Από το πρώτο πλάνο του «Winter Brothers» γινόταν σαφές ότι το σινεμά του Χλινούρ Πάλμασον έχει μεγαλύτερη συγγένεια με τον κόσμο των πλαστικών τεχνών και της video art - από τον οποίο άλλωστε κατάγεται - παρά με την παράδοση ενός συνηθισμένου αφηγηματικού σινεμά. Στο «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα», ο Ισλανδός σκηνοθέτης προχωρά βαθύτερα στην περιοχή μιας πιο κλασικής κινηματογραφικής γλώσσας, αλλά και πάλι επιλέγει να «μιλήσει» με ένα ξεκάθαρα δικό του, συχνά συναρπαστικό συντακτικό.
Και είναι εκείνες οι στιγμές που δίνουν στην καινούργια του ταινία το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής της, και με κάποιο τρόπο «μεταφράζουν» το συναισθηματικό τοπίο του ήρωά του, Ινγκιμούντουρ, ενός αστυνομικού που περιγράφει τον εαυτό του στον ψυχολόγο του στον οποίο αναγκάζεται να πάει με τις λέξεις «άντρας, αστυνομικός, πατέρας, χήρος». Η γυναίκα του έχει πεθάνει σε ένα αυτοκινητιστικό - μια σκηνή που ανοίγει την ταινία και στοιχεία της επανέρχονται στην διάρκειά της κι ο Ινγκιμούντουρ δεν έχει ξεπεράσει ακόμη την απώλειά της.
Μεταμορφώνοντας σε σπίτι μια παλιά αποθήκη που κληρονόμησε από τον πατέρα του, περνά πολύ χρόνο με την νεαρή εγγονή του σε μια ήρεμη συναισθηματική βύθιση στη θλιψη, μέχρι την στιγμή που στο μυαλό του μπαίνει η υποψία ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Κι ο Ινγκιμούντουρ δεν θα σταματήσει σε τίποτα μέχρι να μάθει την αλήθεια με καθε τρόπο, φτάνοντας στα άκρα και βάζοντας στην πορεία σε κίνδυνο την ψυχική του υγεία, την ίδια του τη ζωή αλλά και την ζωή άλλων.
Ομως ακόμη κι αν το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» είναι η ιστορία ενός, σιωπηλού, στιβαρού, αληθινά αποφασισμένου άντρα δεν είναι η ιστορία αναζήτησης μιας δικαίωσης ή μιας εκδίκησης, αλλά μάλλον ένα ταξίδι στην πυκνή ομίχλη της θλίψης, μια άτσαλη απόπειρα διαχείρισης μιας απώλειας το κενό της οποίας μοιάζει αχανές.
«Οι νεκροί μπορούν ακόμη να μιλήσουν με τους ζωντανούς κάποιες μέρες που ο ουρανός κι η γη είναι τόσο λευκά ώστε δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο» είναι το μότο που ανοίγει την ταινία και στην συνέχειά της ανακαλύπτεις πως με κάποιο τρόπο το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» είναι μια ιστορία φαντασμάτων.
Κι ένα φιλμ που μαζί με τον πρωταγωνιστή της σε αποπροσανατολιζει όλο και περισσότερο οδηγώντας σε μια συναισθηματική περιοχή όπου τίποτα δεν είναι αληθινά αναγνωρίσιμο κι όπου ακόμη και η «κάθαρση» όταν έρχεται υπό τους ήχους του θριαμβευτικά μελαγχολικού «Memories» του Λέοναρντ Κοέν δεν μοιάζει στην πραγματικότητα με τέτοια.
Σκοτεινή, αλλά όχι δίχως χιούμορ - κρύο, μαύρο (ή ίσως απόλυτα λευκό), σκανδιναβικό χιούμορ - με ξεσπάσματα βίας και στιγμές ποίησης - ο χρόνος που περνά σε μια αρχική σεκάνς είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που είδαμε πρόσφατα στο σινεμά και μια πέτρα που κυλά σε μια πλαγιά μπορεί να σε συγκλονίσει, το «Μια Λευκή, Λευκή Μέρα» μπορεί να μην φτάνει τα επίπεδα της εντύπωσης που άφησε το «Winter Brothers», αλλά δεν παύει να είναι μια ιδιαίτερη, αξιοπρόσεκτη, ξεχωριστή ταινία.