Η νέα ταινία του Ισλανδού, με σπουδές και πρώτα βήματα στη Δανία, Χλινούρ Παλμασόν, μετά τα «Winter Brothers» και «A White, White Day», φέρνει στο νου δεκάδες αναφορές. Μία πραγματική: η ταινία βρήκε την έμπνευσή της, όπως μας πληροφορεί η κάρτα της αρχής, σε επτά υπαρκτές φωτογραφίες που τράβηξε ένας Δανός ιερέας κι αυτές, πρώτες στην Ιστορία, αποτύπωσαν τη νοτιοανατολική ακτή τής χώρας. Πολλές κινηματογραφικές: πρώτη και καλύτερη την προτεσταντική αυστηρότητα του Ντράγιερ˙ την εμβύθιση στο μυστικισμό τής φύσης του «Φιτζκαράλντο» του Χέρτσογκ, ή του «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόπολα˙ την αποικιοκρατική υπεροψία και τη σύγκρουση του Θείου με το ανθρώπινο του «There Will Be Blood» του Πολ Τόμας Αντερσον˙ την αμφισβήτηση τής πίστης του ανθρώπου τού Θεού του «Silence» του Σκορσέζε. Κι όμως, ο Παλμασόν δεν έχει ανάγκη καμία αναφορά, γιατί το υλικό τής ιδιοσυγκρασιακής, πανέμορφης ταινίας του, του το δίνει η αέναη μάχη της θρησκείας με το σώμα, της εκκλησίας με την παρόρμηση, του κατακτητή με τον επαναστάτη, του ταπεινού ανθρώπου με τη μεγαλειώδη φύση.

Διαβάστε τη συνέντευξη: Χλινούρ Παλμασόν | «Για μένα μια ταινία είναι πάντα και μια ανακάλυψη του ίδιου μου του εαυτού.»

Με επίσημη πρεμιέρα στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών και πολλά ακόμα βραβεία (Καλύτερης Ταινίας στο τμήμα Zabaltegi στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Σικάγο), αυτό είναι ένα sui generis «ταξιδιωτικό» στον 19ο αιώνα, στην αλλόκοτη φύση της Ισλανδίας, με οδηγό έναν ιερέα που, απρόθυμα, ποτίζεται με την ιδέα τής αποικιοκρατίας, ως άμυνα απέναντι στο διαφορετικό ή το απρόσιτο. Ο Λούκας είναι ο Δανός ιερέας που στέλνεται από τη Λουθηρανική Εκκλησία να κηρύξει το λόγο του Θεού και να χτίσει μια εκκλησία στην ερημιά της Ισλανδίας του 1800, υποτελούς και τότε αλλά και ως τον Β’ Παγκόσμιο στη Δανία. Ο Λούκας είναι, αρχικά, πρόθυμος να «καταλάβει» τους ιθαγενείς, να μάθει και τις δεκάδες λέξεις που χρησιμοποιούν για τη «βροχή», να αποτυπώσει τοπία και ανθρώπους. Για να το καταφέρει, μάλιστα, αυτό, σηκώνει το δικό του «σταυρό», μια πρώιμη φωτογραφική μηχανή με υγρές πλάκες, ένα ογκώδες, δυσκίνητο, βαρύ και δυσλειτουργικό κατασκεύασμα, εμπόδιο στον κάθε του σταθμό.

Αλλά η φύση τής Ισλανδίας δεν είναι εξίσου πρόθυμη να τον φιλοξενήσει: ανάμεσα στο παγερό κρύο και την καυτή λάβα που ξερνά η γη, ο Λούκας θα νιώσει εγκαταλελειμμένος από τον Θεό του και θα μεταμορφώσει την απελπισία του σε υπεροψία απέναντι στους ντόπιους. Καθώς μία προς μία οι βεβαιότητες τού Λούκας καταρρίπτονται, καθώς το σώμα δοκιμάζει την αντοχή του στα φυσικά στοιχεία, στη βία, στον έρωτα, το πνεύμα, ευάλωτο, αναζητά σιγουριά στην ιδέα τής υπεροχής και στις βολικές προκαταλήψεις.

Σαν αυτές, τις πρώτες φωτογραφίες που τραβά ο Λούκας, η ταινία έχει τετράγωνο φορμά, academy, με στρογγυλεμένες άκρες, που ούτε στιγμή δεν μοιάζει επιτηδευμένο, παρότι είναι. Ο ρυθμός της είναι κοπιώδης σαν τη διαδρομή του Λούκας, χωρίς στιγμή να γίνεται αργός, παρά τη μεγάλη διάρκεια του φιλμ: είναι η εσωτερική ορμή του τόσο μεγάλη που ο θεατής παρακολουθεί λαχανιασμένος. Μαζί και την υπερβατική ισλανδική φύση, παραμυθένια κι εφιαλτική, γεμάτη μαγικά ξεσπάσματα και λυτρωτικά νερά, μ’ ένα υπερφυσικό στοιχείο πιο δυνατό, πιο αρχέγονο απ’ όποια ιδέα υπηρέτησης ενός Θεού με απαιτήσεις «πολιτισμού».

Με τον ίδιο τρόπο, όσο προσεκτικός κι αν είναι ο Παλμασόν με τη λεπτομέρεια – το καδράρισμά του που, σιγά-σιγά, υποδαυλίζει τον αρχικά συγκροτημένο Λούκας, τη χρήση του φωτός και του σκοταδιού, τον ήχο ενός εξωγήινου τόπου, ο θεατής δεν παρατηρεί τα συστατικά, βυθίζεται στον ολοζώντανο αλλά και τόσο εγκεφαλικό κόσμο που περικλείει τον άνθρωπο του Θεού, σε μια χώρα που σίγουρα δεν είναι η δική Του.

Εξαντλητική με τον ομορφότερο, πιο γόνιμο τρόπο, ταυτόχρονα εξωτική και οικεία, σίγουρα ανοικονόμητη αλλά τόσο συναρπαστική που δεν προλαβαίνεις να το συνειδητοποιήσεις, συγκινητική, κατά στιγμές χιουμοριστική και μαζί σκοτεινή, αυτή η «Χώρα τού Θεού» είναι πολύτιμο σύγχρονο σινεμά και, ταυτόχρονα, μια αποτύπωση τής ακόμα προς εξερεύνηση σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, της τέχνης με το αντικείμενό της, της αυθυπαρξίας απέναντι στην εξουσία.