Αν ρωτήσεις την Ορόρα ποια είναι απαντά με ευγένεια, με σιγουριά, με φόρα: «διαλογέας». Πράγματι αυτή είναι η δουλειά της 35χρονης μετανάστριας από την Πορτογαλία. Ώρες ατελείωτες σε μια τεράστια αποθήκη στα προάστια της σύγχρονης Γλασκώβης, βρίσκει στα απέραντα ράφια όσα εμείς έχουμε παραγγείλει από ένα site, τα συγκεντρώνει στο καλάθι που σέρνει υπομονετικά, μαρκάρει το bar code, τα προωθεί για πακετάρισμα.
Είναι καλή στη δουλειά της, έχει βγει και «Τop Διαλογέας» κάποιες εβδομάδες - κι αυτό ανταμείβεται με μια σοκολάτα από το γραφείο του επιστάτη. Οπως και η εμψύχωση του προσωπικού γίνεται κάποιες φορές μέσα στο χρόνο με ομαδικά παιχνίδια ή έναν πάγκο με cupcakes. Σπουδαίο πράγμα για μια πλατφόρμα εργασίας που μετρά τα βήματα σου μέσα στην αποθήκη και σε επιπλήττει αν οι ρυθμοί της απόδοσης σου έχουν πέσει, να σταματήσει για μισή ώρα την αμείλικτη μηχανή της παραγωγής και να σε κεράσει ένα κεκάκι.
Αν ρωτήσεις την Ορόρα ποια είναι, δε θα πάρεις απάντηση. Δεν ξέρει, ίσως δε θυμάται πια. Έχει συρρικνωθεί τόσο πολύ για να χωρέσει σ’ αυτό το απρόσωπο μοτίβο, έχει αφομοιωθεί τόσο ύπουλα από τις ρομποτικές κινήσεις του 10ωρο της, έχει θαμπώσει, σβήσει κάθε ξεχωριστό της προσωπικότητάς της σε μία κατάσταση πειθαρχίας και βαθιάς μοναξιάς που δεν ξέρει να απαντήσει. Ακόμα και στο πιο μικρό small talk την ώρα του διαλείμματος για φαγητό, όταν ένας συνάδελφος προσπαθεί να ξυπνήσει μια μικρή επικοινωνία. Ή στην κουζίνα του διαμερίσματος που μοιράζεται με 5-6 ακόμα μετανάστες, τόσο κουρασμένη από τις εργατοώρες της, τόσο ηττημένη από τη ρουτίνα, που η πρόσκληση για ένα ποτό στον έξω κόσμο απαντιέται μηχανικά. Ή, στην πολυπόθητη συνέντευξη της για να αλλάξει θέση στην εταιρία, σ’ αυτή την ερώτηση καταρρέει: «ποια είσαι όταν φεύγεις από εδώ, πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;» Δεν ξέρει, ίσως δε θυμάται πια.
Η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτης και σεναριογράφος Λόρα Καρέιρα (γεννημένη στην Πορτογαλία, αλλά εδώ και χρόνια κάτοικος Σκωτίας) κεντάει ένα ψυχόδραμα αποξένωσης, τόσο ήσυχα και διακριτικά, που το καταγγελτικό του μήνυμα για τη σύγχρονη σκλαβιά των μοντέρνων αγορών ακούγεται με σιγαστήρα, ήρεμα, αποπνικτικά, αλλά με την έκρηξη να συμβαίνει κατευθείαν στην καρδιά του θεατή. Όπως η Κλόι Ζάο στο «Nomadland», όπως o Στεφάν Μπριζέ στον [«Νόμο της Αγοράς»](https://flix.gr/cinema/la-loi-du-marche-review.html], όπως ο Κεν Λόουτς στο [«Δυστυχώς Απουσιάζατε»](https://flix.gr/cinema/sorry-we-missed-you-review.html] στο επίκεντρο της Καρέιρα είναι ο πρώτα από όλα ο άνθρωπος. Πλησιάζει την κάμερα σε αυτόν που δέχεται την πίεση από το ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό πλαίσιο. Ρίχνει φως στη συνέπεια των επιχειρησιακών αποφάσεων, των κυβερνητικών νομοθεσιών, της συστημικής ατσάλινης μπότας που κρατά τις ζωές σε μία πάγια, τρομακτική, «έτσι είναι αυτά» κανονικότητα, σε μία παραιτημένη, εγκλωβιστική φτώχεια. Κι αυτό που χάνεται δεν είναι απλώς η άνετη ζωή ή το όνειρο σου. Αλλά και η αξιοπρέπεια, και η υπόσταση, και η λάμψη στα μάτια, και η συντροφικότητα, και η χαρά και η απάντηση στην ερώτηση: ποια είμαι;
Είναι μοιραίες και σωστές οι συγκρίσεις με τον Κεν Λόουτς - η εταιρεία παραγωγής του (κι ο γιος της μόνιμης παραγωγού του) υπογράφει την ταινία της Καρέιρα. Το κοινωνικό της σινεμά, το πολιτικό μήνυμα, το πικρό σχόλιο, η βαθιά ανθρωπιά της ταιριάζουν απόλυτα με το σύμπαν του Βρετανού αριστερού σκηνοθέτη. Μόνο που αν ο Λόουτς χρησιμοποιεί πολύ και στηρίζεται στον λόγο του Πολ Λάβερτι, η Καρέιρα επιλέγει ένα πιο ποιητικό σινεμά. Εκείνη θα τα πει όλα με μια παιδική κούκλα σ’ ένα ράφι. Ένα κεφάλι που γέρνει σ’ έναν ώμο. Μία πτώση - κυριολεκτική και εντός μας.
Κι αυτό το ήσυχο σινεμά πονάει πολύ. Σπαράζει. Γιατί αποδεικνύει ότι όσα καταγράφει με αυτή την ήπια τονικότητα (ωραία δουλειά του DP Kαρλ Κούρτεν που ξεβάφει την ηρωίδα στα γκρι και τα ξεθωριασμένα γαλάζια της αποθήκης) μάς είναι πλέον συνηθισμένα, οικεία. Έχουμε αποδεχθεί τους μηχανισμούς, δεν τους αμφισβητούμε. Ίσως να μη ρωτάμε καν πλέον τους ανθρώπους ποιοι είναι. Κι όταν πέφτουν μπροστά μας, έχουμε ξεχάσει το πρώτο ένστικτο - την αγκαλιά, την αλληλεγγύη, τη βοήθεια.
Η Τζοάνα Σάντος στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι η ήρεμη δύναμη, η καρδιά και το τραύμα της ταινίας προσωποποιημένο. Το κενό, μονίμως περιορισμένο βλέμμα σε συνθλίβει. Η ευγένεια κι η καλοσύνη της φωνής της, σε κάνει να ντρέπεσαι. Η χαρά που θα δείξει για λίγα λεπτά της ώρας μπροστά σε ένα πάγκο καλλυντικών, σε μαγκώνει. Η σιωπή της μπροστά στην απλή ερώτηση για τον ελεύθερο χρόνο της, σου ραγίζει την καρδιά.
Η Καρέιρα ξεκινά θύελλες στο μυαλό του θεατή, αλλά δεν είναι καταγγελτική, ούτε διδακτική. Δεν την ενδιαφέρει να ραγίσει καμία καρδιά - δεν είσαι εσύ στο κέντρο του κόσμου, ούτε την ενδιαφέρουν οι άκαρπες ενοχές σου. Το σύστημα πρέπει να κοιτάξει κανείς κατάματα, όχι να ντραπεί για το προνόμιο του, ούτε να δράσει φιλανθρωπικά. Να τσεκάρει τη σύνδεση με την ανθρωπιά του, την αλληλεγγύη του, την δικαιοσύνη των κοινωνιών του. Κοινωνιών σε ηθική πτώση που τσεκάρουν μόνο τις πτώσεις των χρηματιστηρίων κι όχι των ανθρώπων που καταρρέουν.