Τα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο των σημαντικών καλλιτεχνών περιορίζονται συνήθως ακριβώς σε αυτό, δηλαδή σε βιογραφικά στοιχεία, παρουσίαση των κομβικών σημείων της καριέρας τους, αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις και κρίσεις για την αποτίμηση και την παρακαταθήκη των δημιουργιών τους. Όχι όμως ένα ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας.
Βέβαια, η βραβευμένη με Οσκαρ για το «Citizenfour» σκηνοθέτης καταφέρνει με το υπέροχο (από τον τίτλο και μόνο) «All The Beauty And The Bloodshed» να επιτύχει όλα τα παραπάνω αναφορικά με τη σπουδαία φωτογράφο Ναν Γκόλντιν, αλλά πηγαίνει πολλά πιο βήματα πιο πέρα με το πορτρέτο μιας καλλιτέχνη και ακτιβίστριας, που συνδυάζει το ατομικό τραύμα με το συλλογικό και δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Κάνει δηλαδή μια βαθιά πολιτική ταινία.
Για όσους τυχόν δεν τη γνωρίζουν, η Ναν Γκόλντιν είναι ένας ζωντανός θρύλος της φωτογραφίας και από τη δεκαετία του 70 αιχμαλωτίζει με το φακό καθημερινές, προσωπικές και πολύ προσωπικές στιγμές, δικές της, των συντρόφων της, των φίλων της και άλλων καλλιτεχνών, από τις συλλογικότητες και τις υποκουλτούρες, queer και μη, στις οποίες γαλουχήθηκε και έγιναν η δική της οικογένεια. Φωτογραφίες που ξεχειλίζουν από ωμή τρυφερότητα και άγρια ομορφιά, αφιερωμένες σε αυτούς που έζησαν και ζουν στο περιθώριο, που απαθανατίζουν το φαινομενικά ευτελές και το μετατρέπουν σε κάτι αφοπλιστικά και καταλυτικά ανθρώπινο.
Εκτός, όμως, από αυτό η Γκόλντιν είναι και μια δυναμική ακτιβίστρια και συνιδρύτρια, μετά την εξάρτηση της από τα οπιοειδή που σχεδόν της στοιχίσαν τη ζωή, της οργάνωσης P.A.I.N (Prescription Addiction Intervention Now), η οποία έχει σκοπό, ανάμεσα σε άλλα, όχι μόνο να ενημερώνει για τους κινδύνους των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων που προκαλούν τον εθισμό, κυρίως του OxyContin, το οποίο εγκληματικά χορηγούνταν αφειδώς για χρόνια οδηγώντας τελικά στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες Αμερικανών, αλλά και να φέρει αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη την υπεύθυνη για την κρίση οικογένεια των δισεκατομμυριούχων φαρμακοβιομηχάνων Σάκλερ, που γνώριζε από την αρχή τις παρενέργειες αλλά φυσικά τις αποσιώπησε. Οι Σάκλερ, μάλιστα, ξέπλεναν τα βρώμικα κέρδη τους με μια σειρά από γενναίες χορηγίες και δωρεές σε όλα σχεδόν τα σημαντικά μουσεία και ιδρύματα τέχνης των Η.Π.Α και διεθνώς. Κάτι έπρεπε να γίνει προκειμένου να αφυπνιστεί και κινηθεί ο καλλιτεχνικός και μη κόσμος. Και, ευτυχώς, η Ναν Γκόλντιν ήταν εκεί για να το κάνει.
Πάνω σε αυτό το δίπτυχο, η Πόιτρας χτίζει μεθοδικά και μαεστρικά κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία τεκμηρίωσης για τον διάλογο του έργου της Γκόλντιν με όλο το πολιτισμικό και πολιτικό συγκείμενο της εποχής του, υπογραμμίζει τις αντιστοιχίες και τις αντηχήσεις που είχαν όλα τα δραματικά γεγονότα της ζωής της πάνω σε μια ούτως ή άλλως βαθύτατα προσωπική και βιωματική καλλιτεχνική δημιουργία και μετατρέπει τον ίδιο τον ακτιβισμό σε τέχνη μέσα από τις ευφάνταστες δράσεις της οργάνωσης, συνθέτοντας τελικά έναν ύμνο για την αξία της συλλογικότητας και την μετουσίωση του τραύματος σε κινητήρια δύναμη για δράση και αλλαγή.
Τα τραυματικά παιδικά χρόνια στα βάθη της αμερικανικής suburbia και η αυτοκτονία της μεγαλύτερης αδερφής της Μπάρμπαρα, η οποία στιγμάτισε τη ζωή και το έργο της, η φυγή από το σπίτι και η γνωριμία με μια ομάδα απόκληρων που έγιναν έκτοτε η νέα της οικογένεια, η συνάντηση με τον Τζον Γουότερς και άλλες θρυλικές μορφές της underground σκηνής, οι κακοποιητικές σχέσεις και η σεξεργασία, η εκατόμβη του AIDS που αποδεκάτισε τους φίλους της, η αναγνώριση ενός έργου που απορρίφθηκε στην αρχή ως παρακμιακό, οι εξαρτήσεις και οι μάχες, ακόμα και ενάντια σε μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Αμερικής που θα μπορούσε να στοιχίσει την καριέρα της, εν ολίγοις «όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία» μιας απίστευτης ζωής που συνεχίζει να παλεύει και να εμπνέει, κάνουν αυτό το ντοκιμαντέρ κάτι παραπάνω από σημαντικό. Το καθιστούν απαραίτητο.