Ο τρόμος είναι η αίσθηση που επιβάλλουν όλες οι ως τώρα ταινίες του sui generis Ισπανού δημιουργού, χωρίς, ποτέ, να κάνει σινεμά τρόμου ή, για την ακρίβεια, σινεμά ενός είδους: είναι ο τρόμος για την ανθρώπινη κατάσταση, για τη διαφθορά, την έλλειψη επικοινωνίας, την ανισότητα, το μέλλον. Κι η νέα ταινία του, όχι απλώς συμβαδίζει μ' αυτό το πνεύμα, αλλά το κάνει και με τον πιο ώριμο, βαθύ, καθηλωτικό τρόπο.
Εχοντας ήδη δώσει δείγματα στιβαρών θρίλερ πολιτικής ή κοινωνιολογικής ματιάς με το «Κανείς δεν Μπορεί να μας Σώσει» του 2017 και τον «Έκπτωτο» του 2019 (λιγότερο με τον «Εξαφανισμένο», μια χρονιά αργότερα), ο Σορογκόγιεν εμπνέεται από μια πραγματική ιστορία και γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία με σασπένς αλλά και συνειδησιακή αγωνία, με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κανών, εννέα βραβεία Γκόγια (ανάμεσά τους και Καλύτερης Ταινίας) και το Ξενόγλωσσο Σεζάρ.
Κεντρικοί ήρωες ο Αντουάν και η Ολγκά, ένα ζευγάρι Γάλλων που, χρόνια νωρίτερα, ονειρεύτηκαν να ζήσουν και να δουλέψουν στη φύση, γι’ αυτό και μετοίκισαν σ’ ένα μικρό χωριό τής Γαλικίας όπου κι αγόρασαν ένα κομμάτι γης. Αυτό καλλιεργούν πεισματικά, με σύγχρονες μεθόδους, σε αντίθεση με τις απαρχαιωμένες τής κοινότητας, η οποία εισπράττει αυτή την πρακτική ως συγκατάβαση. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους να ενσωματωθούν στον τοπικό πληθυσμό, που φτάνουν ως το να μάθουν και τη γλώσσα, οι δυο τους δεν έχουν γίνει αποδεκτοί. Η Ολγκά μένει σιωπηλή στα μετόπισθεν, ο Αντουάν είναι ο «φραντσέζος». Οταν, μάλιστα, αρνούνται τη μετατροπή τής περιοχής σε αιολικό πάρκο, κάτι που θα έφερνε στους κατοίκους έσοδα και ενέργεια που έχουν ανάγκη, η αντιπάθεια γίνεται έκδηλη εχθρότητα. Οι ντόπιοι θέλουν, οι ξένοι είναι το εμπόδιο – και τα δυο αδέλφια που μένουν στη γειτονική φάρμα, κάτω από την επίβλεψη τής μητέρας τους, θ’ αναλάβουν να λύσουν το πρόβλημα. Ο Αντουάν, προοδευτικά όλο και πιο οργισμένος, καταγράφει κάθε συνάντηση με μια βιντεοκάμερα, όμως δεν θα βρει κανένα σύμμαχο στη διαμαρτυρία του.
Παρότι η βία, η σωματική δύναμη ή η σήψη της σάρκας «πρωταγωνιστούν» και στις άλλες ταινίες του Σορογκόγιεν, αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης αριστεύει σ’ ένα λιγότερο εφετζίδικο, πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό, αν και όχι λιγότερο στιλιζαρισμένο στην απλότητα και τα κοντινά του πλάνα φιλμ. Η συνύπαρξη και ο φόβος του ξένου συνδυάζονται, τόσο ρεαλιστικά, με τη σταδιακή έλλειψη φυσικών πόρων, ο «πολιτισμός» καταρρέει μπροστά στο ανθρώπινο ή/και ζωώδες ένστικτο, η οπισθοδρομική παράδοση υποσκελίζει την εξέλιξη, το διαφορετικό πρέπει να αφανιστεί, ο άντρας πρέπει να επιβληθεί, απέναντι στη γυναίκα, στον άλλο άντρα, στο πεπρωμένο του.
Με ένα εξαιρετικό καστ δευτεραγωνιστών, η Μαρίνα Φόις δίνει την πιο αιχμηρή, δωρική ερμηνεία της, αλλά είναι ο Ντενί Μενοσέ που, στο πρώτο μέρος του φιλμ τουλάχιστον, «μεταφράζει» όλα τα αδιέξοδα του ήρωά του μ' έναν συγκλονιστικό, σωματικό τρόπο, καθώς η πορεία του, μαζί και του σύγχρονου ανθρώπου, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι. Δυνατή, αποστομωτική με μια αίσθηση του μοιραίου, μια ταινία που αφήνει τη σφραγίδα της στη σεζόν, όπως σ' ένα ατίθασο, σημαδεμένο κτήνος.