Με πρεμιέρα στο DOC NYC και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, λίγα χρόνια μετά τη «Μάνα», η Βάλερυ Κοντάκου παρουσιάζει το νέο της ντοκιμαντέρ, μια από αυτές τις ταινίες με την ιδανική ισορροπία συναρπαστικού αντικειμένου, καθηλωτικής παρουσίασης τής Ιστορίας και μιας τρυφερής ουσίας για τ' ανθρώπινα, μια απ' αυτές που σε διασκεδάζουν και εκπλήσσουν όσο τις βλέπεις και σε συγκινούν για πάντα.
Διαβάστε τη συνέντευξη: Η Βάλερυ Κοντάκου πιστεύει πως πρέπει να λες την καλύτερη ιστορία που μπορείς και με τον πιο συναρπαστικό τρόπο. Με κάθε τίμημα.
Ηρωίδα της ταινίας είναι η Τσέλι - μια Εβραιοπούλα τής Θεσσαλονίκης που, στις αρχές του Β' Παγκόσμιου, μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη, την ώρα που το σόι της οδηγούνταν στα τρένα για το Αουσβιτς. Εκεί, σιγά-σιγά, έφτιαξε τη δουλειά της ξεκινώντας από μια καντίνα, αγόρασε μία-μία κινηματογραφικές αίθουσες, άρχισε να προβάλλει προσοδοφόρα πορνό, έγινε βασίλισσα των τσοντάδικων της Times Square αλλά και της gay και εναλλακτικής σκηνής του '70 και του Αντι Γουόρχολ, έφτιαξε έναν κύκλο από «αριστοκρατία» και υπόκοσμο, ταυτόχρονα κράτησε γύρω της ζωντανή την οικογενειακή εστία, παράλληλα με τις δικές της λεσβιακές σχέσεις και, γενικώς, συναγωνίστηκε με την ίδια ορμή τον κόσμο που, παρουσία της, άλλαζε πρόσωπο.
Εκπληκτικό υλικό έχει η Κοντάκου για να δουλέψει, home movies, μια συνέντευξη της Τσέλι, φωτογραφίες αρχείου συγκινητικές, τα παιδιά και τους συνεργάτες τής Τσέλι που μιλούν και συμπληρώνουν το sui generis πορτρέτο της, μαζί κι ένα διασκεδαστικό animation αλά Σιλβέν Σομέ που νιώθουμε ότι παγιδεύει την παιχνιδιάρικη, αταξινόμητη προσωπικότητά της. Για μια πολύ προσωπική ιστορία μιλά η ταινία αλλά, μαζί, τόσο καθηλωτικά συμπεριληπτική. Αυτή είναι μια ταινία για... όλη την οικογένεια, όταν η οικογένεια είναι οι άνθρωποι που γεννάς και οι άνθρωποι που επιλέγεις να σε περιβάλλουν. Για τη δύναμη τής κοινότητας και το πώς αυτή μπορεί ν' αλλάξει την αίσθηση της αποδοχής, αλλά και τη ροή των πραγμάτων. Για έναν άνθρωπο που τόλμησε να ζήσει έξω από κάθε νόρμα, ν' ανατρέψει κάθε στερεότυπο, χωρίς ποτέ να το κάνει ζήτημα, στηρίζοντας, ταυτόχρονα, υλικά και συναισθηματικά τους ανθρώπους της.
Σαν την Τσέλι, έτσι και το σινεμά καμιά φορά είναι ο τόπος που αγκαλιάζει κάθε άνθρωπο, κάθε επιθυμία, κάθε διαφορετικότητα. Και σαν την Τσέλι, που στα σινεμά της κάθε Κυριακή έπαιζε ελληνικές ταινίες, «πάντα μια κωμωδία και μια στενάχωρη», έτσι κι η ζωή φέρνει αυτά τα δυο κοντά-κοντά, περιμένοντας από τούς ξεχωριστούς της ανθρώπους να δείξουν το δρόμο. Με λίγο κλάμμα, λίγο γέλιο και πληθωρική αγάπη.