Το πιο... οργασμικό, καλύτερα μετ-οργασμικό, πλάνο του «How to Have Sex» δεν έχει καν την υπόνοια του σεξ. Μέρα, στα Μάλια, όταν ακόμα όλοι κοιμούνται μετά από τα αλλεπάλληλα ξενύχτια, η κάμερα περιπλανιέται στον κεντρικό δρόμο: κλειστά μαγαζιά, ταμπέλες σβηστές στα μπαρ και τα φαστφουντάδικα, κανένας άνθρωπος, μόνο χαρτιά και μπουκάλια πεταμένα να σιγοκουνιούνται από το καλοκαιρινό αεράκι. Μετά το σεξ, ύπνος. Μετά το ξόδεμα, αυτοσυντήρηση. Μετά τη μάχη, ανασύνταξη.
Τρεις Αγγλίδες φιλενάδες γύρω στα είκοσι και κάτι, η Τάρα, η Σκάι και η Εμ, φτάνουν στα Μάλια για λίγες μέρες καλοκαιρινών διακοπών, περιμένοντας τ' αποτελέσματα των σπουδαστικών εξετάσεών τους. Σίγουρα θα περάσουν τέλεια. Σίγουρα θα είναι οι καλύτερες διακοπές της ζωής τους. Σίγουρα θα πιουν άπειρα και θα χορέψουν σα να μην υπάρχει αύριο. Σίγουρα θα γνωρίσουν αγόρια και κορίτσια, σίγουρα θα κάνουν άφθονο σεξ. Ακόμα κι η Τάρα, η μοναδική από τις τρεις που είναι ακόμα παρθένα. Σ' αυτές τις διακοπές, επιτέλους, θα το κάνει. Σίγουρα. Ακόμα κι αν δεν το θέλει.
Παρότι νεόκοπη σκηνοθέτης, η Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ (Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών και στις Νύχτες Πρεμιέρας), καταφέρνει να γεμίσει την ταινία της εκρηκτική ενέργεια. Οι εικοσάχρονοι που δεν έχουν καμιά ευθύνη, παρά μόνο να περάσουν καλά για ν' αξίζουν οι διακοπές, που πίνουν ασταμάτητα, από ποτήρια και μπουκάλια, με μίνι διαλείμματα μόνο και μόνο για να μπορέσουν να ξαναπιούν. Που χορεύουν δυνατά και γνωρίζονται με όλους και πηδιούνται ανελέητα και αφήνουν τα σφιχτά, πρόθυμα κορμιά τους να καούν στον ήλιο ή να ιδρώσουν στα κλαμπ, βρίσκουν στην ταινία μια έκφραση πηγαία κι αυθεντική, ένα ξόδεμα απελπιστικό αλλά και απελπιστικά ερωτικό.
Οχι όλοι - κι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας. Υπάρχουν κι εκείνοι που χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο. Που δεν λένε ναι, χωρίς να πουν και όχι, που νιώθουν τα «πρέπει» των φίλων τους να τους πιέζουν ως τα όριά τους, ή την ευκολία των υπόλοιπων ως δική τους υστέρηση. Που θα κάνουν, λοιπόν, σεξ, προσπαθώντας να μάθουν πώς, χωρίς να το αρνηθούν, αλλά χωρίς στ' αλήθεια να το θέλουν. Κι αυτή η έλλειψη συγκατάθεσης όταν δεν έχει γίνει καταφανής επίθεση, είναι η γκρίζα ζώνη η τόσο οικεία που κάνει την ταινία καίρια και ζωντανή. Μαζί με τα απίθανα μικροσκοπικά ρούχα, τη μουσική που βαράει, την καλοκαιρινή κόπωση και το μόνιμο hangover. Μια μικρή αλλά ουσιαστική ταινία, μια φωτογενής αλήθεια για όσα... φοβόσουν να ρωτήσεις.