Η πρώτη ταινία του Γκαμπριέλ Ριπστάιν, που απέσπασε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Βερολίνο, είναι μια αλλιώτικη, κοντινή, σχεδόν σιωπηλή ματιά στον κόσμο του παράνομου εμπορίου όπλων μεταξύ Η.Π.Α. και Μεξικό, πολύ μακριά από την όποια λάμψη ενός «Εσκομπάρ», ή την ένταση ενός «Sicario» ή οποιαδήποτε στιλιζαρισμένη αμερικανική απόπειρα καταγραφής αυτού του βρώμικου, τόσο κοντά στο θάνατο, σύμπαντος.
Στα «600 Μίλια», ένας πρωτάρης του καρτέλ, ο Αρνούλφο, πρόθυμος αλλά άπειρος, συγκεντρώνει από την Αμερική όπλα που πωλούνται ελεύθερα, για να τα περάσει στο Μεξικό - η κριτική του Ριπστάιν στο πώς οι Η.Π.Α. τροφοδοτούν το λαθρεμπόριο είναι διακριτική αλλά ξεκάθαρη. Οταν η επιχείρησή του πάει απελπιστικά στραβά, θα καταλήξει να οδηγεί τα 600 αυτά μίλια ως το σημείο παράδοσης σ' ένα αυτοκίνητο γεμάτο πυρομαχικά, κρατώντας όμηρο και χειρόδετο έναν αστυνομικό. Οι δυο άντρες, οι δυο αντίθετες πλευρές ενός θαμπού νόμου, θ' αναγκαστούν να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον, μια και δεν έχουν άλλον τρόπο να επιβιώσουν.
Φυσικό φως, αληθινοί χώροι, κάμερα στο χέρι διαμορφώνουν μια σκηνοθετική αισθητική που προσομοιάζει το ντοκιμαντέρ και, πράγματι, ο Ριπστάιν περνά αρκετά περισσότερο χρόνο παρατηρώντας τους ήρωές του, παρά βάζοντάς τους να μιλούν - ακόμα και στις λίγες, αλλά καθοριστικές σκηνές δράσης, η κάμερα συνήθως κοιτάζει κάπου αλλού και ο ήχος είναι αυτός που συμπληρώνει το παζλ. Το πεδίο του Ριπστάιν είναι τα απέραντα μέρη του τίποτα και οι άνθρωποι του τίποτα: χαμένα κορμιά σ' ένα γεωγραφικό και κοινωνικοπολιτικό κλουβί όπου οι γκρίνγκος θα γίνουν μπάτσοι κι οι λατίνοι εγκληματίες, προκαθορισμένα. Ο Τιμ Ροθ στο ρόλο του αστυνομικού (και executive producer) στην ταινία, συνεχίζει τον κινηματογραφικό τουρισμό του, παίζοντας τον Τιμ Ροθ με διαφορετικές προφορές. Ο Κριστιάν Φερέρ στο ρόλο του Αρνούλφο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και δύναμη, καθώς ξεδιπλώνει με μικρές αλλά καθοριστικές λεπτομέρειες (μια εξαιρετική σκηνή μπροστά στον καθρέφτη αλά ΝτεΝίρο στον «Ταξιτζή»), έναν ήρωα εύθραυστο, υπερβολικά ευαίσθητο για το μάτσο προφίλ που είναι αναγκασμένος να υποδυθεί.
Ο Γκαμπριέλ Ριπστάιν, τρίτη γενιά της οικογένειας που έφερε στο σινεμά πρώτα τον παραγωγό Αλφρέντο κι επειτα τον Αρτούρο Ριπστάιν, τον σπουδαιότερο σκηνοθέτη της Λατινικής Αμερικής κι έναν από τους σημαντικότερους του σύγχρονου κινηματογράφου, φυλά για το τέλος, κυριολεκτικά προς το... τέλος των τίτλων τέλους, χωρίς εικόνα αλλά με ήχο, το μοναδικό σκηνοθετικό «κόλπο» που επιτρέπει στον εαυτό του, μια ηχητική αποκάλυψη που δίνει μια πιο μεστή ανάλυση του ενός από τους δυο ήρωες. Κατά τα άλλα, η τόσο μεγάλη απόσταση από τα τεκταινόμενα κι η αφαιρετικότητα στα πρόσωπα και στη δράση, συνθέτουν μια ταινία που είναι πιο ενδιαφέρουσα στην περιγραφή παρά στη θέασή της - γιατί από την πολλή ησυχία, καταλήγεις να μην ενδιαφέρεσαι αρκετά για όσα συμβαίνουν στην οθόνη και σίγουρα να μην κρατάς το φιλμ στη μνήμη για πολλά περισσότερα πράγματα από το επώνυμο του σκηνοθέτη της.
Η ταινία «600 Μίλια» του Γκαμπριέλ Ριπστάιν προβάλλεται σε επανάληψη σήμερα, Κυριακή 8 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα στις 18.00.