Βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση ως το ειδεχθέστερο έγκλημα όλων, η παιδοκτονία σοκάρει και προκαλεί τον αποτροπιασμό γιατί διαταράσσει συθέμελα μία από τις πιο βασικές αρχές της παγιωμένης κοινωνικής συνοχής, αυτή της άδολης γονεϊκής αγάπης. Δεν χρειάζεται να πάμε, όμως, πιο μακριά από την επικαιρότητα της χώρας μας, για να διαπιστώσουμε ότι αυτό το έγκλημα δοκιμάζει επίσης κάθε φορά το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του (κάθε) κατηγορουμένου σε μια δίκαιη δίκη, την αποδοκιμασία που μπορεί να οδηγήσει στον μιντιακό κανιβαλισμό, την ικανότητα να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο πίσω από το τέρας. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά και γύρω από αυτό.

Στο «Σεντ Ομέρ» της πρωτοεμφανιζόμενης στη μυθοπλασία και βραβευμένης με το ντοκιμαντέρ «Nous» (Εμείς) στο τμήμα Encounters της Μπερλινάλε, Αλίς Ντιόπ, η πραγματική ιστορία μια παιδοκτονίας στην επαρχιακή πόλη του τίτλου γίνεται η αιτία για να μετατρέψει η σενεγαλικής καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτης την αίθουσα του δικαστηρίου σε ένα πεδίο μάχης, όπου συγκρούονται όλες οι ιδέες και οι προκαταλήψεις για το φύλο, τη φυλή, τη μόρφωση, τη μητρότητα και τις βασικές αξίες του δυτικού πολιτισμού με έναν απρόβλεπτα συναρπαστικό τρόπο.

Εχοντας ως βάση τα γεγονότα και τα πρακτικά της δίκης στην υπόθεση της ομοεθνούς της Φαμπιέν Καμπού, η οποία το 2013 εγκατέλειψε το μωρό της στην παραλία για να το πνίξει η παλίρροια και μετά παραδέχτηκε στο δικαστήριο την ενοχή της, αλλά ισχυρίστηκε πως έπεσε θύμα μαύρης μαγείας, η Ντιόπ αναπλάθει δραματουργικά τα όσα συνέβησαν μέσα στη δικαστική αίθουσα με ελάχιστες αποκλίσεις και εστιάζει με έναν δωρικό και αποδραματοποιημένο τρόπο στα πρόσωπα των βασικών συντελεστών της δίκης, αναζητώντας με έναν υβριδικό συνδυασμό σινεμά τεκμηρίωσης και θεατρικότητας σε κάθε ένα από αυτά την αλήθεια πίσω από κάθε βλέμμα, λέξη, σιωπή, μορφασμό και χειρονομία, με μία χειρουργική ακρίβεια που παγώνει το αίμα και ανατρέπει όλα τα κλισέ του δικαστικού δράματος, όπως αποτυπώνεται συνήθως στη μεγάλη οθόνη.

Η ίδια η Ντιόπ είχε παρακολουθήσει τη δίκη της Καμπού, όχι μόνο επειδή μοιράζεται την ίδια καταγωγή με την κατηγορούμενη, αλλά επειδή είναι και εκείνη μητέρα ενός παιδιού μεικτής καταγωγής. Γι’ αυτό και όλη η ταινία εκτυλίσσεται σοφά από την οπτική γωνία του alter ego της, της Ραμά, μιας αφρικανικής καταγωγής καθηγήτριας πανεπιστημίου, που στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της αναζητά τι μπορεί να ενώνει και να χωρίζει τόσο βαθιά δύο γυναίκες με παρεμφερές πολιτισμικό background, αμφότερες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου και καταγόμενες από φτωχές οικογένειες μεταναστών.

Με αφετηρία ένα απόσπασμα από το «Χιροσίμα, Αγάπη μου» και τον μοναδικά λυρικό λόγο της Ντιράς για τη δημόσια διαπόμπευση των γυναικών που τις οδηγεί στη Θεία Χάρη και με κατάληξη την αναπόφευκτη Μήδεια, εδώ με την εμβληματική μορφή της Μαρίας Κάλλας στην ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, η Ραμά και κατ’ επέκταση η Ντιόπ θέτουν ερωτήματα για την ορατότητα των μαύρων γυναικών στη ζωή και στον κινηματογράφο, τη σύγκρουση της αφρικανικής κουλτούρας με τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης, τη μητρότητα και την άρνησή της με τον πιο τραγικό τρόπο ως τυφλή εξέγερση στα πάντα.

Το πιο σημαντικό, όμως. είναι ότι αφήνουν τον θεατή να ψάξει να βρει μόνος του τις απαντήσεις και κυρίως να συλλογιστεί πάνω στη σημασία που έχουν αυτές οι ίδιες οι ερωτήσεις, σε έναν κόσμο όπου όλα, ακόμα και η απονομή της (ως γνωστόν, τυφλής) δικαιοσύνης κρίνονται από το προνόμιο.