Τα απόκοσμα σινθεζάιζερ του Σίλβιο Πουλβιρέντι, περισσότερο ακόμη και από τη στιλιζαρισμένη σκηνοθεσία του Αντρέα ντι Στέφανο ταυτοποιούν την «Τελευταία Μέρα του Φράνκο Αμόρε» σαν το νέο-νουάρ που θα ήθελε να αναδυθεί μέσα από το φόρο τιμής στον Τζον Φρανκενχάιμερ και τον Μάικλ Μαν, τελικά γνήσιο τέκνο μιας b-movie (με την καλή έννοια) παράδοσης που κρύβει μέσα της μια εν δυνάμει σπουδαία ταινία για κάτι τελείως διαφορετικό από το πρόσχημα της γνώριμης αστυνομικής πλοκής πάνω στην οποία έχει χτιστεί.
Αν το καταφέρνει, τουλάχιστον σε επίπεδο ατμόσφαιρας, είναι γιατί έχει στο κέντρο του ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι που δίνει νόημα στον αυθεντικό τίτλο της ταινίας (και στην αγγλική του μετάφραση) που μιλάει για την «Τελευταία Νύχτα της Αγάπης», ενώ γρήγορα καταλαβαίνεις ότι το «Amore» αναφέρεται στο επώνυμο του ήρωα που λίγες μόνο ώρες πριν από τη συνταξιοδότηση του από το αστυνομικό σώμα, θα ρισκάρει τα πάντα προκειμένου να ικανοποιήσει από τη μία την ανάγκη του για χρήματα που θα προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια του και από την άλλη μια ανάγκη αδρεναλίνης που προσφέρει αφειδώς μόνο ο υπόκοσμος.
Η ταινία - τρίτη για τον ηθοποιό Αντρέα ντι Στέφανο, μετά τα «Χαμένος Παράδεισος» του 2014 και το «3 Δευτερόλεπτα» του 2019 και πρώτη ιταλόφωνη - ξεκινάει στο παρόν, καθώς η οικογένεια και οι φίλοι του αστυνομικού Φράνκο Αμόρε τον περιμένουν στο σπίτι για ένα πάρτι έκπληξη, παραμονή της ημέρας που θα σημάνει τη συνταξιοδότησή του. Οταν ο Φράνκο θα φτάσει στο σπίτι, λίγοι αντιλαμβάνονται τι έχει προηγηθεί λίγη ώρα πριν και γιατί ένα τηλεφώνημα από τον αρχηγό της Αστυνομίας θα αποβεί το πιο κρίσιμο της ζωής του. Flashback δέκα μέρες πριν και μαθαίνουμε σιγά σιγά τι ακριβώς οδήγησε στην τραγωδία της τελευταίας εκείνης νύχτας, όταν και ο Φράνκο και η αγάπη βρέθηκαν αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο των επιλογών τους.
H υπόθεση είναι υποτυπώδης, αλλά ο ντι Στέφανο την εκμεταλλεύεται για να φωτίσει το νυχτερινό Μιλάνο με τα χρώματα μια εν δυνάμει τραγωδίας και να παίξει με τους κανόνες του νουάρ, της αστυνομικής περιπέτειας και του γκανγκστερικού φιλμ. Οχι τόσο για στηλιτεύσει τη διαφθορά μιας ολόκληρης κοινωνίας (και δη της ιταλικής) ή να ξαναμιλήσει για τους άγραφους κανόνες που τραβάνε τη γραμμή ακόμη και ανάμεσα στους κόλπους της παρανομίας, αλλά για να αναρωτηθεί με πηγαία μελαγχολία αλλά και λουστραρισμένη δράση πάνω στο απροσδόκητο της μοίρας. Της μοίρας που τελικά φτιάχνεται από τις ανθρώπινες επιλογές.
Πάνω στο πρόσωπο του Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, ενός από τους σπουδαιότερους Ιταλούς ηθοποιούς διαγράφεται όλη η θλίψη ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεται ότι στο νήμα μιας ευτυχίας, η επιθυμία για περισσότερα μπορεί να σε κάνει να χάσεις τα πάντα. Οι σκηνές του με την επίσης εκπληκτική Λίντα Καρίντι είναι οι πιο δυνατές της ταινίας, ακριβώς γιατί ξεφεύγουν από τα στερεότυπα πάνω στα οποία η ταινία χτίζει διαρκώς το mainstream ενδιαφέρον της, όταν σαν δύο παιδιά βουτάνε στον κίνδυνο και έχοντας δηλώσει αγάπη για πάντα και στα πάντα, διακινδυνεύουν ακόμη και τη ζωή τους για να σώσουν ο ένας τον άλλον.
Σε μια ταινία, ωστόσο, που οι απολαύσεις της διαρκούν μόνο όσο ο χρόνος τρέχει και αυτή η τελευταία νύχτα τελειώνει οριστικά, η καρδιά της το νιώθεις ότι θέλει να είναι μεγαλύτερη, πιο διάφανη από την κατασκευή της, μια ιστορία (αγάπης) που θα άξιζε να σου μείνει για περισσότερο καιρό στο μυαλό.