Οι Πανθέοι γράφτηκαν από τον Τάσο Αθανασιάδη για να αποτελέσουν μια ξεχωριστή περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία. Εκδόθηκαν μέσα σε ένα διάστημα 13 χρόνων, από το 1948 μέχρι το 1961, η δημιουργία τους μετράει ακόμη περισσότερα χρόνια, ενώ γνώρισαν διορθώσεις, συντομεύσεις και αλλαγές μέχρι να καταλήξουν στην τελική τους μορφή.
Ηταν λογικό λοιπόν όχι μόνο να αποτελέσουν ένα εκδοτικό γεγονός, αλλά και να συζητηθούν τόσο στους λογοτεχνικούς και κριτικούς κύκλους της εποχής, όσο και από το αναγνωστικό κοινό, κυρίως ως μία γλαφυρή αντανάκλαση της ελληνικής κοινωνίας από τα τέλη του 19ού μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, φτάνοντας μέχρι και το 1940, μέσα από τρεις γενιές της οικογένειας των Πανθέων.
Το μύθο των «Πανθέων» γιγάντωσε νομοτελειακά η μεταφορά τους σε μια από τις πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη διετία 1977 - 1979 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη που για χρόνια λειτουργούσε ως σημείο αναφοράς στη μεταφορά βιβλίων στην τηλεόραση αλλά και στο επίπεδο παραγωγής που υπήρξε ξεχωριστό για την εποχή του, με πλειάδα γνωστών και αγαπητών στο κοινό ηθοποιών αλλά κυρίως τη σφραγίδα ενός μεγάλου δημιουργού στην αποτύπωση μιας saga που έμοιαζε αναπάντεχα τότε να μιλάει με επικαιροποιημένη αμεσότητα για τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια της χώρας.
Εκτοτε, οι «Πανθέοι» ξεχάστηκαν - ακόμη και όταν κι άλλα μυθιστορήματα του Τάσου Αθανασιάδη μεταφέρθηκαν με επιτυχία στην τηλεόραση («Οι Φρουροί της Αχαΐας», «Οι Τελευταίοι Εγγονοί»), μέχρι που η εποχή των «παχιών τηλεοράσεων» τους φέρνει πάλι στο prime time, ευνοώντας, υπό φυσιολογικές συνθήκες, τόσο την πλούσια παραγωγή τους όσο και την (αναμφισβήτητη) διαχρονικότητά τους.
Αιμίλιος Χειλάκης, Μέλια Κρέιλινγκ
Από τα γυρίσματα
Στην πραγματικότητα, οι «Πανθέοι» είναι η σειρά που έρχεται να καλύψει το κενό των «Αγριων Μελισσών» στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, μιας «μεγάλης» (σε μέγεθος, διάρκεια και ίντριγκες), δηλαδή, ιστορίας μιας οικογένειας που περισσότερο από τις σελίδες ενός ογκώδους λογοτεχνικού έργου ή από ένα σπίτι που θυμίζει μαυσωλείο κατοικεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μέσα σε κάθε ελληνική οικογένεια, τόσο ως μήτρα κάθε κοινωνίας μετά από εκείνη, όσο και ως μια ιστορική συνέχεια που φέρνει το παρελθόν σε μετωπική σύγκρουση με το (όποιο) παρόν.
Οι «Πανθέοι» λοιπόν έρχονται με βαρύ φορτίο και πολλαπλή αποστολή στο σημερινό τηλεοπτικό τοπίο: να ανταγωνιστούν τις «Αγριες Μέλισσες», να κρατηθούν στο ύψος του «προκατόχου» τους, να τιμήσουν το μύθο τους, να μεταφέρουν μια παλιά ιστορία στο σήμερα και να γίνουν το νούμερο ένα δραματικό «καθημερινό» για διαφορετικά target groups - σχεδόν όσα αποτελούν και τις γενιές που φέρουν το όνομα «Πανθέοι».
Αντίθετα με το εύστοχο, μελαγχολικά νοσταλγικό τραγούδι που υπογράφει ο Μίνως Μάτσας και η Σοφία Καφούρου και τραγουδάει ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, οι «Πανθέοι» δεν γράφουν Ιστορία.
Μέλια Κρέιλινγκ
Μαρία Καλλιμάνη
Κάτια Δανδουλάκη
Το πρώτο άχαρο, άχρωμο, κι όμως - τι κρίμα - πρόχειρο επεισόδιό τους είναι ενδεικτικό. Κυρίως για το γεγονός πως τελικά χρειάζονται περισσότερα πράγματα για να φτιάξεις κάτι καλό από μια καλή πρόθεση, μερικούς καλούς συντελεστές, ακόμη περισσότερους σπουδαίους ηθοποιούς και ένα στούντιο που καλύπτει τις ανάγκες για μια σειρά εποχής.
Ας μην σταθούμε στην κακή πρώτη σκηνή που μοιάζει να έχει βγει από ένα z- αναλογικό movie το οποίο παίζει από χαλασμένη βιντεοκασέτα. Ας μην σταθούμε στο κακό μιξάζ με εντελώς λάθος συχνότητες μουσικής, πρόζας και «φυσικών» ήχων. Ας μην σταθούμε στην φωτογραφία που φωτίζει μια τόσο (με την καλή έννοια) «βαριά» μυθολογία με όρους απογευματινού sitcom κρατώντας ολόφωτα δωμάτια ενώ έξω είναι μέρα. Ας μην σταθούμε και στα άχρωμα κοστούμια που μοιάζουν του κουτιού ακόμη και όταν δεν είναι. Ας μην σταθούμε και σε μερικές εξόφθαλμα κακές ή εντελώς άστοχες ερμηνείες όπως αυτή της Αθηνάς Μαξίμου ή της Πηνελόπης Πιτσούλη ή στην πραγματικά να αναρωτιέσαι γιατί άδικη κάμερα που δεν βοηθάει καθόλου την Μέλια Κρέιλινγκ να φέρει εις πέρας έναν δύσκολο ρόλο, αυτό της (θρυλικής από κάθε άποψη) Μάρμως. Ας μην σταθούμε και στο (μικρό αλλά ενδεικτικό) ιστορικό λάθος πως το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» που με τόση λαχτάρα θα πάνε να δουν το βράδυ του 1939 δεν παίχτηκε στην Ελλάδα παρά το... 1953.
Αυτό που δεν έχουν οι «Πανθέοι» όπως τους σκηνοθετεί και (δεν) τους ενορχηστρώνει ο Σπύρος Μιχαλόπουλος (τι ειρωνία με μεγάλη θητεία στις «Αγριες Μέλισσες») είναι γοητεία, ατμόσφαιρα, ενδιαφέρον. Κανένας ήρωας δεν μοιάζει πραγματικά συναρπαστικός, οι συστάσεις τους είναι άχρωμες, τα ρούχα τους αδιάφορα και το σκηνικό ένας άδειος χώρος που αντί να σε εγκλωβίζει μέσα στην ιστορία τους (και την ιστορία της Ελλάδας) σου θυμίζει συνεχώς την φτιαξιά, τις λέξεις ενός σεναρίου που δεν ρέει και που αδυνατεί να φέρει στο σήμερα το μυστήριο και το ανοίκειο που κρύβει μέσα της μια ιστορία πιο «φανταστική» και πιο σημερινή από αυτήν που προοιωνίζει αυτός ο πεζός και παρωχημένος πρόλογος.
Ας αντιπαραβάλλουμε εδώ - κυρίως με ενωτικό τη σειρά εποχής - την επίσης αδέξια σε επίπεδο παραγωγής «Παραλία» που όμως έμοιαζε ήδη από τις πρώτες της σκηνές πιο σφιχτή σε ιστορία και ενδιαφέρον, ξεγελώντας για τις πολλές ατέλειές της. Με πολύ καλύτερα αποτελέσματα, μιλώντας για τη φετινή σεζόν και οι «Ψυχοκόρες» του ANT1+.
Μέλια Κρέιλινγκ, Μιχάλης Σαράντης με τον σκηνοθέτη Σπύρο Μιχαλόπουλο
Κάτια Δανδουλάκη, Γιώργος Κωσνταντίνου
Ανάμεσα σε τζιτζίκια που ακούγονται χωρίς να υπάρχουν δέντρα και μουσική που δεν σταματά, σκηνικά που θυμίζουν κι άλλα σίριαλ και μια γενική αίσθηση ότι ίσως στη συνέχεια η παραγωγή γίνεται πιο λειτουργική και με περισσότερη ατμόσφαιρα, αλλά και ότι το σενάριο θα βρει τη μαγική ικανότητα του Τάσου Αθανασιάδη να μιλάει με τρόπο καθημερινό για τα μεγάλα υπαρξιακά μυστήρια, ο μοναδικός λόγος για να «παιδευτείς» με τους «Πανθέους» αυτή την κρίσιμη στιγμή (από το πρώτο στο δεύτερο επεισόδιο) είναι περίπου δύο.
Ο πρώτος είναι οι ερμηνείες καλών ηθοποιών (περίπου αξιολογικά: της Μαρίας Καλλιμάνη, του Νίκου Χατζόπουλου, του Θανάση Κουρλαμπά, της Κόρας Καρβούνη, του Παντελή Δεντάκη, της Χριστίνας Αλεξανιάν, του Μιχάλη Σαράντη, της Ελένης Καρακάση…) και ο δεύτερος είναι από μόνος του ο Αιμίλιος Χελάκης που είναι από μόνος του όσα θα έπρεπε να είναι οι «Πανθέοι»: μυστηριώδης, αλαζόνας, ανασφαλής, ηγέτης και outsider μαζί, με μια ατμόσφαιρα που του δίνει βαρύτητα, μια μελαγχολία στο βλέμμα και ένα πείσμα στο σώμα - οι σκηνές του με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ήταν οι καλύτερες του πρώτου επεισοδίου, μέσα σε ένα άλλο σκηνικό θα μας έκαναν να μιλάμε για μεγάλη τηλεόραση.
Μεγάλη τηλεόραση που δεν θα χώραγε την Κάτια Δανδουλάκη μόνο ως μια ανεκτή Χρυσοστόμη, με κάπως παιδική κώμη και γνώριμη (αριστοτεχνική σε στιγμές) μανιέρα ανάμεσα στο camp και το high δράμα, αλλά θα γεφύρωνε το σχεδόν πολιτισμικό σοκ (με όρους δημοσιογραφικούς) που υπήρξε η εμφάνισή της ως Μάρμως πίσω στο 1977, μεγάλο μέρος του μύθου με τον οποίο η σειρά του ΣΚΑΪ αναμετριέται σε κάθε της αδέξια σκηνή...
Δείτε εδώ μερικές σκηνές από το πρώτο επεισόδιο των «Πανθέων» πίσω στο 1977: