Στην απέραντη χιονισμένη στέπα της Ανατολίας, εκεί όπου υπάρχουν μόνο δύο εποχές - χειμώνας και καλοκαίρι - και η Φύση δεν προλαβαίνει να πρασινίσει, βίαια ξερή πριν καλυφθεί πάλι με πυκνό χιόνι, οι ήρωες της νέας ταινίας του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν αναζητούν ένα χώρο να ανήκουν, ένα νόημα για να συνεχίσουν, μια δική τους εποχή μέσα στην οποία - ξεγελώντας τη νομοτέλεια - θα μπορέσουν να ανθίσουν.
Ο Σαμέτ, ωστόσο, δεν ελπίζει πια. Το μόνο που θέλει είναι να φύγει επιτέλους από το χωριό στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, περιμένοντας μια μετάθεση στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος της υποχρεωτικής θητείας του στην περιφέρεια. Δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο με μεγάλο ποσοστό κουρδικού πληθυσμού, κάνει όσα ορίζει το λειτούργημά του, αλλά αντιμετωπίζει την εργασιακή καθημερινότητά του μάλλον με αδιαφορία και κυνικότητα και με μοναδικά ψήγματα αληθινής εσωτερικής αναζήτησης και όποιου συναισθηματισμού τις υπέροχες φωτογραφίες που βγάζει από τη ζωή στην Ανατολία και την προτίμηση που έχει για μια μαθήτρια, τη Σεβίμ.
Ζώντας διαρκώς σε μια μεταβατική φάση, κάπως σαν φοιτητής που περιμένει να αρχίσει η κανονική του ζωή, συγκατοικεί με τον Κενάν ο οποίος συνεχίζει να αγνοεί, αν και κατά βάθος θα το επιθυμούσε, τις επιθυμίες της μητέρας του να παντρευτεί και να φτιάξει μια ζωή οικογενειάρχη στην πατρίδα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στην ίδια μεταβατική φάση βρίσκεται και η Νουράι, μια δασκάλα στη διπλανή πόλη που μετά από ένα ατύχημα που της κόστισε το πόδι της, έχει εγκαταλείψει την ακτιβιστική ζωή της και, ανεπιθύμητη από την οικογένειά της λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων, βρίσκει μια κάποια ασφάλεια στην ησυχία της Ανατολίας. Οι τρεις τους θα συναντηθούν σε ένα παράδοξο ερωτικό τρίγωνο, εκπρόσωποι μιας γενιάς που κοιτάζει την Τουρκία προς τα πίσω, κατάματα στο σήμερα, χωρίς να βρίσκει κάποια, έστω και ελάχιστη, ελπίδα στο μέλλον.
Η μυθιστοριογραφία του Τζεϊλάν θα αναπτυχθεί στους γνωστούς πλέον σήμα κατατεθέν ρυθμούς των μεγάλων διαλογικών σκηνών που διαρκούν τόσο ώστε να κορυφώνονται δίνοντας το βήμα στις επόμενες. Και θα καλύψει μια σειρά από θέματα που όλα στρέφονται γύρω από την αιώνια σύγκρουση του ατομικού με το συλλογικό: ποια είναι τελικά η θέση μας απέναντι στα πράγματα, απέναντι στις μικρές ανθρώπινες αδυναμίες (και τα δυσδιάκριτα όριά τους), απέναντι στην υποκρισία για την οποία πάντα κατηγορούμε το σύστημα ενώ στην πραγματικότητα ενυπάρχει βαθιά ριζωμένη σε όλους μας, απέναντι σε έναν κόσμο που απαιτεί να συμμετέχεις ακόμη κι όταν κάθε συμμετοχή σου είναι ένας διαρκής αγώνας με την ήττα.
Σε μια διάρκεια που απλώνεται στα 197 λεπτά, το εξαντλητικό εδώ δεν είναι ο χρόνος που περνά - σε μια από τις πιο συναρπαστικές αφηγηματικές στιγμές της φιλμογραφίας του Τζεϊλάν, εφάμιλλη του «Κάποτε στην Ανατολία» - αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Τούρκος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τις χωρίς εξάρσεις αλλά με βάθος ανατόμου δραματικές τροπές της ιστορίας του για να χτίσει στην πραγματικότητα το πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας σε limbo.
Δεν χρησιμοποιεί τυχαία ως κέντρο της ιστορίας του ένα σχολείο, δίνοντας το στίγμα ενός ολόκληρου συστήματος που λειτουργεί με κανόνες αλλά χωρίς ουσιαστική «εκπαίδευση». Δεν επιλέγει τυχαία για κεντρικό πρωταγωνιστή, καλύτερα αντι-ήρωα, έναν νιχιλιστή δάσκαλο (συνεχίζοντας την αφήγηση της «Αγριας Αχλαδιάς») που δεν συμπαθείς εύκολα όσο κι αν σε στιγμές ταυτίζεσαι μαζί του. Δεν επιλέγει ευκαιριακά να ανοίξει ξανά και ξανά τη μεγάλη συζήτηση γύρω από την πατριαρχία και την κατάχρηση εξουσίας δίνοντας έμφαση στη γυναικεία αυτοπεποίθηση που μοιάζει να μην χωράει ακόμη και σήμερα στην σκεπασμένη σαν το χιόνι από παράδοση Τουρκία. Δεν φέρνει σε μετωπική σύγκρουση τις δύο πλευρές μια διχοτομημένης χώρας που από τη μία καίγεται πολιτικά και από την άλλη παγώνει κάτω από την ερήμωση. Δεν σπάει μόνο για πλάκα (ή επειδή μπορεί) τον τέταρτο τοίχο σε μια από τις πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας, επιλέγοντας να θυμίσει στο θεατή πως όλη η ζωή είναι απλώς μια οπτική.
Ολες οι σκηνές του (ακόμη και οι πιο φλύαρες ή χωρίς λόγο προφανείς) είναι αυστηρά μελετημένες, το φρέσκο που συνθέτει ανοίγει συχνά τόσο που περιλαμβάνει θέματα που μένουν στον αέρα και σκιές στις προσωπικότητες των ηρώων του που μένουν σκιές, ωστόσο με μια πυκνή μελαγχολία που διαπερνά ολόκληρο το φιλμ, ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν φτάνει με αυτήν την ταινία σε μια ωριμότητα ενός καλλιτέχνη που, σε μετωπική με μια χώρα (και ένα κόσμο) που αποξηραίνει τους ανθρώπους, προσπαθεί εναγωνίως να βρει την Ανοιξη και το Φθινόπωρο που λείπουν για να γίνουν οι εποχές τέσσερις και έτσι να επέλθει μια κάποια ισορροπία στην (ανθρώπινη) Φύση. Μια ευθεία γραμμή δηλαδή αναζητά, που να συνδέει το ατομικό με το συλλογικό, τη ματαιότητα με την ελπίδα, την προσκόλληση στο παρελθόν με το όνειρο του μέλλοντος, όσα ενώνουν τους ανθρώπους περισσότερο από όσα τους χωρίζουν, πριν συνειδητοποιήσει ξανά πως ακόμη και σε μια στέπα που δεν μοιάζει να εκτείνεται στο άπειρο υπάρχει τελικά ελάχιστος χώρος για να ελπίζεις.