Μία 60χρονη γυναίκα κλείνει και κλειδώνει το σπίτι της. Αποθηκεύει λίγα πράγματα σε ένα ενοικιαζόμενο χώρο φύλαξης. Επιλέγει ακόμα πιο ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, τα απολύτως απαραίτητα, για να τη συντροφεύσουν στο βανάκι που έχει μετατρέψει σε τροχόσπιτο. Και ξεκινά. Σταδιακά θα τη γνωρίσουμε. Είναι η Φραν, πρόσφατα χήρα. Δεν έχασε απλώς τον άντρα της. Με τον τρόπο που κάποια μοναχική στιγμή θα κοιτάξει υγρά μια φωτογραφία, και κάποια άλλη θα μιλήσει με λεπτή διακριτικότητα για το τέλος του, καταλαβαίνουμε ότι έχασε τον έρωτα της ζωής της. Ηταν η τελευταία απώλεια. Πιο πριν είχαν και οι δύο χάσει τις δουλειές τους: ζούσαν στο Εμπάιρ της Νεβάδα, μια κωμόπολη που χτίστηκε στην μεταπολεμική Αμερική για να στεγάσει τους εργάτες του τοπικού ορυχείου. Το 2008, όταν η εταιρία φαλήρισε και το ορυχείο έκλεισε, όλοι οι κάτοικοι του Εμπαϊρ βρέθηκαν στο δρόμο. Μέσα σε λίγους μήνες η κωμόπολη έσβησε από το χάρτη. Οταν η Φραν μπαίνει στο βανάκι της και ξεκινά την περιήγησή της στα badlands της Αμερικής, ψάχνοντας περιστασιακές δουλειές και πάρκινγκ, μπορεί να κουβαλάει ελάχιστα πράγματα, αλλά όλες αυτές οι απώλειες χώρεσαν στις αποσκευές της. Τις φοράει βουβά, βαριά στο βήμα της. Με στωική αξιοπρέπεια στο βλέμμα της. Με εύθραυστη ενσυναίσθηση όταν σιγά σιγά γνωρίζει κι άλλους νομάδες κι ακούει τις ιστορίες τους. Ανθρώπους που δούλευαν μία ζωή σκληρά, αλλά τους πέταξε το χρεοκοπημένο σύστημα εκτός – από τα σπίτια τους, τις ζωές τους, την «κανονικότητα». Θα ακολουθήσουμε τη Φραν για ένα χρόνο στο δρόμο. Που πας όταν τα έχεις χάσει όλα; Και τελικά ποια ήταν αυτά τα «όλα»; Και ποια στα αλήθεια είχαν σημασία; Εσύ, πόσα θα χωρούσες σ' ένα βανάκι;
Εμπνευσμένη από το ερευνητικό βιβλίο της δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ «Nomadland: Surviving America in the Twenty-First Century» (2017), η Kλόι Ζάο (η σκηνοθέτης του υπέροχου «The Rider») δεν σκηνοθετεί απλώς την ιστορία μιας γυναίκας. Αλλά ούτε παραθέτει μία ταινία παρατήρησης για μία από τις μεγαλύτερες εσωτερικές μεταναστεύσεις στην Ιστορία της Αμερικής. Με εξαιρετική σεναριακή λιτότητα κι αυτοπεποίθηση, κάνει και τα δύο. Συνθέτει ένα παζλ από ανεκδοτικές ιστορίες αληθινών ανθρώπων, τις οποίες η κάμερά της καταγράφει με ψιθυριστή, νατουραλιστική ειλικρίνεια, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει τα πλάνα της για να μας δείξει ολόκληρη την εικόνα: μιας χώρας απέραντης και ταυτόχρονα εγκλωβισμένης σε cubicles, μοκέτες και πλαστικά φυτά. Μιας Αμερικής που τρέφεται από τους εργάτες της σ' ένα οικονομικό χωνευτήρι που εύκολα τους φτύνει. Τα σύγχρονα καραβάνια παραπεταμένων ανθρώπων δεν δουλεύουν «στα σταφύλια της οργής», αλλά στις αποθήκες της Amazon.
Η Ζάο έχει σαφές μήνυμα, αλλά σαφώς και δε θα το φωνάξει. Εμπιστεύεται για ακόμα μία φορά μετά το «The Rider» τον φωτογράφο της Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς για να αφήσει την εικόνα να μιλήσει ηχηρά: υπάρχει μία «συνομιλία» του ανθρώπου με τη φύση. Οι αχανείς εκτάσεις της, οι ανοιχτοί ορίζοντες σε καθιστούν χαμένο ή (αν το κοιτάξεις αλλιώς) για πάντα φιλοξενημένο; Η ζωή σε διώχνει ή σε προσκαλεί να την εξερευνήσεις; Είσαι άστεγος ή έχεις αναφαίρετο δικαίωμα στη σκέπη ενός απέραντου ουρανού με μεγαλειώδη σύννεφα και ηλιοβασιλέματα (που ο Ρίτσαρντς συλλαμβάνει μαγικά κι όχι τουριστικά); «Ηome is it just a word, or something you carry with you?» λέει ένας στίχος του Μόρισεϊ, τατουάζ στο μπράτσο μιας νομάδας.
Οχι, δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό ή ρομαντικό στον αγώνα για επιβίωση. Το παράπονο του εξοστρακισμού σου από την «πολιτισμένη» κοινωνία είναι παντού: στο μελαγχολικό φως που λούζει τα πλάνα, στο θλιμμένο τσέλο του υπέροχου μουσικού σκορ του Λουντοβίκο Εϊνάουντι. Ταυτόχρονα όμως σε ποιον ανήκει τελικά αυτή η χώρα; Και ποιος μας έχει πείσει ότι δε θα επιβιώσουμε χωρίς τα υλικά δεδομένα μας; Η σκηνοθεσία της Ζάο το συνθέτει όλα μαζί, γιατί η ζωή είναι όλα αυτά μαζί. Και αγωνία και ελπίδα. Και ήττα και νέοι αγώνες. Και μοναξιά και νέες φιλίες και αλληλεγγύη. Η Φραν επισκέπτεται τα (δωρεάν) δώρα της διαδρομής της: τα εθνικά πάρκα με τα αρχαία πετρώματα ή τα δάση με τα αιωνόβια δέντρα. Αγκαλιάζει με σεβασμό και πίστη τον τεράστιο κορμό τους. Η σκηνή δεν λέει τίποτα. Και τα λέει όλα. Το πρόβλημά μας είναι τεράστιο και ταυτόχρονα πολύ μικρό. Θα αντέξουμε.
Η επιλογή της Φράνσις ΜακΝτορμαντ στον κεντρικό ρόλο είναι ιδανική και καίρια. Η ερμηνεία της, ίσως η πιο συγκλονιστική στην καριέρα της. Το πρόσωπό της ένας γενναιόδωρος χάρτης: ακόμα κι αν νόμιζες ότι ήξερες τις διαδρομές στην εκφραστικότητά της, έχει κι άλλους προορισμούς να σε πάει, κι άλλα να σου δείξει. Σημαντικότερο όλων όμως ο «ρόλος» της στην ταινία. Η Φραν στέκεται βουβή, δεν μιλάει πολύ. Ακούει. Μιλούν οι αληθινοί άνθρωποι, οι πραγματικοί νομάδες που κατοικούν την ταινία με τα ονόματά τους. Η Λίντα-Μέι θα εξομολογηθεί πώς έφτασε κοντά στην αυτοκτονία, όταν κατάλαβε ότι ενώ δουλεύει από τα 12 της χρόνια, η σύνταξη δεν της επιτρέπει να ζήσει. Η Σουάνκι θα αποκαλύψει ότι είναι στα τελευταία στάδια καρκίνου και προτιμά να ταξιδεύει στην ύπαιθρο, παρά να πεθάνει σε νοσοκομεία. Ο Μπομπ Γουέλς, ο γενειοφόρος μέντορας των καραβανιών του νέου Κραχ, θα συντρέξει, θα στηρίξει, θα εμπνεύσει με το λόγο του τους νέους οικονομικούς μετανάστες.
Η ΜακΝτόρμαντ, μια ηθοποιός, επιλέγεται (και) για να μάς θυμίζει ότι εισβάλουμε σ' έναν κόσμο στον οποίο είμαστε ξένοι. Και θα μας δείξει πώς να το κάνουμε: ακούγοντας. Με σεβασμό, ενσυναίσθηση, συμπόνοια. Αλλά καμία λύπηση. Η σωματική και συναισθηματική ερμηνεία της είναι μαγική. Το βλέμμα της πέφτει στους ανθρώπους με αξιοπρέπεια κι αυτή αντανακλάται στην οθόνη και πάνω μας. Δε θα επιτρέψει οτιδήποτε άλλο. Γίνεται άγκυρα, σε κάθε σκηνή, για να στηρίξει τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο δρόμο και δίνουν τον αγώνα τους. Το κάνει απλά, φυσικά, αλλά και τόσο μελετημένα. Το σώμα της, η κίνηση, ο εργατικός μόχθος, η τραχιά της όψη. Φοράει την Φραν σαν κάκτο της ερήμου: θα επιβιώσει με λίγα, αλλά έχει και τα αγκάθια της. Δεν την πλησιάζεις εύκολα, επιπόλαια, κι αν πρόκειται να την κρίνεις.
Αυτή η σεναριακή επιλογή είναι και η πιο πολιτική δήλωση της Ζάο. Το σύστημα, που στηρίζουμε με προσωπικό κόστος και θυσίες, πετά εκτός μία γυναίκα, μία φιλόλογο που δίδασκε τους μαθητές της Μάκμπεθ (σ' ένα σούπερ μάρκετ μία πρώην μαθήτριά της την αναγνωρίζει και απαγγέλει). Μετά τη λυπόμαστε ή της κουνάμε το δάχτυλο για τις επιλογές της. Ή παρακολουθούμε τη διαδρομή της και, σε κάθε σεκάνς, σιωπηλά ευχόμαστε να αποδεχθεί τις προτάσεις για φιλοξενία, για φιλανθρωπία. Να βρεθεί «λύση». Η σεναριακή επιλογή είναι η απάντησή μας. Κανείς δε θέλει ένα ξεροκόματο που θα του πετάξει η οικογένεια, η γειτονιά, η κοινωνία. Θέλει ένα σύστημα που στηρίζει και εκείνο με τη σειρά του, με σωστά θεμέλια και ακλόνητους θεσμούς, τον άνθρωπο. Δουλειά, αμοιβή, ασφάλεια, ακεραιότητα. Δικαίωμα να ζεις, όχι να επιβιώνεις. Αλλιώς, όσο επικρατεί απληστία, όσο κάνουμε ό,τι δεν βλέπουμε για την κατάρρευση δομών κι αξιών, οι άνθρωποι θα μένουν στο δρόμο. Και οι χώρες, οι κοινωνίες, εμείς, θα χάνουμε ολοένα και περισσότερο τον δικό μας.