούτως ή άλλως βαθύτατα προσωπική και βιωματική καλλιτεχνική δημιουργία και μετατρέπει τον ίδιο τον ακτιβισμό σε τέχνη μέσα από τις ευφάνταστες δράσεις της οργάνωσης, συνθέτοντας τελικά έναν ύμνο για την αξία της συλλογικότητας και την μετουσίωση του τραύματος σε κινητήρια δύναμη για δράση και αλλαγή.

Blue Jean

Blue Jean της Τζόρτζια Οκλεϊ

Βρισκόμαστε στο 1987 και οι Συντηρητικοί μόλις έχουν ψηφίσει το διαβόητο Άρθρο 28 που απαγόρευε την «διάδοση της ομοφυλοφιλίας», ώστε να συνεχιστεί η «παράδοση της οικογένειας», να «προστατευτούν» τα παιδιά και «να μην εισπράττουν ότι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι γκέι». Οι ομοφυλοφιλικές κοινότητες στην Αγγλία δίνουν αγώνες στους δρόμους, αλλά η Τζιν παραμένει στην ντουλάπα της. Διακυβεύονται πολλά - θα χάσει τη δουλειά της. Αλλωστε, όπως λέει στην Σιμπάν, την απενοχοποιημένη λεσβία ερωμένη της, «εκείνη δεν νιώθει την ανάγκη να περιφέρει την σεξουαλικότητα της σαν παράσημο».

Πικρό, ουσιαστικό, ανθρώπινο. Το εξαιρετικό ντεμπούτο της Τζόρτζια Οκλεϊ επιστρέφει στο παρελθόν για να μας μιλήσει για το παρόν: οι κοινωνίες μας τείνουν να υποταχτούν σε έναν δογματικό πουριτανισμό που καθησυχάζει τα χρηστά ήθη. Για αυτό και η επαγρύπνιση για τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κατεπείγουσα.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Η Οκλεϊ δεν έχει φτιάξει μία στρατευμένα πολιτική ταινία. Δεν έχει καμία διάθεση για διδακτισμό ή μεγαλόστομα μηνύματα. Με σημασία στη λεπτομέρεια, καυστική στο θέμα της και τρυφερή με την ηρωίδα της, μάς παραδίδει μία προσωπική ταινία. Μέσα από τον εγκλωβισμό της Τζιν καλούμαστε να νιώσουμε την κοινωνική ασφυξία. Μέσα από την θλίψη (blue) της, την περιθωριοποίηση. Μέσα από τον φόβο της, την ανθρώπινη σκληρότητα.

benediction

Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις

Παρασημοφορημένος στο Δυτικό Μέτωπο, ο Σίγκφριντ Σασούν ξεκίνησε να γράφει ποιήματα για τη φρίκη του πολέμου, ταυτόχρονα σχεδόν με την απόφασή του να γίνει αντιρρησίας συνείδησης με την περίφημη διακήρυξή του, το 1917, στην οποία κατηγορούσε την Κυβέρνηση ότι συνεχίζει έναν πόλεμο που ξεκίνησε μεν ως πατριωτικός, πλέον με σκοπούς εθνικιστικούς και ιμπεριαλιστικούς. Δεν πέρασε ποτέ στρατοδικείο, αλλά εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική όπου «φυγαδεύονταν» οι αντιρρησίες συνείδησης. Εκεί θα γνώριζε τον πρώτο έρωτά του, τον ποιητή, μαθητή του Γουίλφρεντ Οουεν, πριν ακολουθήσει η αναγνώρισή του από την υψηλή κοινωνία, κι άλλοι εραστές αλλά και η τελική του απόφαση να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, παραμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του «τραυματισμένος» από τα χρόνια στο μέτωπο και πικραμένος από την ελλιπή - κατά τον ίδιο - δημόσια αναγνώριση του έργου του.

Το - τελικά - κύκνειο άσμα του Τέρενς Ντέιβις είναι ακόμη μια ταινία της φιλμογραφίας του που οφείλει να ανακαλυφθεί ξανά και ξανά από προηγούμενες, τωρινές και επόμενες γενιές. Ταινία - ευλογία, όχι τόσο για την αρτιότητά της, όσο για ένα σινεμά που ο υπέροχος, βασανισμένος, εστέτ, Βρετανός πήρε μαζί του για πάντα.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Εχοντας στο κέντρο τον Τζακ Λόουντεν και τον Πίτερ Καπάλντι (ιδανικοί ερμηνευτές της νεαρής και μεγαλύτερης ηλικίας του Σασούν αντίστοιχα), ο Ντέιβις ενδιαφέρεται για το «τραύμα» που γεννά την τέχνη, την τέχνη που θεραπεύει τα «τραύματα», τον πόλεμο στα χαρακώματα, τον πόλεμο μέσα μας, τον πόλεμο στο κέντρο του ανθρώπινου μυαλού, την απόσταση ανάμεσα στον άγνωστο σε εμάς τους ίδιους εαυτό μας και σε αυτόν που γνωρίζουν οι άλλοι. Και συγκινεί με έναν μοναδικά ελεύθερο, αθόρυβα (και ίσως πιο αποτελεσματικό) ακτιβιστικό, εμπνευσμένο, με ελλείψεις και όχι πάντα άρτια, αλλά αδιόρατα μοντέρνο κινηματογραφικό τρόπο που καταλήγει σε ένα από τα πιο σπαρακτικά φινάλε που είδαμε τελευταία στο σινεμά.

how to have sex

How to Have Sex της Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ

Τρεις Αγγλίδες φιλενάδες γύρω στα είκοσι και κάτι, η Τάρα, η Σκάι και η Εμ, φτάνουν στα Μάλια για λίγες μέρες καλοκαιρινών διακοπών, περιμένοντας τ' αποτελέσματα των σπουδαστικών εξετάσεών τους. Σίγουρα θα περάσουν τέλεια. Σίγουρα θα είναι οι καλύτερες διακοπές της ζωής τους. Σίγουρα θα πιουν άπειρα και θα χορέψουν σα να μην υπάρχει αύριο. Σίγουρα θα γνωρίσουν αγόρια και κορίτσια, σίγουρα θα κάνουν άφθονο σεξ. Ακόμα κι η Τάρα, η μοναδική από τις τρεις που είναι ακόμα παρθένα. Σ' αυτές τις διακοπές, επιτέλους, θα το κάνει. Σίγουρα. Ακόμα κι αν δεν το θέλει.

Το πολυβραβευμένο (και στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών), ντεμπούτο τής Βρετανίδας Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ, συμπαραγωγή της ελληνικής Heretic, γυρισμένο στα Μάλια της Κρήτης, δίνει ένα σύγχρονο, ιδρωμένο ορισμό της ερωτικής συναίνεσης.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Οι εικοσάχρονοι που δεν έχουν καμιά ευθύνη, παρά μόνο να περάσουν καλά για ν' αξίζουν οι διακοπές, που πίνουν ασταμάτητα, από ποτήρια και μπουκάλια, με μίνι διαλείμματα μόνο και μόνο για να μπορέσουν να ξαναπιούν. Που χορεύουν δυνατά και γνωρίζονται με όλους και πηδιούνται ανελέητα και αφήνουν τα σφιχτά, πρόθυμα κορμιά τους να καούν στον ήλιο ή να ιδρώσουν στα κλαμπ, βρίσκουν στην ταινία μια έκφραση πηγαία κι αυθεντική, ένα ξόδεμα απελπιστικό αλλά και απελπιστικά ερωτικό. Οχι όλοι - κι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας. Υπάρχουν κι εκείνοι που χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο. Που δεν λένε ναι, χωρίς να πουν και όχι, που νιώθουν τα «πρέπει» των φίλων τους να τους πιέζουν ως τα όριά τους, ή την ευκολία των υπόλοιπων ως δική τους υστέρηση. Που θα κάνουν, λοιπόν, σεξ, προσπαθώντας να μάθουν πώς, χωρίς να το αρνηθούν, αλλά χωρίς στ' αλήθεια να το θέλουν. Κι αυτή η έλλειψη συγκατάθεσης όταν δεν έχει γίνει καταφανής επίθεση, είναι η γκρίζα ζώνη η τόσο οικεία που κάνει την ταινία καίρια και ζωντανή. Μαζί με τα απίθανα μικροσκοπικά ρούχα, τη μουσική που βαράει, την καλοκαιρινή κόπωση και το μόνιμο hangover. Μια μικρή αλλά ουσιαστική ταινία, μια φωτογενής αλήθεια για όσα... φοβόσουν να ρωτήσεις.

burning days

Μέρες Ξηρασίας (Kurak Günler) του Εμίν Αλπέρ

O Εμρέ είναι ο νεόκοπος εισαγγελέας σε μια μικρή επαρχιακή τουρκική πόλη που βρίσκεται λίγο πριν τις τοπικές εκλογές. Οι πρώτες εικόνες που θα δούμε μέσα από τα μάτια του είναι μόνο ένα δείγμα από το ζοφερό σύμπαν μέσα στο οποίο θα αρχίσει να βυθίζεται καθώς, σταδιακά, αντιλαμβάνεται πως εδώ ο νόμος είναι η θέληση των μεγαλοπαραγόντων που ελέγχουν την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, ακόμη και το νερό που σταματάει να τρέχει και αναγκάζει τους πολίτες να περιμένουν σε ουρές για να προμηθευτούν μπιτόνια για τις άμεσες ανάγκες. Ο Εμρέ είναι σαν ξένο σώμα μέσα σε μια κοινωνία που θυμίζει Αγρια Δύση. Μοιάζει να έρχεται από μια εποχή την οποία αυτή η πόλη θα αργήσει πολύ να συναντήσει. Η σχέση του με έναν νεαρό δημοσιογράφο θα αρχίσει να δημιουργεί φήμες που προκαλούν την τοξική πατριαρχία με την οποία είναι ποτισμένη κάθε γωνιά αυτής της πόλης, ενώ η απόφαση του Εμρέ να παραμείνει αδιάφθορος, πιστός στο καθήκον και - επιτέλους - να επιβάλλει το νόμο θα είναι η αρχή του τέλους για την καριέρα του.

Η νέα ταινία του Εμίν Αλπέρ μετά τις «Τρεις Αδελφές», μια συναρπαστική κριτική ματιά πάνω στη διεφθαρμένη Τουρκία του Ερντογάν. Παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες, συμπαραγωγή με την Ελλάδά και τον Γιώργο Τσούργιαννη της Horsefly και με διευθυντή φωτογραφίας τον Χρήστο Καραμάνη.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Ο Αλπέρ παραδίνεται στο ρυθμό ενός συναρπαστικού θρίλερ αλλά δεν χάνει ίχνος από την ποίηση των εικόνων του. Με βοηθό την υπέροχη φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη και την πίστη ότι οι κινηματογραφικοί κώδικες (ακόμη και αυτοί του entertainment) υπάρχουν για να υπηρετούν ένα όραμα κοινωνικής κριτικής, ρίχνει φως στην Τουρκία, προκαλώντας το θεατή να μεταφέρει τη δράση σε μια επαρχιακή πόλη της δικής του χώρας. Οι αναλογίες μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει και πολύ...

godland

Η Χώρα του Θεού (Godland) του Χλινούρ Παλμασόν

Ο Λούκας είναι ο Δανός ιερέας που στέλνεται από τη Λουθηρανική Εκκλησία να κηρύξει το λόγο του Θεού και να χτίσει μια εκκλησία στην ερημιά της Ισλανδίας του 1800, υποτελούς και τότε αλλά και ως τον Β’ Παγκόσμιο στη Δανία. Ο Λούκας είναι, αρχικά, πρόθυμος να «καταλάβει» τους ιθαγενείς, να μάθει και τις δεκάδες λέξεις που χρησιμοποιούν για τη «βροχή», να αποτυπώσει τοπία και ανθρώπους. Για να το καταφέρει, μάλιστα, αυτό, σηκώνει το δικό του «σταυρό», μια πρώιμη φωτογραφική μηχανή με υγρές πλάκες, ένα ογκώδες, δυσκίνητο, βαρύ και δυσλειτουργικό κατασκεύασμα, εμπόδιο στον κάθε του σταθμό.

Πολυβραβευμένο έπος του Ισλανδού δημιουργού, ένα οδοιπορικό όχι μόνο σε μια αλλόκοτη χώρα με φυσικό τοπίο που προκαλεί δέος, αλλά και στη διαδρομή από την αλαζονεία τού πιστού στην κατανόηση τής ανθρώπινης φύσης.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Εξαντλητική με τον ομορφότερο, πιο γόνιμο τρόπο, ταυτόχρονα εξωτική και οικεία, σίγουρα ανοικονόμητη αλλά τόσο συναρπαστική που δεν προλαβαίνεις να το συνειδητοποιήσεις, συγκινητική, κατά στιγμές χιουμοριστική και μαζί σκοτεινή, αυτή η «Χώρα τού Θεού» είναι πολύτιμο σύγχρονο σινεμά και, ταυτόχρονα, μια αποτύπωση τής ακόμα προς εξερεύνηση σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, της τέχνης με το αντικείμενό της, της αυθυπαρξίας απέναντι στην εξουσία.

l'ultima notte di Amore

Η Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε (L'Ultima Νotte di Amore) του Αντρέα Ντι Στέφανο

Η ταινία - τρίτη για τον ηθοποιό Αντρέα ντι Στέφανο, μετά τα «Χαμένος Παράδεισος» του 2014 και το «3 Δευτερόλεπτα» του 2019 και πρώτη ιταλόφωνη - ξεκινάει στο παρόν, καθώς η οικογένεια και οι φίλοι του αστυνομικού Φράνκο Αμόρε τον περιμένουν στο σπίτι για ένα πάρτι έκπληξη, παραμονή της ημέρας που θα σημάνει τη συνταξιοδότησή του. Οταν ο Φράνκο θα φτάσει στο σπίτι, λίγοι αντιλαμβάνονται τι έχει προηγηθεί λίγη ώρα πριν και γιατί ένα τηλεφώνημα από τον αρχηγό της Αστυνομίας θα αποβεί το πιο κρίσιμο της ζωής του. Flashback δέκα μέρες πριν και μαθαίνουμε σιγά σιγά τι ακριβώς οδήγησε στην τραγωδία της τελευταίας εκείνης νύχτας, όταν και ο Φράνκο και η αγάπη βρέθηκαν αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο των επιλογών τους.

Ιταλικό νέο-νουάρ ή τελικά μια μελαγχολική ιστορία αγάπης που συναρπάζει για όση ώρα διαρκεί, με εκπληκτικούς πρωταγωνιστές τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και την Λίντα Καρίντι.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

H υπόθεση είναι υποτυπώδης, αλλά ο ντι Στέφανο την εκμεταλλεύεται για να φωτίσει το νυχτερινό Μιλάνο με τα χρώματα μια εν δυνάμει τραγωδίας και να παίξει με τους κανόνες του νουάρ, της αστυνομικής περιπέτειας και του γκανγκστερικού φιλμ. Οχι τόσο για στηλιτεύσει τη διαφθορά μιας ολόκληρης κοινωνίας (και δη της ιταλικής) ή να ξαναμιλήσει για τους άγραφους κανόνες που τραβάνε τη γραμμή ακόμη και ανάμεσα στους κόλπους της παρανομίας, αλλά για να αναρωτηθεί με πηγαία μελαγχολία αλλά και λουστραρισμένη δράση πάνω στο απροσδόκητο της μοίρας. Της μοίρας που τελικά φτιάχνεται από τις ανθρώπινες επιλογές. Πάνω στο πρόσωπο του Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, ενός από τους σπουδαιότερους Ιταλούς ηθοποιούς διαγράφεται όλη η θλίψη ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεται ότι στο νήμα μιας ευτυχίας, η επιθυμία για περισσότερα μπορεί να σε κάνει να χάσεις τα πάντα. Οι σκηνές του με την επίσης εκπληκτική Λίντα Καρίντι είναι οι πιο δυνατές της ταινίας, ακριβώς γιατί ξεφεύγουν από τα στερεότυπα πάνω στα οποία η ταινία χτίζει διαρκώς το mainstream ενδιαφέρον της, όταν σαν δύο παιδιά βουτάνε στον κίνδυνο και έχοντας δηλώσει αγάπη για πάντα και στα πάντα, διακινδυνεύουν ακόμη και τη ζωή τους για να σώσουν ο ένας τον άλλον.

saint omer

Σεντ Ομέρ (Saint Omer) της Αλίς Ντιόπ

Εχοντας ως βάση τα γεγονότα και τα πρακτικά της δίκης στην υπόθεση της ομοεθνούς της Φαμπιέν Καμπού, η οποία το 2013 εγκατέλειψε το μωρό της στην παραλία για να το πνίξει η παλίρροια και μετά παραδέχτηκε στο δικαστήριο την ενοχή της, αλλά ισχυρίστηκε πως έπεσε θύμα μαύρης μαγείας, η Ντιόπ αναπλάθει δραματουργικά τα όσα συνέβησαν μέσα στη δικαστική αίθουσα με ελάχιστες αποκλίσεις και εστιάζει με έναν δωρικό και αποδραματοποιημένο τρόπο στα πρόσωπα των βασικών συντελεστών της δίκης, αναζητώντας με έναν υβριδικό συνδυασμό σινεμά τεκμηρίωσης και θεατρικότητας σε κάθε ένα από αυτά την αλήθεια πίσω από κάθε βλέμμα, λέξη, σιωπή, μορφασμό και χειρονομία, με μία χειρουργική ακρίβεια που παγώνει το αίμα και ανατρέπει όλα τα κλισέ του δικαστικού δράματος, όπως αποτυπώνεται συνήθως στη μεγάλη οθόνη.

H συγκλονιστική ταινία της Αλίς Ντιόπ που κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα - Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και υπήρξε ανάμεσα στις 9 φιναλίστ για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Με αφετηρία ένα απόσπασμα από το «Χιροσίμα, Αγάπη μου» και τον μοναδικά λυρικό λόγο της Ντιράς για τη δημόσια διαπόμπευση των γυναικών που τις οδηγεί στη Θεία Χάρη και με κατάληξη την αναπόφευκτη Μήδεια, εδώ με την εμβληματική μορφή της Μαρίας Κάλλας στην ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, η Ραμά και κατ’ επέκταση η Ντιόπ θέτουν ερωτήματα για την ορατότητα των μαύρων γυναικών στη ζωή και στον κινηματογράφο, τη σύγκρουση της αφρικανικής κουλτούρας με τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης, τη μητρότητα και την άρνησή της με τον πιο τραγικό τρόπο ως τυφλή εξέγερση στα πάντα. Το πιο σημαντικό, όμως. είναι ότι αφήνουν τον θεατή να ψάξει να βρει μόνος του τις απαντήσεις και κυρίως να συλλογιστεί πάνω στη σημασία που έχουν αυτές οι ίδιες οι ερωτήσεις, σε έναν κόσμο όπου όλα, ακόμα και η απονομή της (ως γνωστόν, τυφλής) δικαιοσύνης κρίνονται από το προνόμιο.

queen of the deuce

Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης της Βάλερυ Κοντάκου

Ηρωίδα της ταινίας είναι η Τσέλι - μια Εβραιοπούλα τής Θεσσαλονίκης που, στις αρχές του Β' Παγκόσμιου, μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη, την ώρα που το σόι της οδηγούνταν στα τρένα για το Αουσβιτς. Εκεί, σιγά-σιγά, έφτιαξε τη δουλειά της ξεκινώντας από μια καντίνα, αγόρασε μία-μία κινηματογραφικές αίθουσες, άρχισε να προβάλλει προσοδοφόρα πορνό, έγινε βασίλισσα των τσοντάδικων της Times Square αλλά και της gay και εναλλακτικής σκηνής του '70 και του Αντι Γουόρχολ, έφτιαξε έναν κύκλο από «αριστοκρατία» και υπόκοσμο, ταυτόχρονα κράτησε γύρω της ζωντανή την οικογενειακή εστία, παράλληλα με τις δικές της λεσβιακές σχέσεις και, γενικώς, συναγωνίστηκε με την ίδια ορμή τον κόσμο που, παρουσία της, άλλαζε πρόσωπο.

H Βάλερυ Κοντάκου σκηνοθετεί κάτι παραπάνω από ένα ντοκιμαντέρ: μια από αυτές τις ταινίες με την ιδανική ισορροπία συναρπαστικού αντικειμένου, καθηλωτικής παρουσίασης τής Ιστορίας και μιας τρυφερής ουσίας για τ' ανθρώπινα.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Εκπληκτικό υλικό έχει η Κοντάκου για να δουλέψει, home movies, μια συνέντευξη της Τσέλι, φωτογραφίες αρχείου συγκινητικές, τα παιδιά και τους συνεργάτες τής Τσέλι που μιλούν και συμπληρώνουν το sui generis πορτρέτο της, μαζί κι ένα διασκεδαστικό animation αλά Σιλβέν Σομέ που νιώθουμε ότι παγιδεύει την παιχνιδιάρικη, αταξινόμητη προσωπικότητά της. Για μια πολύ προσωπική ιστορία μιλά η ταινία αλλά, μαζί, τόσο καθηλωτικά συμπεριληπτική. Αυτή είναι μια ταινία για... όλη την οικογένεια, όταν η οικογένεια είναι οι άνθρωποι που γεννάς και οι άνθρωποι που επιλέγεις να σε περιβάλλουν. Για τη δύναμη τής κοινότητας και το πώς αυτή μπορεί ν' αλλάξει την αίσθηση της αποδοχής, αλλά και τη ροή των πραγμάτων. Για έναν άνθρωπο που τόλμησε να ζήσει έξω από κάθε νόρμα, ν' ανατρέψει κάθε στερεότυπο, χωρίς ποτέ να το κάνει ζήτημα, στηρίζοντας, ταυτόχρονα, υλικά και συναισθηματικά τους ανθρώπους της.

le bleu du caftan

Το Μπλε Καφτάνι (Le Bleu du Caftan) της Μαριάμ Τουζανί

Ο Χαλίμ και η Μίνα έχουν ένα παραδοσιακό ραφείο σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές του Μαρόκου. Ο Χαλίμ έμαθε την τέχνη της ραπτικής δίπλα στον αυστηρό πατέρα του. Από μικρό αγόρι εκπαιδεύτηκε στο να κόβει με χειρουργική ακρίβεια το μετάξι, να κεντά με υπομονή και επιδεξιότητα την χρυσή κλωστή στα σχέδια, να σβήνει τα τελειώματα του ρούχου με τέχνη στην κρυφοβελονιά. Μόνο που δεν είναι το μόνο κρυφό, το οποίο τελειοποίησε. Ως ομοφυλόφιλος άντρας σε άκαμπτη μουσουλμανική χώρα, ο Χαλίμ έπρεπε να κρύβει την πραγματική του φύση και να την ικανοποιεί μυστικά, κάποιες κλεφτές ώρες της εβδομάδας στο χαμάμ. Πόσα γνώριζε η Μίνα, πόσα ένιωθε πάντα μέσα της, πόσα δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει; Κανείς δεν ξέρει. Γιατί κι εκείνη περιορίστηκε στο στενό ύφασμα του ρόλου της: ικανή να είναι μπροστά, στη βιτρίνα του ραφείου, στο χειρισμό των πελατών. Τι γινόταν πίσω, δεν ήταν η θέση της να ψάξει. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Οι πελάτισσες θέλουν πια ρούχα φθηνότερα, πιο γρήγορα, άμεσα και εύκολα. Κανείς δεν εκτιμά την τέχνη της βελονιάς, όπως παλιά. Η τύχη του ραφείου δοκιμάζεται και για αυτό, ο Χαλίμ και η Μίνα προσλαμβάνουν τον Γιουσέφ, έναν νεαρό, ταλαντούχο μαθητευόμενο. Και τότε δοκιμάζεται και ο Χαλίμ, και η σχέση τους, αλλά και η ελπίδα ευτυχίας σε μία αναχρονιστική κοινωνία που δεν συγχωρεί.

Η τέχνη της ραπτικής έχει μυστικά. Σχεδόν όσα κι ο ράφτης της. Μία ταινία που κόβει αρχικά πάνω σε προβλέψιμο πατρόν, αλλά σε αιφνιδιάζει και σε αποζημιώνει με την ποιότητα των μεταξένιων της υλικών και την τρυφερότητα με την οποία τα χειρίζεται. Βραβείο FIPRESCI, Κάννες 2022. Βραβείο Κοινού, Νύχτες Πρεμιέρας 2022. Επίσημη πρόταση του Μαρόκου για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Η Μαριάμ Τουζανί δουλεύει κι η ίδια την ταινία με κρυφοβελονιές. Υπάρχουν διαφορετικές επιφάνειες στις υφές και λεπτομέρεια στα υφάδια της. Πρωταγωνίστρια είναι η ειρωνία: από την μία ένας κόσμος αλλάζει, προς το χειρότερο. Κανείς δεν εκτιμά την παράδοση μιας τέχνης, κανείς δεν έχει υπομονή, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την αισθητική και την ποιότητα. Οι ράφτες εξαφανίζονται. Ο Χαλίμ απαξιώνεται. Κι από την άλλη: ο κόσμος του, άκαμπτος και ανάλγητος απέναντι στα ταμπού του, δεν αλλάζει ποτέ. Μια γυναίκα δεν μπορεί να κάτσει σ' ένα καφενείο με τους άντρες. Ενας άντρας δεν θα σταθεί ποτέ ανοιχτά, δίπλα στον εραστή του. Η Τουζανί δεν ενδιαφέρεται για εύκολη δραματική ένταση. Δε θα κόψει στα γρήγορα μία σύγκρουση γυναικείας ζήλιας, μέσα σ' ένα ερωτικό τρίγωνο. Δε θα γαζώσει επιδεικτικά, μία κριτική στην μουσουλμανική απολυταρχία. Το καφτάνι της έχει τόπι υλικού να ξεδιπλώσει και τα επιδέξια χέρια του ράφτη να το χαϊδέψουν με καρτερικότητα και σεβασμό.

as bestas

Ο Εχθρός Δίπλα Μου (As Bestas) του Ροντρίγκο Σορογκόγιεν

Κεντρικοί ήρωες ο Αντουάν και η Ολγκά, ένα ζευγάρι Γάλλων που, χρόνια νωρίτερα, ονειρεύτηκαν να ζήσουν και να δουλέψουν στη φύση, γι’ αυτό και μετοίκισαν σ’ ένα μικρό χωριό τής Γαλικίας όπου κι αγόρασαν ένα κομμάτι γης. Αυτό καλλιεργούν πεισματικά, με σύγχρονες μεθόδους, σε αντίθεση με τις απαρχαιωμένες τής κοινότητας, η οποία εισπράττει αυτή την πρακτική ως συγκατάβαση. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους να ενσωματωθούν στον τοπικό πληθυσμό, που φτάνουν ως το να μάθουν και τη γλώσσα, οι δυο τους δεν έχουν γίνει αποδεκτοί. Η Ολγκά μένει σιωπηλή στα μετόπισθεν, ο Αντουάν είναι ο «φραντσέζος». Οταν, μάλιστα, αρνούνται τη μετατροπή τής περιοχής σε αιολικό πάρκο, κάτι που θα έφερνε στους κατοίκους έσοδα και ενέργεια που έχουν ανάγκη, η αντιπάθεια γίνεται έκδηλη εχθρότητα. Οι ντόπιοι θέλουν, οι ξένοι είναι το εμπόδιο – και τα δυο αδέλφια που μένουν στη γειτονική φάρμα, κάτω από την επίβλεψη τής μητέρας τους, θ’ αναλάβουν να λύσουν το πρόβλημα. Ο Αντουάν, προοδευτικά όλο και πιο οργισμένος, καταγράφει κάθε συνάντηση με μια βιντεοκάμερα, όμως δεν θα βρει κανένα σύμμαχο στη διαμαρτυρία του.

Ο Ροντρίγκο Σορογκόγιεν του «Εκπτωτου» σε ένα θρίλερ επιβίωσης για το τέρας που όλοι κρύβουμε μέσα μας.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Παρότι η βία, η σωματική δύναμη ή η σήψη της σάρκας «πρωταγωνιστούν» και στις άλλες ταινίες του Σορογκόγιεν, αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης αριστεύει σ’ ένα λιγότερο εφετζίδικο, πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, αν και όχι λιγότερο στιλιζαρισμένο στην απλότητα και τα κοντινά του πλάνα φιλμ. Η συνύπαρξη και ο φόβος του ξένου συνδυάζονται, τόσο ρεαλιστικά, με τη σταδιακή έλλειψη φυσικών πόρων, ο «πολιτισμός» καταρρέει μπροστά στο ανθρώπινο ή/και ζωώδες ένστικτο, η οπισθοδρομική παράδοση υποσκελίζει την εξέλιξη, το διαφορετικό πρέπει να αφανιστεί, ο άντρας πρέπει να επιβληθεί, απέναντι στη γυναίκα, στον άλλο άντρα, στο πεπρωμένο του.

the quiet girl

Το Ησυχο Κορίτσι (The Quiet Girl) του Κόλουμ Μπερέιντ

Η Κάιτ είναι η μικρότερη κόρη μιας πολυμελούς φτωχής οικογένειας στην ιρλανδική ύπαιθρο που παλεύει από τη μία με την έλλειψη των βασικών, από την άλλη με τα ψυχολογικά προβλήματα της μάνας και τον σκληρό, εν δυνάμει αν και ποτέ φανερά βίαιο χαρακτήρα του πατέρα. Με δύο γονείς που προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο αλλά είναι αδύνατον να προσφέρουν όλα όσα χρειάζονται τα παιδιά τους και ενόψει μιας ακόμη εγκυμοσύνης, η Κάιτ θα σταλεί σε ένα ζευγάρι γνωστών για να ζήσει μαζί τους μέχρι να γεννηθεί το μωρό.

Ενα μινιμαλιστικό ντεμπούτο με μαξιμαλιστικό συναισθηματικό εκτόπισμα, που τολμάει να μιλάει τη δική του γλώσσα όταν όλοι θα το προτιμούσαν σιωπηλό. Πρώτη ιστορική υποψηφιότητα της Ιρλανδίας στη μητρική της γλώσσα για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Δεν συμβαίνει τίποτα στο «Ησυχο Κορίτσι» εκτός από το σχεδόν βέβηλο συμπέρασμα πως είναι τυχαίο που γεννιόμαστε και με ποιον μεγαλώνουμε. Σε μια παράδοξη συνθήκη που θέλει το αίμα να γίνεται νερό και την ιρλανδική ύπαιθρο να επιβάλλει την σχεδόν μεταφυσική της ηρεμία, η Κάιτ ζει περισσότερο από ένα δίλημμα, ένα κακό όνειρο (επειδή έχει ημερομηνία λήξης) που όμως δεν την κάνει να βρέχει το κρεβάτι της και την κάνει να μεγαλώνει, να ενηλικιώνεται, να γίνεται μια γυναίκα που κάποτε θα μπορέσει να διηγηθεί την ιστορία της - στη γλώσσα της, χωρίς να παραλείψει καμία ασήμαντη ή σημαντική λεπτομέρεια.

Inside

Inside του Βασίλη Κατσούπη

Ενας ληστής έργων τέχνης εισβάλει σε ένα μοντέρνο ρετιρέ στο Μανχάταν για να κλέψει πίνακες ανεκτίμητης αξίας. Το ρίσκο είναι μικρό: ο ιδιοκτήτης δεν μένει εκεί - χρησιμοποιεί το διαμέρισμα, μόνο όταν επισκέπτεται την Νέα Υόρκη, λίγες φορές το χρόνο. Είναι συλλέκτης όμως και μόνο οι Εγκον Σίλε του κοστίζουν μια περιουσία. Ο ληστής περιηγείται στο διαμέρισμα γοργά και ικανά: είναι μάλλον κάτι που έχει ξανακάνει, με ταλέντο κι επιδεξιότητα. Μόνο που αυτή τη φορά, κάτι πάει στραβά. Το σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται, κλειδώνει αυτόματα κάθε έξοδο και τον παγιδεύει στο πολυτελές penthouse. Η παροχή νερού κόβεται, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν, το ψυγείο έχει ελάχιστες προμήθειες, ενώ με το βραχυκύκλωμα κι ο θερμοστάτης μπλοκάρει σε υψηλές θερμοκρασίες. Κάπως έτσι, ένας άνθρωπος βρίσκεται κλειδωμένος με υποτυπώδες φαγητό, χωρίς νερό, στους 40 βαθμούς ενός χρυσού κλουβιού. Κανείς δεν ξέρει ότι είναι εκεί, κανείς δεν τον βλέπει από τις μεγάλες τζαμαρίες, κανείς δεν πρόκειται να έρθει να του ανοίξει την πόρτα. Κάπως έτσι, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον μικρό του εαυτό που θεωρούσε ότι η τέχνη είναι η μόνη αξία που θα διέσωζε. Είναι;

Η παραμονή του σ' αυτό το διαμέρισμα θα τεστάρει τα πιστεύω του, όπως και τα όριά του. Ενας άνθρωπος, ένας χώρος, μία ιδέα. Το «Inside» όμως είναι τόσο κινηματογραφικά πλούσιο και πολυεπίπεδο, όσο και η καλειδοσκοπική, αριστοτεχνική ερμηνεία του Γουίλεμ Νταφόε. Κλειδωθείτε άφοβα στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βασίλη Κατσούπη!

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Μπορεί ο ήρωας να παγιδεύεται, η κάμερα του Κατσούπη όμως, ποτέ. Κερδίζει εντυπωσιακά το παράτολμο, για πρωτοεμφανιζόμενο, στοίχημα να γυρίσει ταινία μεγάλου μήκους σ' έναν μόνο χώρο. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν νιώθεις ότι το αποτέλεσμα γλιστρά προς τη θεατρικότητα, την ακαμψία, την αγκύλωση. Ο σκηνοθέτης ξέρει ακριβώς πότε να προσφέρει υγρή κίνηση με τράβελινγκ, πώς να χρησιμοποιήσει γωνίες του σκηνικού για να ανοίξει (ή να κλείσει) το βλέμμα, ποιες λήψεις να βρει για να επικοινωνήσει συναίσθημα, σύμβολα - όχι μόνο αισθητική γεωμετρία. Παράλληλα, ο μοντέρ Λάμπης Χαραλαμπίδης ανεβάζει την ένταση στο πέρασμα του χρόνου και τα παιχνίδια του μυαλού, ενώ ο διευθυντής φωτογραφίας Στιβ Ανις φωτοσκιάζει έμψυχη και νεκρή φύση, χρησιμοποιώντας μελετημένα τη χρωματική παλέτα των genre ταινιών τρόμου, τις σκιές και το φως.

close

Close του Λούκας Ντοντ

Ο 12χρονος Λεό μεγαλώνει σε μία ευτυχισμένη οικογένεια ανθοκόμων. Οι γονείς, ο μεγάλος αδελφός, αλλά και ο ίδιος καμιά φορά, καλλιεργούν, φροντίζουν, μαζεύουν τα άνθη από τα τριαντάφυλλα, τα χρυσάνθεμα, τις πεόνιες που πακετάρουν και προμηθεύουν τα αρωματοποιία. Ο Λεό έχει κι έναν δεύτερο «αδελφό» - τον Ρεμί. Γείτονας, καλύτερος φίλος, κολλητός, soulmate. Μαζί παίζουν φανταστικούς πολέμους, μαζί τρέχουν ανέμελοι ανάμεσα στα πολύχρωμα χωράφια, μαζί πάνε βόλτες με τα ποδήλατα, μαζί κυλιούνται στα γρασίδια, μαζί γελάνε, μαζί κοιμούνται (καθώς οι γονείς θεωρούν και τα δύο παιδιά «δικά τους» και τα φιλοξενούν), μαζί ονειρεύονται τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Μαζί μεγαλώνουν. Μέχρι που η πρώτη μέρα στο γυμνάσιο τα αλλάζει όλα. «Είστε ζευγάρι;» τους ρωτά η παρέα των συμμαθητών. «Δεν το λέμε για κακό, αλλά είστε πάντα τόσο...."κοντά"».

Μετά το «Κορίτσι», ο Λούκας Ντοντ μάς χαρίζει μία ταινία ενηλικίωσης - τρυφερή και σκληρή, ποιητική αλλά εμβριθής, αρωματισμένη από τον ανθό της εφηβείας, αλλά πληγωμένη από το αγκάθι του. Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, Κάννες 2022.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Παρόλο που το θέμα που καταπιάνεται είναι για άλλη μία φορά σπαρακτικό, ο Ντοντ κρατά την κάμερα με αυτοπεποίθηση κι οικονομία. Οι εντάσεις, οι συγκρούσεις, τα ξεσπάσματα συμβαίνουν απρόβλεπτα, φυσικά, χωρίς εκβιαστικά κοντινά. Ταυτόχρονα, τολμά να δείξει κάτι που σπάνια αποτυπώνεται στο σινεμά: μετά από τραγωδίες, η ζωή συνεχίζεται - ξυπνάμε, κοιμόμαστε, δουλεύουμε, τρώμε, μιλάμε, γελάμε, αναπνέουμε. Λουλούδια ξεριζώνονται και νέα λουλούδια φυτεύονται. Μαθαίνουμε να ζούμε με τις τρύπες στην καρδιά μας.

εμμονες ώρες

Εμμονες Ωρες στον Τόπο της Πραγματικότητας της Ρέας Βαλντέν

Η Αντουανέττα Αγγελίδη σε μαύρο φόντο, με μαύρο ρούχο. Ξεχωρίζουν τα χέρια της, το ποτήρι μπροστά της και το πρόσωπό της. Και το βλέμμα της. Που συνομιλεί με τον απέναντι, το θεατή, γιατί όχι την αντανάκλαση του εαυτού της, σίγουρα την κόρη της, τη Ρέα, τον ιδανικό συνεργάτη που γέννησε, αλλά και με τη δική της μητέρα, η ίδια ως κόρη. Με την τέχνη, το σταθερό εραστή της, με όρκο πίστης.

Εξομολογήσεις της Αντουανέττας Αγγελίδη (ή Eνα Δοκίμιο για το Βλέμμα της), στην κόρη της, Ρέα Βαλντέν, ένα ντοκιμαντέρ σε μαύρο φόντο με πολύχρωμη καρδιά.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Είναι βάλσαμο αυτός ο μονόλογος της Αντουανέττας. Μιας γυναίκας που πάντα, με το σινεμά της (και με τη διδασκαλία της στο πανεπιστήμιο), υπήρξε πεισματάρα και τολμηρή, αλλά που ουδέποτε μοιράστηκε, με λέξεις, τα βιώματά της. Κι εδώ μιλά για την παιδική της ηλικία, για την οικογένειά της, για το βιασμό της, για τις εγκυμοσύνες της, τον καρκίνο της, τη μεταμόσχευση στα μάτια της, για τη γέννηση του σώματός της, τους τραυματισμούς του αλλά και την αναγέννησή του, μ' έναν τρόπο μαγικό και τόσο γόνιμο, μέσα στην πανδημία, μέσα απ' αυτό το ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε η κόρη της, αυθύπαρκτη θεωρητικός και δημιουργός αλλά και σταθερή ακροάτριά της.

barbie

Barbie της Γκρέτα Γκέργουιγκ

Βρισκομαστε στο 2023 στη Barbieland. Οπου η μορφή της κούκλας έχει εξελιχθεί κι άλλο - κερδίζει βραβεία Νόμπελ, είναι και μαύρη και Πρόεδρος της Αμερικής, μία στις τόσες της επιτρέπεται να έχει και παραπάνω κιλά. Οπως η φωνή της Ελεν Μίρεν μάς εξηγεί: επί 64 χρόνια η Mattel έχει επιλύσει τις γυναικείες διεκδικήσεις και δεν χρειάζεται να αγωνιζόμαστε άλλο. Για αυτό και η στερεοτυπική Barbie ξυπνά κάθε μέρα χαρούμενη. Είναι όμορφη, είναι τέλεια, χαιρετά τις τέλειες φίλες της, κολυμπούν, χορεύουν, παίρνουν βραβεία για την ευφυΐα τους, ψηφίζουν γυναίκες αρχηγούς κρατών, φοράνε τέλεια ρούχα και c'mon Barbie let's go party. Ανάμεσά τους ζουν και οι Κεν. Εχουν κι αυτοί «εξελιχθεί»: βγαίνουν σε περισσότερες εθνικές και πολιτισμικές «αποχρώσεις». Ο ξανθός, μόνιμα ηλιοκαμένος, «παραλίας» Κεν έχει παραμεριστεί ακόμα περισσότερο. Με τον καημό ζει: να του δώσει σημασία η Barbie για «να υπάρχει». Να τον βγάλει από το κουτί του το κοριτσάκι και να παίξει μαζί του. Μόνο που μια μέρα, πάνω στο glitter κέφι και τον ξέφρενο χορό, ο αέναα παστέλ κόσμος της Barbie μαυρίζει: αρχίζει να σκέφτεται τον θάνατο, να την πονάνε τα τακούνια της να βγάζει κυτταρίτιδα.

Εξυπνη, απολαυστική, κανιβαλιστικά αστεία, ουσιώδης σάτιρα του κόσμου μας μέσα από τα ροζ γυαλιά της Barbieland. Η Γκρέτα Γκέργουιγκ όμως δεν μπορεί να γλιτώσει από την παγίδα του «μηνύματος». Και η Φεμινίστρια Barbie δεν μπορεί να αποποιηθεί την blockbuster φορεσιά της.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Η Γκέργουιγκ (σε σενάριο που για ακόμα μία φορά συνυπογράφει με τον Νόα Μπόμπακ) είχε μία ιδέα πολυεπίπεδη, σύνθετη και πανέξυπνη. Θα μιλήσει για την συστηματική αδικία έναντι των γυναικών, δημιουργώντας έναν κόσμο που οι κανόνες είναι αντίστροφοι. Μισό λεπτό, αυτός ο κόσμος υπάρχει: είναι ο κόσμος της Barbie. Ο Κεν είναι περιφερειακό αξεσουάρ, εκείνος δεν έχει μία ξεκάθαρη ταυτότητα ή εργασία, ο άντρας δεν υπάρχει παρά δίπλα σε μια γυναίκα. Η Barbie δεν χρειάζεται να κάνει πολλά και τα έχει όλα. Η γυναίκα ξυπνά το πρωί κι ο κόσμος της ανήκει. Κι έχει αυτή την αδιόρατη, συγκαταβατική βεβαιότητα κι αλαζονεία ότι αυτό είναι το δεδομένο, το νορμάλ. Κι αυτό είναι το επιτυχημένο στην ιδέα της Γκέργουιγκ: με (αυτο)σαρκαστικό χιούμορ, (θεο)πικρό σχόλιο και ωμή ειλικρίνεια δεν εξηγεί μόνο στα αγόρια ότι η πατριαρχία δεν είναι το «νορμάλ» (κατασκευάστηκε κάποτε, επιβλήθηκε σαν φορεσιά μιας κοινωνίας, χτίστηκε σαν Kenland). Οχι δεν σταματάει εκεί. Γελάει πολύ και με τις ατυχείς αστοχίες του φεμινιστικού κινήματος, περνάει από γενεές 14 και τις υπερβολές, ψάχνει τις ισορροπίες. Κι είναι ο τρόπος που το κάνει απίστευτα έξυπνος, απολαυστικός και κανιβαλιστικά αστείος - ενώ λέει τα πιο σοβαρά πράγματα.

suzume

Suzume (Suzume no tojimari) του Μακότο Σινκάι

Εδώ ακολουθούμε την αποφασιστική έφηβη Σούζουμε η οποία αναλαμβάνει την αποστολή να σώσει τη χώρα της όταν ο ουρανός της Ιαπωνίας γίνεται κόκκινος, το έδαφος τρέμει και η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Με την ικανότητα να βλέπει υπερφυσικές δυνάμεις, αόρατες στα μάτια των υπολοίπων, είναι στο χέρι της να κλείσει τις μυστηριώδεις πόρτες που εξαπολύουν το χάος παντού. Την περιμένει ένα επικίνδυνο ταξίδι καθώς φέρει το βάρος της χώρας στους ώμους της.

Η περιπέτεια τής ατρόμητης έφηβης Σούζουμε, σε μια από τις καλύτερες ταινίες του Μακότο Σινκάι.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Σε αυτό το (πνευματικό) ταξίδι μέσα από σε μια πληγωμένη γη, ο Σινκάι αποδεικνύει το πώς το πένθος έχει τη δύναμη να θεραπεύσει ακόμα και τις πιο βαριές μας ψυχικές πληγές. Κάθε φορά που η Σούζουμε κλειδώνει μια από αυτές τις «πόρτες» από όπου βγαίνει το σκουλήκι, εκείνο μετατρέπεται αμέσως σε βροχή (σε δάκρια αν θέλετε) που θεραπεύει τη γη γύρω του. Η ιδέα της συμπαράστασης των αγαπημένων μας προσώπων, αλλά κυρίως η συμφιλίωση που επέρχεται, κυρίως μετά από σκληρή εσωτερική δουλειά, με τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι το στοιχείο που δίνει στην πλοκή το τεράστιο συναισθηματικό της φορτίο το οποίο κουβαλά ως το τέλος, μέχρι το υπέροχο καθαρτικό φινάλε.

No Bears

Αρκούδες Δεν Υπάρχουν (No Bears) του Τζαφάρ Παναχί

Η νέα ταινία του Τζαφάρ Παναχί ξεκινά σαν μια «συνηθισμένη» ταινία μυθοπλασίας, στην οποία ένα ζευγάρι Ιρανών που βρίσκεται παράνομα στην Τουρκία, επιτέλους κατορθώνει να αποκτήσει τα πλαστά διαβατήρια που θα τους επιτρέψουν να εγκαταλείψουν την χώρα. Και παρά τον σύντομο χρόνο που περνάς ακολουθώντας την ιστορία τους στην οθόνη, προφταίνεις να εμπλακείς στην ιστορία τους, κάτι που λέει πολλά για τον τρόπο που ο Παναχί κατορθώνει να κινηματογραφεί την ανθρώπινη κατάσταση και τις εκφάνσεις της. Γρήγορα όμως ανακαλύπτεις πως αυτό που παρακολουθείς, δεν είναι παρά τα γυρίσματα μιας ταινίας, που ο Τζαφάρ Παναχί ενορχηστρώνει από μακριά, από ένα χωριό στα σύνορα του Ιράν με την Τουρκία, όπου έχει μετακομίσει προκειμένου να είναι όσο πιο κοντά μπορεί στο συνεργείο και τους πρωταγωνιστές του. Προσπαθώντας να σκηνοθετήσει το φιλμ και να κατευθύνει την δράση μέσω διαδικτύου, αναζητά σήμα ανεβαίνοντας συχνά στην ταράτσα του σπιτιού όπου κατοικεί, κάτι που αρχικά κινεί το ενδιαφέρον των κατοίκων του χωριού, αλλά στη συνέχεια κινητοποιεί την δυσπιστία τους.

O Τζαφάρ Παναχί εξακολουθεί να κάνει σινεμά (για το σινεμά και τη ζωή) με λόγο ύπαρξης.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Οπως όλες σχεδόν οι τελευταίες ταινίες του Παναχί, έτσι κι αυτή θολώνει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, μεταμορφώνοντας το φιλμ σε ένα meta film που μιλά για πολλά περισσότερα από όσα βλέπεις στην οθόνη. Την θέση του ίδιου και του σινεμά του στην ευρύτερη ανθρωπογεωγραφία της χώρας του, την ευθύνη του δημιουργού απέναντι στο έργο του, αλλά και στους ανθρώπους που τον βοηθούν να το δημιουργήσει, ή στις ιστορίες που λέει, τα αόρατα ή πολύ χειροπιαστά εμπόδια και σύνορα που οφείλεις να ξεπεράσεις, για να δημιουργήσεις κάτι που έχει λόγο ύπαρξης.

about dry grasses

Ξερά Χόρτα (About Dry Grasses) του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν

Ο Σαμέτ δεν ελπίζει πια. Το μόνο που θέλει είναι να φύγει επιτέλους από το χωριό στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, περιμένοντας μια μετάθεση στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος της υποχρεωτικής θητείας του στην περιφέρεια. Δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο με μεγάλο ποσοστό κουρδικού πληθυσμού, κάνει όσα ορίζει το λειτούργημά του, αλλά αντιμετωπίζει την εργασιακή καθημερινότητά του μάλλον με αδιαφορία και κυνικότητα και με μοναδικά ψήγματα αληθινής εσωτερικής αναζήτησης και όποιου συναισθηματισμού τις υπέροχες φωτογραφίες που βγάζει από τη ζωή στην Ανατολία και την προτίμηση που έχει για μια μαθήτρια, τη Σεβίμ.

Ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν επιστρέφει, αναζητώντας στα «ξερά χόρτα» την Ανοιξη μιας ολόκληρης χώρας. Με ακόμη μια πολύτιμη πράξη επικής διάρκειας και ενδοσκόπησης μιας ολόκληρης χώρας και των ανθρώπων της, βραβευμένη στις Κάννες για την εξαιρετική του πρωταγωνίστρια. Επίσημη υποβολή της Τουρκίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Ολες οι σκηνές του (ακόμη και οι πιο φλύαρες ή χωρίς λόγο προφανείς) είναι αυστηρά μελετημένες, το φρέσκο που συνθέτει ανοίγει συχνά τόσο που περιλαμβάνει θέματα που μένουν στον αέρα και σκιές στις προσωπικότητες των ηρώων του που μένουν σκιές, ωστόσο με μια πυκνή μελαγχολία που διαπερνά ολόκληρο το φιλμ, ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν φτάνει με αυτήν την ταινία σε μια ωριμότητα ενός καλλιτέχνη που, σε μετωπική με μια χώρα (και ένα κόσμο) που αποξηραίνει τους ανθρώπους, προσπαθεί εναγωνίως να βρει την Ανοιξη και το Φθινόπωρο που λείπουν για να γίνουν οι εποχές τέσσερις και έτσι να επέλθει μια κάποια ισορροπία στην (ανθρώπινη) Φύση. Μια ευθεία γραμμή δηλαδή αναζητά, που να συνδέει το ατομικό με το συλλογικό, τη ματαιότητα με την ελπίδα, την προσκόλληση στο παρελθόν με το όνειρο του μέλλοντος, όσα ενώνουν τους ανθρώπους περισσότερο από όσα τους χωρίζουν, πριν συνειδητοποιήσει ξανά πως ακόμη και σε μια στέπα που δεν μοιάζει να εκτείνεται στο άπειρο υπάρχει τελικά ελάχιστος χώρος για να ελπίζεις.

the whale

Η Φάλαινα (The Whale) του Ντάρεν Αρονόφσκι

Ο Τσάρλι του Μπρένταν Φρέιζερ (σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και δεκάδες κιλά επιπλέον προσθετικών) δουλεύει ως καθηγητής online μαθημάτων συγγραφής από το σπίτι. Δεν ανοίγει ποτέ την κάμερα όταν παραδίδει το μάθημά του, αρνούμενος να δείξει στην τάξη του τον αληθινό του εαυτό: ο Τσάρλι είναι ακραία παχύσαρκος, αποκομμένος από την ζωή και γεμάτος τύψεις και βαριές αναμνήσεις από μία ζωή που πολύ πιθανόν να φτάνει στο τέλος της. Κατά την διάρκεια πέντε ημερών, στο σπίτι που αποτελεί τα τελευταία χρόνια και ολόκληρο τον κόσμο του, ο Τσάρλι θα δεχτεί τις επισκέψεις της μοναδικής φίλης του με την οποία τον συνδέει μια κοινή τραγωδία (Χονγκ Τσάου), της απόμακρης κόρης του με την οποία ίσως πλέον κάθε δεσμός έχει καταστραφεί (Σέιντι Σινκ), ενός νεαρού ιεροκήρυκα που μοιάζει να είναι εξίσου χαμένος με εκείνον και, φυσικά, της πρώην γυναίκας του που, αν και χρόνια μετά τον χωρισμό τους, δείχνει να διατηρεί την δική της μοναδική θεώρηση των πραγμάτων (Σαμάνθα Μόρτον).

Πιστός στους κώδικες του, αλλά αποφεύγοντας τεχνηέντως τις παγίδες που επιφέρει το πάθος (του), ο Ντάρεν Αρονόφσκι είναι πιο ψύχραιμος από ποτέ, σε μια ταινία προορισμένη να στείλει τον Μπρένταν Φρέιζερ στα Οσκαρ.

Γράψαμε στο Flix (διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική):

Σε αυτό βοηθά σίγουρα η ερμηνεία ζωής του Μπρένταν Φρέιζερ, που δεν περιορίζεται στον εντυπωσιασμό της φυσικής παρουσίας του αλλά εμπλουτίζεται με τις εκφραστικές λεπτομέρειες, τον χρωματισμό της φωνής και μια μόνιμη αισιοδοξία που εμποδίζει την αφήγηση να παραδοθεί στην χυδαία μιζέρια και θλίψη. Πίσω από κάθε δραματικό επεισόδιο της ιστορίας, κρύβεται ένα φως αισιοδοξίας που αποδεικνύεται αναζωογονητικό τόσο για την ταινία αλλά και για το ίδιο τον Αρονόφσκι, ο οποίος δείχνει να βρίσκει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εκ φύσεως πληθωρική του περσόνα και έναν αυστηρά δομημένο θεατρικό κόσμο, ο οποίος με θαυμαστή ακρίβεια οδηγείται σε ένα φινάλε όχι μακριά από την αποθεωτική εικονογραφία του δημιουργού αλλά, παράλληλα, εντυπωσιακά ακριβές και καίριο.

Ανασκόπηση Flix 2023: Λίστες, καλύτερα, χειρότερα, βραβεία και ανασκόπηση της χρονιάς, στην ειδική ενότητα FLIXmas 2023 που ανανεώνεται καθημερινά