Με αφετηρία το ομότιτλο υποψήφιο για όσκαρ μικρού του μήκους, το οποίο ενσωματώνει στην ολότητα του στα πρώτα 15 λεπτά του φιλμ, ο Ροντρίγκο Σορογκογιέν ξεκινά το “madre” με μια όλο και πιο έντονα κορυφούμενη αίσθηση αγωνίας και εσωτερικού τρόμου που καταλήγει σχεδόν τόσο ασφυκτική για τον θεατή όσο και για την ηρωίδα του: Η Έλενα βρίσκεται στο διαμέρισμα της στην Βαρκελώνη με την μητέρα της όταν το τηλέφωνο χτυπά και στην άκρη της γραμμής βρίσκεται ο 6χρονος γιος της Ιβάν. Ο οποίος είναι σε διακοπές με τον πατέρα του, αλλά που τώρα όσο της μιλά είναι μόνος του, δίχως τον μπαμπά του. Σε μια παραλία όπου δεν υπάρχει κανείς άλλος και που ο μικρός Ιβάν δεν ξέρει να ονομάσει. Και ο ήχος της μπαταρίας που τελειώνει ακούγεται κάθε τόσο απειλητικά. Κι ένας άντρας έρχεται από μακριά προς το μέρος του. Ένας άντρας που ο Ιβάν δεν γνωρίζει και από τον οποίο η μητέρα του του λέει να τρέξει να κρυφτεί. Και το τηλέφωνο σβήνει.

Από αυτή την αρχή, μια ταινία θα μπορούσε να ακολουθήσει πολλές διαφορετικές διαδρομές, αλλά ο Ροντρίγκο Σορογκογιέν διαλέγει την λιγότερο εύκολη και μαζί την πιο ενδιαφέρουσα. Κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο μας μεταφέρει δέκα χρόνια μετά στα δυτικά παράλια της Γαλλίας σε μια παραλία κοντά στο Μπιαρίτζ, μια παραλία σαν αυτή όπου ο Ιβάν εξαφανίστηκε κι όπου η Έλενα προσπαθεί να ξαναβρεί τον βηματισμό της ζωής της, ή ίσως να παραμείνει αφοσιωμένη στην μνήμη του γιου της. Δουλεύει σε ένα παραλιακό εστιατόριο, έχει έναν σύντροφο, αλλά μοιάζει να υπνοβατεί στην καθημερινότητά της, στοιχειωμένη ακόμη από το παρελθόν. Μέχρι την στιγμή που μια μέρα στην παραλία, βλέπει τον Ζαν, έναν δεκαεξάχρονο νεαρό που της θυμίζει τον γιο της και τον οποίο δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της. Όταν εκείνος θα ανακαλύψει ότι τον ακολούθησε ως το σπίτι του όπου βρίσκεται σε διακοπές με την οικογένεια του από το Παρισι, θα δείξει κι εκείνος ενδιαφέρον γι αυτή και σύντομα οι δυο τους θα έρθουν κοντά και θα δημιουργήσουν μια σχέση που θα ιδωθεί με καχυποψία τόσο από την οικογένεια του Ζαν, όσο κι από τον φίλο της Ελενα.

Η φύση αυτής της σχέσης και οι λόγοι που ο καθένας την αποζητά είναι σχεδόν τόσο ομιχλκώδεις όσο και η τύχη του μικρού Ιβάν, αφού ο Σορογκογιεν δεν ενδιαφέρεται να κάνει μια ταινία που να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ή γνώριμα αφηγηματικά σχήματα, μα να εξερευνήσει μια αχαρτογράφητη ψυχολογική περιοχή χτίζοντας ένα θρίλερ όπου η αγωνία είναι συναισθηματική και σχεδόν υπαρξιακή. Με ένα καλοκουρδισμένο σενάριο που σε αναγκάζει να προσπαθείς συνεχώς να μαντέψεις τι θα ακολουθήσει και σε κρατά σε μια συνεχή αμφιβολία για τις προθέσεις και τις πράξεις των ηρώων του, ο “Εξαφανισμένος” γίνεται μια σχεδόν μεταφυσική ταινία τρόμου κι μια ακατάτακτη ιστορία αγάπης όπου η ηθική, τα πρέπει, οι ρόλοι ανατρέπονται.

Χτισμένη πάνω σε χαρακτήρες που μπορεί να μην καταλαβαίνεις μα που πιστεύεις απόλυτα, σε σεκάνς που η κάθε μια διατρέχει την δική της συναρπαστική διαδρομή βυθίζοντας μας ακόμη πιο βαθιά σε μια γεμάτη αμφιβολίες και ασάφεια περιοχή η ταινία βρίσκει στην ερμηνεία της Μάρτα Νιέτο το αληθινό της κέντρο βάρους. Αποτελώντας έναν κάθε άλλο παρά αξιόπιστο οδηγό σε μια ταινία που στοχεύει ούτως ή άλλως να σε αποσταθεροποιήσει η Νιέτο μας παρασύρει σε έναν κλειστοφοβικό συναισθηματικό και ψυχολογικό κόσμο απ όπου η έξοδος δεν μοιάζει προφανής και που σε καμία περίπτωση δεν θα βγεις αλώβητος.