Ο 12χρονος Λεό μεγαλώνει σε μία ευτυχισμένη οικογένεια ανθοκόμων. Οι γονείς, ο μεγάλος αδελφός, αλλά και ο ίδιος καμιά φορά, καλλιεργούν, φροντίζουν, μαζεύουν τα άνθη από τα τριαντάφυλλα, τα χρυσάνθεμα, τις πεόνιες που πακετάρουν και προμηθεύουν τα αρωματοποιία. Ο Λεό έχει κι έναν δεύτερο «αδελφό» - τον Ρεμί. Γείτονας, καλύτερος φίλος, κολλητός, soulmate. Μαζί παίζουν φανταστικούς πολέμους, μαζί τρέχουν ανέμελοι ανάμεσα στα πολύχρωμα χωράφια, μαζί πάνε βόλτες με τα ποδήλατα, μαζί κυλιούνται στα γρασίδια, μαζί γελάνε, μαζί κοιμούνται (καθώς οι γονείς θεωρούν και τα δύο παιδιά «δικά τους» και τα φιλοξενούν), μαζί ονειρεύονται τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Μαζί μεγαλώνουν. Μέχρι που η πρώτη μέρα στο γυμνάσιο τα αλλάζει όλα. «Είστε ζευγάρι;» τους ρωτά η παρέα των συμμαθητών. «Δεν το λέμε για κακό, αλλά είστε πάντα τόσο...."κοντά"».
Η αλήθεια είναι αυτή. Η οικειότητα της αβίαστης αγάπη, αλλά και η αθωότητα της προεφηβείας, που ακόμα δεν απαιτεί ξεκαθαρισμένο σεξουαλικό προσανατολισμό (για ορισμένα παιδιά τουλάχιστον), δεν περνάει από φίλτρα: οι δυο τους αγκαλιάζονται, αγγίζονται, επιτρέπουν στα χέρια και τα κορμιά τους ένα «μαζί» που γρήγορα θα πρέπει να απαντηθεί σε όσους αναρωτιούνται από απέναντι.
Ο Ρεμί δεν δίνει σημασία σε αυτή την κουβέντα, ο Λεό όμως τρομάζει. Τι εννοούν; Οτι είναι αδελφές; Από που κι ως που; Πώς τολμούν; Είναι; Τι σημαίνει αυτό; Οι ερωτήσεις τρέχουν σιωπηλά, αλλά επιθετικά στο πληγωμένο του βλέμμα - πιο γρήγορα από ό,τι το μυαλό μπορεί να απαντήσει. Δεν έχει ακόμα τα εργαλεία να απαντήσει. Οπότε, ενστικτωδώς, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να απαρνηθεί το «κοντά», να σπρώξει το φίλο του «μακριά». Δεν τον περιμένει να πάνε μαζί σχολείο, δεν κάθεται μαζί του στα διαλείμματα, προσπαθεί να κάνει παρέα με «τα αγόρια», γράφεται στην ομάδα χόκεϊ στον πάγο. Ο Ρεμί εισπράττει την απόρριψη και αντιδρά καταλυτικά. Κι ο Λεό μένει με το βάρος της προδοσίας του, τις ενοχές, την απώλεια της φιλίας τους. Αλλά κι όλες τις παραπάνω ερωτήσεις για την δική του ταυτότητα ακόμα αναπάντητες.
Στο πολυβραβευμένο του «Κορίτσι», ο Λουκάς Ντοντ είχε προσεγγίσει με ευαισθησία, πάθος, ανοικτότητα μία έφηβη με ξεκάθαρο αίτημα: η τρανς μπαλαρίνα Λαρά ήξερε πολύ καλά ότι ήταν κορίτσι - ακόμα και μέσα στο προεφηβικό αγορίστικό της σώμα. Στο «Close», ο Ντοντ προσπαθεί να παρατηρήσει τι συμβαίνει όταν ένα παιδί δεν ξέρει ακόμα ποιος είναι, τι θέλει, τι ποθεί. Οταν δεν έχει περάσει από το μυαλό του να βάλει ταμπέλες στη σχέση του με ένα άλλο αγόρι. Είναι κολλητοί; Μπορεί. Είναι η αρχή ενός πρώτου έρωτα; Μπορεί. Είναι μία ανδρική φιλία; Μπορεί. Είναι εν δυνάμει εραστές; Μπορεί. Αγαπά τον Ρεμί, ο Ρεμί τον αγαπά. Αυτό ξέρουν μόνο. Και όσοι δεν είναι «κοντά» το έκαναν αυτό να μοιάζει παραβατικό.
Ο Ντοντ συνδυάζει το απίστευτο ταλέντο του να κλέβει ρεαλιστικές μικροστιγμές της ζωής (τις παρατηρεί και τις καταγράφει διακριτικά, ζεστά, ενδοσκοπικά, καρτερικά), με τον τρυφερό λυρισμό του (φυσικούς φωτισμούς που κάνουν πρόσωπα, δέρματα, κορμιά να χρυσαφίζουν από νιάτα) για να κατασκευάσει ένα γλυκόπικρο πορτρέτο ενηλικίωσης. Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Αγόρια και λουλούδια φωτίζονται, σκοτεινιάζουν, ανθίζουν, οι μίσχοι τους τροφοδοτούνται με αγάπη, στοργή, φροντίδα, αλλά κόβονται βίαια.
Παρόλο που το θέμα που καταπιάνεται είναι για άλλη μία φορά σπαρακτικό, ο Ντοντ κρατά την κάμερα με αυτοπεποίθηση κι οικονομία. Οι εντάσεις, οι συγκρούσεις, τα ξεσπάσματα συμβαίνουν απρόβλεπτα, φυσικά, χωρίς εκβιαστικά κοντινά. Ταυτόχρονα, τολμά να δείξει κάτι που σπάνια αποτυπώνεται στο σινεμά: μετά από τραγωδίες, η ζωή συνεχίζεται - ξυπνάμε, κοιμόμαστε, δουλεύουμε, τρώμε, μιλάμε, γελάμε, αναπνέουμε. Λουλούδια ξεριζώνονται και νέα λουλούδια φυτεύονται. Μαθαίνουμε να ζούμε με τις τρύπες στην καρδιά μας.
Κι αν ο σκηνοθέτης προσφέρει το ιδανικό κλίμα για να καλλιεργηθούν οι ηθοποιοί του, στους ηθοποιούς του με τη σειρά του χρωστά το συναισθηματικό άνθισμα της ταινίας. Από τον διάφανο, απαλόσαρκο Γκουστάβ Ντε Βελ στο ρόλο του Ρεμί, μέχρι την ζεστή, νατουραλιστική Εμίλ Ντεκέν (τη «Ροζέτα» των αδελφών Νταρντέν) στο ρόλο της μητέρας του, όλοι οι ηθοποιοί του ανοίγουν γενναιόδωρα τα πέταλά τους, πλημμυρίζουν τις αισθήσεις με λεπτά αρώματα.
Αυτός που κλέβει την παράσταση όμως είναι ο μικρός του πρωταγωνιστής. Ο Ιντεν Νταμπρίν χρησιμοποιεί το νεανικό του, γεμάτο ενέργεια, κορμάκι για να μεταδώσει την ακούραστη όρεξη του μικρού αγοριού. Οι στιγμές όμως που μένει ακίνητος, με τα μεγάλα του μάτια, θλιμμένα και διάπλατα, να τρυπούν την οθόνη, είναι εκείνες που μάς συστήνουν έναν μεγάλο, μικρούλη ηθοποιό. Το φυσικό του ταλέντο να μην παίζει, αλλά να «είναι» παρών, ο τρόπος που αντιδρά στη δράση, η έμψυχη μελαγχολία του που θα ταίριαζε σ' ένα old soul - όλα ακαταμάχητα, όλα σωστά.
Ο Ντοντ μεγάλωσε κι αυτός μαζί με τους ήρωές του. Αλλά δεν μπήκε στον πειρασμό για κάτι μεγάλο. Παρέδωσε μία μελετημένη, «μικρή» δεύτερη ταινία που σε προσκαλεί να την αφουγκραστείς από «Κοντά». Για να ακούσεις την μεγάλη, παλλόμενη καρδιά της.
Οι Κάννες αναγνώρισαν το μεγαλείο της: κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Γιατί μεγαλύτερο πολιτικό μήνυμα στις μέρες μας είναι αυτό της αποδοχής, της συμπερίληψης, της συνύπαρξης.