Ο Γιάνους είναι ένας άντρας που δεν σοκάρεται εύκολα. Ιατροδικαστής της αστυνομίας, καταφθάνει σε τόπους εγκλημάτων και βρίσκει τον άνθρωπο, τη σάρκα του, στην χειρότερη παρακμή, αποσύνθεσή του. Κορμιά πρησμένα, κορμιά διαμελισμένα, αίμα παντού. Ο Γιάνους θα κάτσει μετά να φάει το πιο καυτερό φαγητό, ταλαιπωρώντας το δικό του σώμα, κατεβάζοντας τοξίνες και χοληστερίνη με μπουκάλια βότκα. Η Ολγκα, η μοναχοκόρη του, του το επισημαίνει. Βέβαια, μετά το θάνατο της μητέρας της (η οποία έχασε την μάχη με το άρρωστο σώμα της), και η ίδια φέρεται εχθρικά στο δικό της: βουλιμική, αρνείται το φαγητό της, κατεβάζει μόνο κέικ και σοκολάτες που αμέσως μετά ξερνά πίσω από τις κλειστές πόρτες του μπάνιου. Οταν μία τελευταία κρίση τη βρίσκει λιπόθυμη στον εμετό της, ο πατέρας της την κλείνει σε ψυχιατρική κλινική για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Εκεί η Ολγκα περνάει στην φροντίδα της Αννα - μίας ψυχοθεραπεύτριας που έχει τις δικές της πληγές. Εχασε το παιδί της όταν αυτό ήταν ακόμα μηνών. Από τότε πιστεύει ότι οι νεκροί βρίσκονται ανάμεσά μας και βοηθά οικογένειες συγγενών να επικοινωνήσουν μαζί τους. Για την Αννα, το σώμα δεν έχει σημασία. Μόνο η ψυχή. Εκτός από τις στιγμές που λαχταρά οικειότητα. Και παίρνει αγκαλιά το τεράστιο κορμί του μολοσσού σκύλου της κι αποκοιμιέται.
Ακολουθεί αναδημοσίευση της κριτικής του Flix για την ταινία από το Φεστιβάλ Καννών 2015.
Η Πολωνή σκηνοθέτης Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα επιχειρεί ένα δράμα χαρακτήρων στη σύγχρονη Πολωνία με το σώμα ως τον (δυστυχώς προφανή) συμβολισμό. Είμαστε χώμα και νερό. Είμαστε σάρκα και κόκκαλα και αίμα. Ή είμαστε βασανισμένες ψυχές μέσα σε σώματα που έχουν ημερομηνία λήξης; Πώς επικοινωνούμε, πώς ζητάμε βοήθεια, τι λένε τα κορμιά μας για εμάς;
Η Σουμόφσκα («In the Name of...», «Elles», «33 Scenes From Life») ισορροπεί μεταξύ σκληρού ρεαλισμού (δεν αποτυπώνει τα πάντα που ο ιατροδικαστής ήρωάς της έρχεται αντιμέτωπος, αλλά αρκετά από αυτά) λυρισμού (το φως στις σκηνές της με την Αννα αλλάζει, ζεσταίνει, υποπτεύει ότι κάτι διαφορετικό καταλαμβάνει τον αέρα γύρω από τα ανθρώπινα κορμιά) κι ενός κατάμαυρου χιούμορ που εξανθρωπίζει το δράμα το οποίο περιγράφει: είμαστε αστείοι μέσα στη θνησιμότητά μας. Είμαστε αστείοι μέσα στις, ακόμα και τραγικές, ζωές μας. Είμαστε αστείοι που νομίζουμε ότι είμαστε τόσο σημαντικοί.
Το μόνο όμως πρόβλημα με την ταινία είναι ότι παίρνει τον εαυτό της πολύ σοβαρά: ακόμα κι όταν θεωρεί ότι λέει κάτι σημαντικό, στην ουσία χαϊδεύει την επιδερμίδα του θέματος. Δεν τολμά κάτι πραγματικά συγκλονιστικό, κάτι πρωτοφανές, κάτι που θα σοκάρει τις αισθήσεις σου και θα ανοίξει έναν σημαντικό κινηματογραφικό διάλογο. Τα έχεις ξαναδεί όλα αυτά και τους συμβολισμούς και τις αντιθέσεις και τα ερωτήματα που θέτει η Σουμόφσκα. Και ίσως τα έχεις ξαναδεί και σε καλύτερες ταινίες.
Συγκρατούμε τις ερμηνείες (ειδικά της Μάγια Οστασέφσκα του «Katyn») και την μελαγχολία της εικόνας που μας δίνει να καταλάβουμε πολλά περισσότερα για τη γλώσσα του σώματος του «Body», από όσα το σενάριό του.