Το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης επέλεξε φέτος ως επίσημο καλεσμένο του τον ελληνικής καταγωγής ντοκιμαντερίστα Λούι Ψυχογιό. Ο 62χρονος κινηματογραφιστής ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 70 την καριέρα του στη φωτογραφία και μέσα στα χρόνια εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο διάσημους, από τους πιο ακριβοπληρωμένους και από τους πιο επιδραστικούς φωτογράφους στον κόσμο (υπηρετώντας το National Geographic για 2 δεκαετίες, αλλά και συνεργαζόμενος με τις σπουδαιότερες εφημερίδες και τα μεγαλύτερα περιοδικά όπως τα Newsweek, Time, New York Times, Fortune κλπ).
Μέχρι που στα τέλη των 00ς άφησε το φωτογραφικό φακό για τον κινηματογραφικό. Σκηνοθετώντας το «The Cove» (2009) κέρδισε το Οσκαρ ντοκιμαντέρ και ξεκίνησε έναν παγκόσμιο διάλογοκαι την ακτιβιστκή του δράση για τα οικολογικά θέματα που πάντα τον απασχολούσαν και τον απασχολούν και μέχρι σήμερα. Δέκα χρόνια και 4 τέσσερις ταινίες μετά, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πήρε από το φεστιβάλ #CarteBlanche για να προτείνει 10 ντοκιμαντέρ άλλων σκηνοθετών που πιστεύει ότι όλοι μας πρέπει να έχουμε δει.
photo credit: Βασίλης Βερβερίδης (motionteam.gr)
Στο κατάμεστο Ολύμπιον μάς παρουσίασε το «The Cove» και αποδέχθηκε, ταπεινός και γλυκύτατος, το τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της καριέρας του και της προσφοράς του από τα χέρια του Γιώργου Αρβανίτη, εμβληματικου διευθυντή φωτογραφίας και Πρόεδρου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το Flix τον συνάντησε την επόμενη μέρα σε μία συζήτηση ενθουσιώδη και επιδραστική. Χειμαρρώδης, παθιασμένος με τα περιβαντολλογικά θέματα, συγκινημένος που βρέθηκε στην Ελλάδα, ο Λούι Ψυχογιός μάς μίλησε για όλους και για όλα: τα διάσημα χρόνια του στο National Geographic, το πέρασμα στο σινεμά, το Οσκαρ, τη Μέριλ Στριπ, την οικολογία, τα social media, τον Ντόναλντ Τραμπ.
Και σε μία ιδίατερη στιγμή, καθώς τα νέα ήταν πολύ πρόσφατα, και για τον εκλιπόντα Γιάννη Μπεχράκη.
99% Eλληνας Πριν από δύο εβδομάδες έκανα ένα DNA test και μόλις πήρα τα αποτελέσματα: είμαι 99% Ελληνας. Κοιτάξτε, ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Σελλασία, ένα μικρό χωριό έξω από τη Σπάρτη. Οταν ξέσπασε ο Εμφύλιος έφυγε για την Αμερική – γιατί, από όσα καταλαβαίνω, είχε κτήματα στο χωριό και εκδιώχθηκε ως “τσιφλικάς”. Στην Αμερική γνώρισε και παντρεύτηκε μία γυναίκα, την μητέρα μου, που η καταγωγή της ήταν από ένα χωριό 5 χιλιόμετρα μακριά από το δικό του.
Eνιωθα και νιώθω Ελληνας Υπήρχαν 12-15 ελληνικές οικογένειες στο Ντεμπιούκ, την κωμόπολη της Aϊοβα που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αλλά ήμασταν όλοι πολύ κοντά – πηγαίναμε στην ελληνική εκκλησία, στο ελληνικό σχολείο τις Κυριακές, παίζαμε μπάσκετ στην ελληνική ομάδα. Δυστυχώς δεν μιλάω ελληνικά – 6 χρόνια ελληνικού σχολείου, αλλά δεν έμαθα. Τώρα που είμαι εδώ, χαίρομαι που κάποια πράγματα τα καταλαβαίνω. Αλλά ήμουν ηλίθιος μικρός – δεν ήθελα, αρνήθηκα να κάτσω και να μάθω.
Πάντα οι φωτογραφίες μου είχαν κάτι κινηματογραφικό Aν κοιτάξετε τις δουλειές μου, τα πορτρέτα μου στο National Geographic για το Κογκρέσο για παράδειγμα, είχαν πάντα ένα κινηματογραφικό στήσιμο: μεγάλα κάδρα, επικούς φωτισμούς, βάθος, χαρακτήρες, στόρι. Στα τέλη του 70 και στις αρχές 80 κανείς δεν αντιμετώπιζε έτσι τη φωτογραφία, αυτό μου έδωσε κάπως το copyright. Κι αυτό γιατί είχα σπουδές διευθυντή φωτογραφίας κι αυτό ήθελα πάντα να κάνω.
18 χρόνια στο National Geographic Κάποιος μου είχε πει ότι είναι πιο πιθανό να γίνω αστροναύτης από φωτογράφος του National Geographic – ήταν ένα πολύ κλειστό γκρουπ, δεν έκαναν νέες προσλήψεις – δεν είχαν προσλάβει ούτε έναν νέο φωτογράφο για μια ολόκληρη δεκαετία όταν εμφανίστηκα εγώ. Κέρδισα έναν διαγωνισμό για τον καλύτερο νέο φωτογράφο της χρονιάς στο κολλέγιό μου και έτσι κέρδισα και μία θέση ως μαθητευόμενος στο National Geographic. Κάποιος τότε με συμβούλευσε να «κάνω τη διαφορά» - υπάρχουν πολλοί εξαιρετικοί φωτογράφοι στον κόσμο, για να σε προσέξουν και να σε προσλάβουν πρέπει να έχεις μια ιδέα που θα σε ξεχωρίσει από το πλήθος.
Χρωστάω την καριέρα μου στα σκουπίδια Και είχα μια ιδέα: να φωτογραφίσω τα σκουπίδια. Ηταν η εποχή που ξυπνούσαμε και βλέπαμε την περιβαντολλογική καταστροφή που κάναμε στον πλανήτη. Φωτογράφισα με κόνσεπτ σκουπίδια και με έβαλαν εξώφυλλο στο τεύχος για την οικολογία. 11 εκατομμύρια άνθρωποι αγόραζαν τότε το περιοδικό και συνήθως το έβλεπαν 4 άνθρωποι ανά τεύχος – 44 εκατομμύρια συνολικά. Δεν το ήξερα τότε, αλλά οι έρευνες λένε ότι αν καταφέρεις και ενεργοποιήσεις το 10% του συνολικού σου πληθυσμού, τότε έρχονται κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Από αυτό το εξώφυλλο ξεκίνησε μία τεράστια συζήτηση για την ανακύκλωση που άλλαξε πολλά. Τότε κατάλαβα τη δύναμη της φωτογραφίας. Και στο National Geographic κατάλαβαν ότι άξιζα να με προσλάβουν μόνιμα. Εμεινα 18 χρόνια εκεί.
Παραιτήθηκα 3 φορές γιατί δεν άντεχα τόση μοναξιά Εγινα διάσημος, ήμουν ο πιο καλοπληρωμένος τους φωτογράφος, έβαλα την υπογραφή μου σε μερικά από τα πιο δημοφιλή θέματα, τεύχη, εξώφυλλα του National Geographic. Ομως παραιτήθηκα 3 φοράς, γιατί δεν άντεχα τόση μοναξιά. Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει ίσως τι σημαίνει να ζεις μέσα από μία βαλίτσα γυρίζοντας τον κόσμο. Ακούγεται περιπετειώδες και γοητευτικό όταν είσαι μικρό, αλλά μετά από λίγο καιρό σε σκοτώνει αυτή η μοναξιά. Είχα την καλύτερη δουλειά στον κόσμο, αλλά ήμουν δυστυχισμένος – ήθελα οικογένεια, παιδιά. Κάθε φορά που υπέβαλα την παραίτησή μου, μού διπλασίαζαν τον μισθό μου.
O Tζίμι Κλαρκ αριστερά κι ο Λούι Ψυχογιός δεξιά με το πλήρωμα των δυτών του ντοκιμαντέρ
Το περιοδικό Fortune, άλλαξε την τύχη μου Χρωστάω την μετάβασή μου στο σινεμά στη συνεργασία μου με το περιοδικό Fortune. Εκανα τα πορτρέτα πάρα πολύ διάσημων, πλούσιων ανθρώπων: Μπιλ Γκέιτς, Στιβ Τζομπς, ναι, Ντόναλντ Τραμπ (κι όλοι από τότε ξέραμε ότι ήταν ένας μεγάλος μαλάκας). Ετσι γνώρισα τον Τζιμ Κλαρκ – σ' ένα τεύχος για την επανάσταση της πληροφορίας. Τότε ο Τζιμ ήταν ο πάπας των νέων τεχνολογιών, αυτός έβαλε τα θεμέλια στη Silicon Valley – εφηύρε τον πρώτο 3D εκτυπωτή και πολύ πριν την google αυτός ήταν ο ιδρυτής του Netscape, μεταξύ πολλών άλλων. Είχε πάθος με τη φωτογραφία και μου είπε “θέλω να με κάνεις καλό φωτογράφο”. Και του απάντησα “κι εγώ θέλω να με κάνεις δισεκατομμυριούχο”. Γίναμε φίλοι. Με έπαιρνε με το ιδιωτικό του τζετ και ταξιδεύαμε σε όλο τον κόσμο. Του μάθαινα φωτογραφία και πώς να κοιτά την κάθε γωνιά του πλανήτη. Είχε πάθος με το νερό κι εφηύρε τον καλύτερο εξοπλισμό για καταδύσεις και την πιο άρτια αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή. Βουτούσαμε και φωτογραφίζαμε στα πιο απίθανα μέρη για καταδύσεις στον κόσμο.
Η γέννηση του «The Cove» Από χρόνο σε χρόνο, κάθε φορά που επιστρέφαμε σ' ένα σημείο κατάδυσης, βλέπαμε την καλπάζουσα οικολογική καταστροφή. Μια φορά με πήρε με το αεροπλάνο του και πετάξαμε στη Παπούα-Νέα Γουινέα γιατί ήθελε να μου δείξει τον αγαπημένο του κοραλλογιενή ύφαλο. Βουτήξαμε και δεν υπήρχε τίποτα. Είχε εξαφανιστεί. Δεν ξέρουμε πώς – μάλλον από ψάρεμα με δυναμίτη. Τον έπιασαν τα κλάματα. «Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι για αυτό». Και του απάντησα: «γιατί όχι εγώ κι εσύ;» Κι έτσι κάναμε. Εβαλε τα χρήματα κι εγώ το βλέμμα μου και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα του «The Cove».
Γιατί ντοκιμαντέρ κι όχι μία έκθεση φωτογραφίας; Γιατί το είχα ξεκάθαρο μέσα μου: το σινεμά έχει πρόσβαση σε περισσότερο κόσμο. Κάνεις μία έκθεση σ' ένα μουσείο και βλέπουν τη δουλειά σου μερικές χιλιάδες επισκεπτών. Γυρίζεις μία ταινία και την βλέπουν εκατομμύρια – σε βάθος χρόνου.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο πέρασμα στο σινεμά; Η ομαδική δουλειά. Ο φωτογράφος είναι συνηθισμένος να δουλεύει μόνος του. Στο σινεμά έχεις ομάδα, συνεργάτες, συνεργείο. Ο Τζον Φορντ είχε πει ότι «το σινεμά παράγει κινούμενες φωτογραφίες από ένα στρατό από ανθρώπους». Κι έχει δίκιο. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχεις μαζί σου τον καλύτερο στρατό. Για να πεις μία ιστορία με τον καλύτερο, τον πιο δυναμικό τρόπο πρέπει να έχεις εξαιρετικό σεναριογράφο, καλλιτέχνη διευθυντή φωτογραφίας, τσακάλι ηχολήπτη, μαέστρο μοντέρ. Εμείς δε θέλαμε να κάνουμε απλά ντοκιμαντέρ. Θέλαμε να κάνουμε ντοκιμαντέρ που θα άλλαζαν τον κόσμο. Ο Μαρκ Τουέιν είχε πει ότι «η διαφορά μιας λέξης από τη σωστή λέξη, είναι η διαφορά ανάμεσα στο φως και στον κεραυνό». Το ίδιο συμβαίνει και με τις σωστές εικόνες. Εμείς θέλαμε να προκαλέσουμε κεραυνούς, οπότε χρειαζόμασταν τα καλύτερα εργαλεία. Τον καλύτερο στρατό.
Το Οσκαρ και η Μέριλ Στριπ Να σας πω την αλήθεια, όχι απλώς δεν περίμενα το Οσκαρ, δεν περίμενα κανένα βραβείο. Κι ούτε ήξερα ότι ήταν τόσα πολλά! Θυμάμαι ότι κερδίσαμε το πρώτο, το Critic's Choice Awars, κι ανέβηκα στη σκηνή κι από κάτω ήταν η Μέριλ Στριπ. «Ω Θέε μου, η Μέριλ Στριπ. Εγώ τι κάνω σε αυτό το δωμάτιο;» Είπα την καλύτερη ιστορία που μπορούσα να αφηγηθώ για το «Cove» στον ευχαριστήριο λόγο μου, κατέβηκα από τη σκηνή κάθιδρος. Μετά από λίγο ένα ακόμα βραβείο, εγώ στη σκηνή, η Μέριλ Στρπ από κάτω. Τότε κατάλαβα αυτό ήταν μόνο.... η πρώτη εβδομάδα. Επρεπε να γράψω 30 λόγους, να λέω κάτι διαφορετικό. Η οσκαρική κούρσα είναι κάτι παρανοϊκό – πώς αντέχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι! Φυσικά και είμαι ευγνώμων – τα Οσκαρ έκαναν το «Cove» διάσημο, κι ενέπνευσαν εκατομμύρια κόσμου να το δει. Δεν κάναμε την ταινία για το Οσκαρ, αλλά το Οσκαρ βοήθησε στο σκοπό μας: να ανοίξουμε τον παγκόσμιο διάλογο για την οικολογία.
Η ώρα για να πανικοβληθούμε για το περιβάλλον είναι τώρα Yπάρχουν πολλοί λόγοι που η συλλογική μας συνείδηση αλλάζει μεν, αλλά πολύ αργά, όσο αφορά στην οικολογία. Που δεν έχουμε πάρει άμεσα, δραστικά, μαζικά μέτρα. Πρώτον, η καταστροφή του πλανήτη μοιάζει με κάτι πολύ μελλοντικό. Κάτι που σχεδόν δεν αφορά τη δική μας ζωή. Δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει τι έχει γίνει ήδη, ή τι θα γίνει σε πολύ λίγο. Τον ξεπερνά. Δεύτερον, μεγάλα συμφέροντα και πολιτικά λόμπι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα γιατί αυτό θα φέρει ευθύνες που μεταφράζονται σε χασούρα των μεγάλων βιομηχανιών ανά τον κόσμο. Τρίτον, εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε από μόνοι μας να κάνουμε κάποια αλλαγή. Κι αυτό δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. O φίλος μου Πολ Χόκεν έγραψε το «Drawdown» - ένα βιβλίο που εξηγεί 100 τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε, όχι απλά να σταματήσουμε, αλλά να αναστρέψουμε την κλιματολογική αλλαγή. Κι ο πρώτος είναι η αλλόγιστη χρήση της ψύξης, για παράδειγμα. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε τη χρήση των ψυγείων και των air condition και να σταματήσουμε τη μόλυνση με τα χημικά που χρησιμοποιούν για να παγώνουν τον αέρα.
Veganism – κάτι πολύ περισσότερο από χίπστερ τρεντ Ή να αλλάξουμε τον τρόπο που τρώμε – να κόψουμε το κρέας. Μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά η απόφαση του τι θα φας 4 φορές τη μέρα, 7 μέρες την εβδομάδα, μπορεί να αντιστρέψει την οικολογική καταστροφή στον πλανήτη. Σταμάτησα να τρώω οτιδήποτε περπατάει το 1986 που φωτογράφησα ένα σφαγείο και αποφάσισα ότι δε θα είμαι κομμάτι αυτής της βιομηχανίας. Συνέχισα να τρώω ψάρια πιστεύοντας ότι το σώμα μου χρειάζεται κάτι σε ζωική πρωτεΐνη -ήμουν εντελώς λάθος- αλλά έπαθα μόλυνση από τον υδράργυρο, οι τιμές του υδράργυρου στο σώμα μου ήταν 45% πάνω από όσο έπρεπε και παραλίγο να πεθάνω. Πριν από 8 χρόνια έγινα Vegan. Θυμάμαι ότι όταν είχα γνωρίσει μια φίλη μου που είχε γίνει vegan τι ρώτησα με απορία τι τρώει. Και μου είχε απαντήσει «όλα τα υπόλοιπα». Τα μεγαλύτερα ποσοστά πρωτεΐνης προέρχονται από φυτά. Είμαστε απλά απληροφόρητοι. Γυρίσαμε ένα ντοκιμαντέρ «Game Changers» που γύρισα πέρσι καταρρίπτει ακριβώς αυτή τη φοβία: ότι θα αρρωστήσουμε χωρίς κρέας. Παρακολουθώ και καταγράφω τη διαιτολογική στροφή των ανθρώπων και μπροστά στο φακό μου να γίνονται δυνατότεροι, με περισσότερη ενέργεια κι ευεξία. Παγκόσμιοι πρωταθλητές, οι πιο δυνατοί άνθρωποι στον κόσμο, είναι vegans.
Είμαι μεγάλος υπερασπιστής των social media To ξέρω ότι όλος ο κόσμος τα κατηγορεί για τις καταστροφικές τους συνέπειες. Ομως εγώ τα ευγνωμωνώ. Γιατί, αν τα χρησιμοποιήσεις σωστά, είναι το πιο επιδραστικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας. Μια φωτογραφία με μια λεζάντα στο instagram, ένα hashtag σε twitter και facebook, μία viral καμπάνια στα social μπορεί να πληροφορήσει και να ξεσηκώσει εκατομμύρια κόσμου σε όλες τις γωνιές στον πλανήτη και, λόγω των αλγόριθμων, την ίδια στιγμή! Δεν μπορείς να κατηγορείς τις νέες τεχνολογίες. Πρέπει να τις καταλαβαίνεις και να τις χρησιμοποιείς σωστά. Αυτή είναι η νέα γλώσσα, αυτή πρέπει να μιλήσουμε.
Κατά κάποιον τρόπο, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν χρήσιμος Οτι ξαφνικά έχεις για Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών έναν τόσο ηλίθιο, επικίνδυνο, σατανικό άνθρωπο, ξυπνάς. Ο Τραμπ μάς έφερε αντιμέτωπους με τις ευθύνες μας, μάς ταρακούνησε. Μάς ένωσε σ' έναν κοινό σκοπό, μάς έκανε επιτακτική την ανάγκη για αντίσταση κι οργανωμένη αντεπίθεση. Οσο εκείνος αρνείται την κλιματολογική αλλαγή, τόσο εμείς φωνάζουμε δυνατότερα. Και όσο περίεργο κι αν σας ακούγεται, βρίσκουμε ευκολότερη χρηματοδότηση για παράδειγμα στο σκοπό μας γιατί ο σκεπτόμενος κόσμος τρόμαξε και κινητοποιήθηκε. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σ' αυτό τον ανεγκέφαλο άνθρωπο να μας καταστρέψει. Κάπως έτσι, ο πιο άχρηστος Πρόεδρος, έγινε χρήσιμος.
Αν πρέπει να ξεχωρίσω μία φωτογραφία μου δε θα μπορούσα. Μπορώ να ξεχωρίσω όμως μία σκηνή από το «The Cove». Το πλάνο που τραβήξαμε από τον άδειο όρμο, δεν έβλεπες κανένα δελφίνι – μόνο κάτι γατόψαρα κολυμπούσαν. Και ξαφνικά ακούγονται οι μηχανές των αλλιευτικών και το στρίγγλισμα των δελφινιών. Και το πλάνο βάφεται κόκκινο. Δεν υπήρξε η παραμικρή αλλοίωση ή επεξεργασία. Πιάσαμε με το φακό μία στιγμή που ψηφίστηκε ως η πιο επιδραστική σκηνή ντοκιμαντέρ στην ιστορία.
Το “Cove” με έκανε ευτυχισμένο, αλλά όχι για τους λόγους που φαντάζεστε Οταν μεγάλωνα στην Αϊοβα, όλη μας η ζωή, οι διαπληκτισμοί, η αγωνία, οι στόχοι, ο κόπος ήταν για τα χρήματα. Δεν ήμασταν ακριβώς φτωχοί, αλλά μικρομεσαίοι. Τα χρήματα έλειπαν, δεν είχαμε άνεση - το καταλάβαινα όταν έπαιζα μπάσκετ με τα άλλα παιδιά – από το ντύσιμο, τα ποδήλατα, το χαρτζηλίκι τους. Οταν ξεκίνησα λοιπόν την καριέρα μου, στόχος ήταν όλο και περισσότερα χρήματα. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο «Fortune», φωτογραφίζοντας δισεκατομμυριούχους, κατάλαβα ότι φωτογράφιζα μερικούς από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους στον πλανήτη. Κι όχι, αυτό δεν είναι κλισέ – είναι πραγματικότητα. Oι Ελληνες το ξέρατε πάντα: ευτυχία είναι οι οικογένεια, οι φίλοι, μια βόλτα στον ήλιο, να κοιτάς τη θάλασσα. Πάνω από όλα ήταν η συντροφικότητά σας, η φιλοξενία σας, το νοιάξιμο. Με το “Cove” βρήκα ένα σκοπό στη ζωή μου. Ενιωσα ότι μπορώ να είμαι χρήσιμος, βγήκα από τον εαυτό μου. Νιώθω πολύ πιο ευτυχισμένος πια.
Αντί επιλόγου, ένα σχόλιο για τον Γιάννη Μπεχράκη Ενας εξαιρετικός φωτογράφος που είχε πει ότι «φωτογραφίζω ώστε να μην μπορεί κανείς στο μέλλον να πει ότι δεν ήξερε τι συνέβαινε στον κόσμο». Νιώθω ακριβώς την ίδια αποστολή, αλλά το πηγαίνω κι ένα βήμα πιο κάτω. Η πληροφόρηση είναι το νούμερο ένα. Πρέπει να δώσεις στον κόσμο τις αποδείξεις, την εικόνα, τα εργαλεία. Αλλά πώς εμπνέεις τη δράση, την αλλαγή; Αυτός είναι ο δικός μου στόχος. Ομως ο Γιάννης είχε απόλυτο δίκιο. Και θα είμαστε φτωχότεροι χωρίς το βλέμμα του.
Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και θα σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβαίνουν εντός και εκτός των σκοτεινών αιθουσών του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Περισσότερα για το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης:
- 21ο ΦΝΚ | Το «Ιρβινγκ Παρκ» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη είναι ένα sitcom για αφέντες και σκλάβους
- 21 ΦΝΘ | Ο «Λεμεμπέλ» έντυσε την αντίσταση στον Πινοσέτ με φωτιά, αίμα και παγιέτες
- 21 ΦΝΘ | Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μιλά στο Flix. 20 χρόνια μετά, επιστροφή στον Ηρακλή, τον Αχελώο, τη Μεσοχώρα και την τιμή της μνήμης
- 21 ΦΝΘ | «Free Solo»: Το οσκαρικό ντοκιμαντέρ του National Geographic προκαλεί σωματικό και συναισθηματικό vertigo
- 21ο ΦΝΘ | «Film Catastrophe»: O Πολ Γρίβας εξηγεί στο Flix ότι σινεμά σημαίνει ελευθερία
- «What She Said» ή πώς η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κέιλ έκανε το Χόλιγουντ να την ακούσει
- 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Η Μόλυ κηρύσσει την έναρξη του φεστιβάλ!
- «Marianne & Leonard: Words of Love»: Η μεγάλη σκιά του Λέοναρντ Κοέν
- 21 (τουλάχιστον) λόγοι για να βρεθείτε στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσσαλονίκης
- Οσα δεν βλέπουμε με την πρώτη ματιά γύρω μας στις αφίσες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και της Αγοράς
- Αυτές είναι οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Carte Blanche στον Λούι Ψυχογιό από το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης