Στην πρώτη του ταινία, ο 26χρονος Βέλγος Λουκάς Ντοντ παρουσιάζει κάτι που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται ως «ιστορία ενηλικίωσης», αλλά είναι τόσα περισσότερα από τον χαρακτηρισμό που καλύπτει τις μισές ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Μια ταινία με ώριμη αυτοσυγκράτηση, αλλά γεμάτη πάθος, μια ιστορία αντισυμβατική με την οποία ταυτίζεται ο καθένας, ένα φιλμ τόσο απλό και τόσο σύνθετο, όσο ακριβώς ο τίτλος του.
Το «Κορίτσι» (Χρυσή Κάμερα και Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες), είναι η ιστορία της Λαρά, ενός 15χρονου κοριτσιού που, παρότι έχει γεννηθεί σε αγορίστικο σώμα, θέλει όχι απλώς να διορθώσει αυτό το λάθος, αλλά και να γίνει μπαλαρίνα. Δεν είναι μια ταινία queer στην αισθητική της (είναι, βέβαια, βαθιά στο θέμα της), δεν έχει στοιχεία φανταστικού, υπερβολής, ακτιβισμού, βοερού δράματος. Είναι ένα φιλμ απόλυτα ρεαλιστικό, με την ευαισθησία και τη λεπτότητα που αγαπούσαμε κάποτε στον Τεσινέ. Η Λαρά βρίσκεται στο κέντρο μιας συμπαγούς ομάδας υποστήριξης, δεν είναι το διεμφυλικό κορίτσι που ταλαιπωρείται από τον περίγυρο. Ο πατέρας της είναι υπόδειγμα κατανόησης, οι γιατροί της και ο ψυχίατρός της την οδηγούν ήρεμα και προστατευμένα στη διαδικασία της αλλαγής φύλου, οι στιγμές bullying που υφίσταται είναι συγκριτικά ανώδυνες, η σχολή χορού όπου φοιτά, «μια από τις καλύτερες της χώρας», αγκαλιάζει την απόφασή της να εκπαιδευτεί ως χορεύτρια, πιέζοντας το σώμα της στα άκρα, ακόμα πιο μακριά κι απ' ό,τι οι cisgender χορευτές. Παρόλ' αυτά, η Λαρά μέσα της βράζει: γιατί, απλώς, είναι έφηβη κι ό,τι θέλει, το θέλει με πάθος και με την επιτακτική αίσθηση του κατεπείγοντος.
Η σύγκρουση της Λαρά δεν τελείται με το περιβάλλον της, η σύγκρουση είναι μόνο μέσα της και την καίει κάθε λεπτό, όσο κι αν προσπαθεί να τη συγκρατήσει, με εφηβική αποστασιοποίηση, σιωπή, σαν δοχείο υπό πίεση, προδιαγεγραμμένο να εκραγεί, ακόμα κι αν οι εξωτερικές συνθήκες είναι ιδανικές. Αυτή την ηρωίδα ερμηνεύει ο 16χρονος χορευτής Βίκτορ Πόλστερ, μ' ένα σαρωτικό συνδυασμό εύθραυστου και δυνατού, μ' ένα πηγαίο ταλέντο που θα ζήλευαν καταξιωμένοι ηθοποιοί. Οταν η Λαρά δένει με ταινία τα τραυματισμένα από τις πουέντ πόδια της, όταν κολλά με ταινία το πέος της για να το εξαφανίσει μέσα στα ρούχα του μπαλέτου που δεν αφήνουν περιθώρια, όταν, αμήχανα, δοκιμάζει τον ερωτισμό της με το αγόρι της διπλανής πόρτας, όταν φροντίζει με στοργή τον μικρό αδελφό της, όταν δηλώνει έτοιμη να μεταμορφωθεί, ενώ το σώμα της ακόμα δεν ακολουθεί, ο Πόλστερ χτίζει μια ηρωίδα εθιστική, με δέρμα τόσο διάφανο ώστε να το βλέπεις να κοκκινίζει.
Το «Κορίτσι» του, ο Ντοντ το κινηματογραφεί καρτερικά, με φυσικούς φωτισμούς, τόσο ώστε συχνά να βλέπεις τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα και να ξαναβγαίνει. Με ζεστασιά, αργά και παρατηρητικά στις ήρεμες στιγμές, της ενδοσκόπησης, της οικογενειακής θαλπωρής, ή στροβιλίζοντας με αυξανόμενη ενέργεια την κάμερα στις σκηνές του χορού, τόσο αφηγηματικές όσο κι οι διάλογοι, όταν η Λαρά μιλά με το σώμα της και το πιέζει να καταφέρει τις επιθυμίες της, σαν να το τιμωρεί.
Κάθε ιστορία ενηλικίωσης είναι μια ιστορία αλλαγών, ακόμα περισσότερο αυτή εδώ, όταν η αλλαγή είναι το ζητούμενο για την ίδια την ύπαρξη. Κι ο Ντοντ καταφέρνει να μεταφέρει την ιστορία του, του εσωτερικού πανικού, της εφηβικής τρέλας που γεννά άγνωστες ορμόνες, της βιασύνης να γίνεις αυτό που θα ήθελες, αυτή τη στιγμή, χωρίς μελόδραμα και κορώνες, μόνο με προοδευτική, σαρωτική συγκίνηση. Κι αν το φινάλε της ταινίας είναι αμφιλεγόμενο, ανάμεσα στην ήττα και τον θρίαμβο, θα ήταν παράξενο μια πρώτη ταινία να μην έχει «εφηβικές» αδυναμίες. Ψιθυρίζοντας το πάθος του, το «Κορίτσι» δοκιμάζει τη δύναμή του, έτοιμο για όλα. Κι αυτό που κερδίζει είναι μια νέα «δήλωση ταυτότητας» για τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή του, όπως ακριβώς είναι η επιθυμία της ηρωίδας τους.