H δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Αντρέα Ντι Στέφανο (μετά τον «Χαμένο Παράδεισο» του 2014) είναι εξίσου έντιμη με την πρώτη. Δεν κοροϊδεύει τον θεατή, σέβεται τις καταβολές του κάθε κινηματογραφικού είδους και προσφέρει προσβάσιμη διασκέδαση, δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή αφηγηματικές δυσκολίες. Ωστόσο, όπως ακριβώς και στον «Χαμένο Παράδεισο», ο Ντι Στέφανο δείχνει ατυχώς και αυτή τη φορά να βολεύεται υπερβολικά μέσα στις συμβάσεις του genre, να βρίσκει ασφάλεια σε τρικ και σεναριακά κόλπα που έχουν δοκιμαστεί ήδη πλείστες φορές στην κινηματογραφική ιστορία και να χρησιμοποιεί το αναγνωρίσιμο, πολυσυλλεκτικό του καστ άνευρα, άτολμα και απογοητευτικά διαδικαστικά.
Ο Πιτ του Τζόελ Κίναμαν είναι ένας πρώην παρασημοφορημένος πεζοναύτης των Ειδικών Δυνάμεων που καταλήγει στην φυλακή όταν μπλέκει σε έναν καβγά προστατεύοντας την γυναίκα του (Ανα Ντε Αρμας). Τελείως αναμενόμενα, πολύ σύντομα του δίνεται η ευκαιρία να αποφυλακιστεί άμεσα αρκεί να λειτουργήσει ως πληροφοριοδότης για το FBI. Μόνο που όταν η επιχείρηση για να συλληφθεί ο πιο ισχυρός εγκληματίας της Νέας Υόρκης καταλήγει σε φιάσκο, με έναν νεκρό μυστικό αστυνομικό και την αναπόφευκτη οργή του υπόκοσμου, ο Πιτ βρίσκεται αναγκασμένος να επιστρέψει ξανά στην φυλακή, εγκλωβισμένος ανάμεσα στις εντολές του FBI, τα πυρά της Πολωνικής Μαφίας και την έρευνα της αστυνομίας, ελπίζοντας όχι μόνο να κρατήσει την οικογένειά του τελικά ασφαλή αλλά και να επιβιώσει από κάθε είδους δολοφονική επίθεση. Αυτό μετατρέπει τα «3 Δευτερόλεπτα» σε κάτι από «Prison Break», κάτι από «Σχέδιο Απόδρασης» και κάτι από «Καυγά στο Μπλοκ 99», μόνο που ο Ντι Στέφανο επιλέγει να μην δώσει ούτε cult ύφος στην αφήγηση ώστε να αναδείξει την έμφυτη υπερβολή της αλλά ούτε και πραγματική αιχμή, μετατρέποντας τελικά την ταινία σε κάτι απόλυτα «ασφαλές» που περισσότερο θα φαινόταν οικείο στην μικρή παρά στη μεγάλη οθόνη.
Διασκευάζοντας το ομότιτλο (στα ελληνικά) βιβλίο του Αντερς Ρόσλουντ και μεταφέροντας την δράση από την Σουηδία στη Νέα Υόρκη, ο Ντι Στέφανο δίνει την «ευκαιρία» ουσιαστικά στο σενάριό του να οικειοποιηθεί όλα τα αφηγηματικά κλισέ των αμερικανικών prison dramas, να χρησιμοποιήσει στην ανάπτυξη της ιστορίας όλες τις ήδη γνώριμες ανατροπές και προδοσίες και να δημιουργήσει έναν ήρωα που σίγουρα δεν είναι καρικατούρα αλλά και που δεν φέρει κάποιο χαρακτηριστικό ικανό να τον διαφοροποιήσει επαρκώς από τους αμέτρητους κινηματογραφικούς «αδικημένους».
Ισως αυτή η γενικότητα τόσο του κεντρικού ήρωα όσο και των περιφερειακών να είναι και το στοιχείο που κρατάει πραγματικά την ταινία πίσω. Τα «3 Δευτερόλεπτα» δεν στερούνται σοβαρότητας, ούτε αδιαφορούν για το χτίσιμο της έντασης και το ξέσπασμα της βίας, όμως παραμένουν μια «στρωτή» αφήγηση με μονοδιάστατους χαρακτήρες (που είτε θα είναι «η αθώα σύζυγος», είτε «η τίμια πράκτορας», είτε «ο δολοφονικός μαφιόζος», είτε «το ύποπτο αφεντικό που κάνει γκριμάτσες φωνάζοντας με στόμφο») και σχεδόν υποχρεωτικές ανατροπές, γεγονός που στερεί από το φιλμ κάθε ουσιαστικό συναισθηματικό αντίκτυπο αλλά και αίσθηση συμμετοχής στην ένταση της δράσης.
Για αυτό και το εντυπωσιακά πολυσυλλεκτικό του καστ παραμένει εν τέλει ανεκμετάλλευτο. Η Ρόζαμουντ Πάικ περιφέρεται άνευρα σαν να περιμένει και η ίδια τις εξελίξεις, ο Common προχωρά στην έρευνα του ψυχρά σαν να προχωρά πίστες μέχρι την αναπόφευκτη σύνδεση των υποπλοκών, η Ανα Ντε Αρμας προβάλει απλά την ομορφιά της χωρίς να στηρίζει ουσιαστικά τον δυναμισμό του χαρακτήρα της και ο Κλάιβ Οουεν κοιτάει και μιλάει έντονα σε κάθε συμπρωταγωνιστή του, χωρίς όμως να έχει επαρκές υλικό για να απογειώσει πραγματικά τον ρόλο του.
Ολα αυτά δημιουργούν ένα φιλμ αγνών (και απλών) προθέσεων που όμως δεν καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει την δική του μοναδική ταυτότητα, καταδικασμένο να ξεχαστεί όταν ανάψουν ξανά τα φώτα. Ελπίζουμε όχι σε «3 Δευτερόλεπτα».