Το 1962 μια παρέα ανήλικων κοριτσιών έγινε πρωτοσέλιδο στον Τύπο της εποχής, καθώς έφυγαν από τα σπίτια τους για να κλειστούν σε μοναστήρι. Ομως κάθε φορά που το έσκαγαν, οι γονείς τους τις έφερναν πίσω με το ζόρι, μέχρι που τα κατάφεραν στην τρίτη τους απόπειρα, όταν πλέον είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους. Σκοπός τους ήταν, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, να δημιουργήσουν ένα Ιδρυμα στα πρότυπα του Ιδρύματος Πεσταλότσι της Ελβετίας ώστε να προσφέρουν καταφύγιο σε παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά. Μισό αιώνα αργότερα, οι πρωτεργάτιδες του Λυρείου Παιδικού Χωριού συνεχίζουν να περιθάλπουν και να φροντίζουν παιδιά χωρίς βοήθεια από το κράτος και την Εκκλησία.

Η ιστορία των κοριτσιών που κατάφεραν τελικά να πραγματοποιήσουν το όχι προφανές ονειρό τους είναι από τη φύση της κινηματογραφική, αν σκεφτεί κανείς πως τα περισσότερα περιστατικά καταφυγής στα μοναστήρια πίσω στη δεκαετία του '60 υπήρξαν περισσότερο περιπτώσεις ανάγκης και όχι επιθυμίας. Το πραγματικό κινηματογραφικό ενδιαφέρον όμως του να μπορέσεις να εισβάλλεις με την κάμερα σου στο Λύρειο Παιδικό Χωριό στο Μάτι της Αττικής κρύβεται περισσότερο στο γεγονός πως οι ηρωίδες αυτής της καθημερινότητας είναι από τη φύση τους... σινεμά.

Η Βάλερι Κοντάκος τις κινηματογραφεί, χωρίς να κρύβει το θαυμασμό της όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο παρέμειναν πιστές στο οραμά τους εδώ και πενήντα χρόνια, αλλά κυρίως για την πίστη τους πως το πραγματικό θεάρεστο έργο τους πηγάζει λιγότερο από δόγματα και μοναστικούς κανόνες και περισσότερο στην ίδια τους την αγάπη για τα παιδιά σε παράλληλη δράση με τη δική τους επαναστατική πράξη αυτοδιάθεσης έξω από την ομπρέλα της εκκλησίας ή του κράτους.

Τα κομμάτια της καθημερινότητάς τους είναι αφοπλιστικά, αναπάντεχα, τρυφερά και αστεία, καθώς μπαίνοντας βαθύτερα στην ουσία του έργου τους έχεις σταματήσει από ώρα να παρακολουθείς τη ζωή σε ένα μοναστήρι ή ένα ενημερωτικό ντοκιμαντέρ για ένα ίδρυμα και ανοίγεις το βλέμμα σε μια εναλλακτική οικογένεια από αυτές που η κοινωνία τείνει να περιθωριοποιεί δοκιμάζοντας ανεπιτυχώς την πολυδιαφημισμένη ανεκτικότητά της.

Σίγουρη πως η καταγραφή των ημερών στο Λύρειο Παιδικό Χωριό είναι πιο δυνατή από οποιδήποτε talking head θα υπογράμμιζε την «προσφορά» των μοναχών και πως η εικόνα παιδιών διαφορετικών ηλικιών που αποκαλούν όλες τις μοναχές «Μάνα» σε μια κατεδάφιση του αξιώματος «μάνα είναι μόνο μια», η Βάλερι Κοντάκος στέκεται διακριτικά στην τρυφερή σχέση των γυναικών με τα παιδιά, στις προσπάθειές τους να αναζητήσουν τους σωστούς τρόπους διαπαιδαγώγησης, σε μια πραγματικά απολαυστική σκηνή πρόβας νυφικού και στη νομοτέλεια των πραγμάτων που βρίσκει αργά ή γρήγορα κάθε μάνα να πρέπει να αποχωριστεί το παιδί της, όταν αυτό αποφασίζει - όπως οι ίδιες οι μοναχές έκαναν κάποτε, προκαλώντας το κοινό αίσθημα - να βγει μόνο του στην πραγματική ζωή.

Είναι αδύνατον να μην συγκινηθείς όταν μία από τις μοναχές κοιτάζει τα παιδιά της με τη βεβαιότητα πως έγινε «μάνα» περισσότερο από πολλές άλλες, όπως είναι αδύνατον να μην νιώσεις τη συγκινητική ελαφρότητα με την οποία κινείται η ζωή στο Παιδικό Χωριό, ενώ οι κατοικοί του (συμπεριλαμβανομένων και των μοναχών) είναι χαμένα παιδιά που αργά ή γρήγορα στη ζωή τους ανακάλυψαν την ορθή έννοια του όρου «οικογένεια». Με την ίδια μελαγχολική ελαφρότητα στο βλέμμα της, η Βάλερι Κοντάκος τους προσφέρει κάτι περισσότερο από μια... δικαίωση.