Το «Cemetery of Splendουr» είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιδιοσυγκρασιακή φιλμογραφία του Απιτσατπονγκ Βιρασετάκουν, ένα ακόμη ακροβατικό πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την πραγματικότητα με τη φαντασία, το πολιτικό σινεμά με τα προσωπικά βιώματα, την παράδοση μιας ολόκληρης χώρας με έναν νέο τρόπο να βλέπεις τον κόσμο.
Πολύ κοντά στην προβληματική του βραβευμένου με το Χρυσό Φοίνικα «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές», το «Cemetery of Splendοur» διαδραματίζεται στη μέση ενός δάσους στην πόλη Κον Καέν (γενέτειρα του Απιτσατπόνγκ), εκεί όπου βρίσκεται ένα νοσοκομείο με τραυματισμένους στρατιώτες οι οποίοι πάσχουν από ναρκοληψία. Μια μεσήλικη νοικοκυρά αναλαμβάνει τη φροντίδα ενός από αυτούς, ενώ ένα μέντιουμ διαβάζει τις σκέψεις του την ώρα που κοιμάται.
Ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν δεν έκρυψε ποτέ το γεγονός πως όλες του οι ταινίες μιλούν για την ταραγμένη Ταϊλάνδη του σήμερα και το νέο του φιλμ είναι το πιο πολιτικό απ' όλα με τη στρατιωτική χούντα να προστίθεται ως ακόμη ένα ιστορικό λάθος σε μια ταραγμένη εθνική ιστορία και να αφήνει ήδη πληγές που θα χρειαστούν επούλωση στο μέλλον.
Ισως γι' αυτό η ιδέα ενός νοσοκομείου και μιας σειράς στρατιωτών που πέφτουν ξαφνικά σε λήθαργο μοιάζει τόσο συνταρακτικά συμβολική για ένα λαό που τον έχουν βυθίσει σε έναν αιώνιο ύπνο απραξίας και μη αντίστασης.
Ισως γι' αυτό και η γυναίκα που το ένα πόδι της είναι κοντύτερο από το άλλο και η αγάπη της για τον στρατιώτη που έχει αναλάβει σχεδόν μητρική, είναι η ίδια η Ταϊλάνδη. Μια χώρα που περπατά κουτσαίνοντας πάνω στα ερείπια ενός ένδοξου παρελθόντος (το «νεκροταφείο της αίγλης» του τίτλου), θέλοντας να προσφέρει την αγάπη της σε έναν κόσμο που θα συνεχίσει να την αρνείται, ζητώντας ίσως για αντάλλαγμα κάποιον να γλείψει (κυριολεκτικά) την πληγή της σε μια από τις μεγαλειώδεις και λυτρωτικά αποκρουστικές σκηνές που είδαμε πρόσφατα στο σινεμά.
To σινεμά του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν είναι βαθιά ποιητικό, αστείο (ποτέ μια στύση δεν ήταν τόσο χαριτωμένα αθώα όσο εδώ), μελαγχολικό και πικρό μαζί, τρυφερό σαν μια ιστορία που διαβάζει κάποιος σε ένα παιδί πριν κοιμηθεί και ελεύθερο (σε αντίθεση με τη χώρα του) να ταξιδεύει σαν ένας θρύλος ανάμεσα σε πρόσωπα που γράφουν τη δική τους ιστορία, χώρους που αλλάζουν μορφολογία ανάλογα με το πως τους περιγράφεις, νέον φώτα που σε ένα εικαστικό επίτευγμα αλλάζουν χρώματα για να περιγράψουν κάθε πιθανή συναισθηματική μετάπτωση και τελικά ένα σινεμά συγκινητικό που μέσα στην άναρχη και συχνά ακατανόητη υφή του μοιάζει με ένα «τριπάκι» που αρχίζει να ενεργεί χωρίς να το καταλαβαίνεις και δεν τελειώνει παρά μόνο όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με το «Ο Θείος Μπούνμι...», ο Ταϊλανδός με το περίεργο όνομα παραμένει το ίδιο επαναστατικός, το ίδιο ονειρικός, το ίδιο έτοιμος να προ(σ)καλέσει το θεατή να δει τον κόσμο, τη χώρα του, τον εαυτό του και το ίδιο το σινεμά με τα μάτια ορθάνοιχτα (σε ένα φινάλε που αξίζει να κρατήσεις ταυτόχρονα σαν πολιτικό μήνυμα και στάση ζωής), σαν αυτό να είναι ο μοναδικός τρόπος για να μην ξεχάσουμε ποτέ...
Περισσότερες κριτικές από το 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- Interruption του Γιώργου Ζώη
- Diary of a Teenage Girl της Μάριελ Χέλερ
- Ορκισμένη Παρθένα της Λάουρα Μπισπούρι
- Φρενίτιδα του Εμίν Αλπέρ
- Box του Φλορίν Σερμπάν
- Κισσός του Τόλγκα Καρατσελίκ
- Το Ξύπνημα της Ανοιξης του Κωνσταντίνου Γιάνναρη
- Rams του Γκριμούρ Χακόναρσον
- Mustang της Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν
- Chronic του Μισέλ Φράνκο
- Καυτός Ηλιος του Ντάλιμπορ Μάτανιτς
- 600 Μίλια του Γκάμπριελ Ριπστάιν
- «Απο Μακριά» του Λορένσο Βίγας
- «Ο Γιος του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες