Αν πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε με αναφορές, η «Μάγισσα» είναι, ευτυχώς, κάτι περισσότερο από το «ελληνικό "Game of Thrones", όπως ευφυώς αφέθηκε - και από την παραγωγή - να διαφημιστεί από στόμα σε στόμα πριν την πρεμιέρα της.
Το νέο τηλεοπτικό έπος των Μελίνας Τσαμπάνη και Πέτρου Καλκόβαλη στο σενάριο και του Λευτέρη Χαρίτου στη σκηνοθεσία μοιάζει σαν το δεύτερο κεφάλαιο σε ένα εγχείρημα που ξεκίνησε από τις «Αγριες Μέλισσες» και συνεχίζει με ρίσκο και φροντίδα να ισορροπεί ανάμεσα στο λαϊκό θέαμα και τη μοντέρνα τηλεόραση, τόσο χορταστικά ήδη από τις πρώτες σκηνές του που σχεδόν δεν χρειάζεται να δείτε κανένα «Σασμό», καμία «Ψυχοκόρη», καμία «Γη της Ελιάς», κανέναν από τους «Πανθέους» και καμία «Παραλία», αφού εδώ βρίσκονται όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα.
Κι όμως, μιάμιση ώρα μετά - όσο διαρκεί δηλαδή το πρώτο χορταστικό επεισόδιο της σειράς που προβλήθηκε από τον ANT1 - αρκεί για να διακρίνεις πως η αυθυπαρξία του εγχειρήματος έρχεται να καλύψει τα πάντα, αφού η «Μάγισσα», φτιαγμένη από δεκάδες γνώριμα υλικά, μοιάζει με κάτι ολοκαίνουργιο, αν όχι καινοτόμο, σίγουρα ωστόσο ρηξικέλευθο τουλάχιστον στην τόλμη που παίρνει να είναι μια σειρά εποχής, με πρωτότυπο όμως σενάριο που δεν βασίζεται πουθενά και με μια υπόσχεση για μια adventure saga που ενσωματώνει την ελληνική ιστορία, ευτυχώς, όπως και τότε στις «Αγριες Μέλισσες», με όρους απόλυτα σημερινούς.
Η ιστορία της διαδραματίζεται στην αδούλωτη Μάνη, λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση και στο επίκεντρό της βρίσκονται δύο οικογένειες. Οι μικρές και μεγαλύτερες ίντριγκες που τις ορίζουν, οι βεντέτα μεταξύ τους, τα μίση και τα πάθη - ειδικά τα τελευταία που θα τις οδηγήσουν να σπάσουν την ανακωχή και να γίνουν ξανά εχθροί. Ολα αυτά σε μια παραγωγή που φυσικά (ας μην συνεχίσουμε αυτήν την τόσο άδικη σύγκριση), δεν αγγίζει ούτε κλωστή από τα ρούχα του «Game of Thrones», αλλά, να που ξεχωρίζει (ειδικά κάνοντας ζάπινγκ στα γύρω κανάλια) για τον «κανονικό» φωτισμό της και την φροντισμένη αναπαράσταση της εποχής η οποία - και εδώ είναι το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα - δεν σε ενδιαφέρει αν είναι ιστορικά ορθή αφού παίζει ηθελημένα με την έννοια του πειραγμένου και άχρονου, έχοντας ως πρωταρχικό ζητούμενο την πειστικότητα, την ομοιογένεια και τη γοητεία που της περισσεύουν.
Ακριβώς δηλαδή τα στοιχεία που ορίζουν τη σκηνοθεσία του Λευτέρη Χαρίτου, ο οποίος σε κάνει να αγνοείς άνισες εντάσεις στο παίξιμο, το υπερβολικό grooming των ηρώων με τις πάλλευκες οδοντοστοιχίες και τα φροντισμένα νύχια γιατί παίζει κι αυτός, αντί στην ασφαλή οδό ενός τακτοποιημένου ακαδημαϊσμού, με τις σαφώς πιο ενδιαφέρουσες αντιθέσεις ενός διαχρονικού-άχρονου θεάματος. Ετσι, ενορχηστρώνει αφηγηματικά μια πολυπρόσωπη ιστορία, συστήνοντας με γνώση τον κάθε ήρωα ξεχωριστά χωρίς να χάνει στιγμή το ensemble ενώ την ίδια στιγμή, ενδίδει με θάρρος (ακολουθώντας το σενάριο αλλά και μια πειθαρχημένη ελευθερία στην δραματουργία), και στο δράμα αλλά και το μελόδραμα και στην περιπέτεια αλλά και το horror. Σε ένα mixtape που από τα πρώτα του αυτά δείγματα φαίνεται ότι θα παίζει στη διαπασών από 'δω και πέρα, δίνοντας το στίγμα μιας σειράς που όσο ριψοκίνδυνη υπήρξε στη σύλληψή της, τόσο ανένταχτη οφείλει να παραμείνει μέχρι το τέλος της, αν θέλει να παραμείνει συναρπαστική.
O Λευτέρης Χαρίτος με την Ελλη Τρίγγου σε διάλειμμα των γυρισμάτων
Στην πραγματικότητα (και όσο ακόμη είναι νωρίς για να ξεχωρίσεις κάποιον από το πολυπληθές ιδανικό καστ, ωστόσο τα πρώτα εύσημα ας δοθούν ομόφωνα στον υπέροχο Νίκο Ψαρρά), η «Μάγισσα» διαθέτει και έναν τέταρτο σημαντικό πόλο εκτός από το σενάριο, την παραγωγή και τη σκηνοθεσία. Και αυτός δεν είναι άλλος από την Ελλη Τρίγγου, η οποία δεν στοιχειώνει μόνο το αρχικό μονοπλάνο του πρώτου επεισοδίου, αλλά και κάθε σημαντική η ασήμαντη στιγμή στην οποία αρκεί να βρίσκεται και μόνο στο κάδρο. Στο μικροσκοπικό της σώμα μοιάζει να κουβαλά με την άνεση μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας όλο το βάρος τόσο της ιστορικής περιόδου στην οποία βρισκόμαστε, αλλά μαζί και την ίδια τη γυναίκα - σύμβολο ως ηγέτη και θύμα που όπως και στις «Αγριες Μέλισσες» γίνεται για ακόμη μια φορά το κέντρο της αφήγησης, όσο κι αν ξεγελούν οι επιβλητικές ανδρικές φιγούρες.
Σε συνεχή κίνηση, αγωνία, αναμονή και ένα εσωτερικό χάος που μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα (δίνοντας σε όλη τη σειρά μια - ελπίζουμε να ενταθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον - μεταφυσική αύρα), η Θεοφανώ της Ελλης Τρίγγκου είναι ήδη από το πρώτο αυτό επεισόδιο (είμαστε σίγουροι συνειδητά) η Ελλάδα: μια (δίκαια;) παρεξηγημένη χώρα σε διαρκή πόλεμο που πνίγει επιθυμίες, σε μια διαρκή αναζήτησή ανεξαρτησίας.
Η πορεία της προς την… επανάσταση είναι ήδη το μεγάλο cliffhanger της σειράς.