Φεστιβάλ / Βραβεία

21ο ΦΝΚ | Το «Ιρβινγκ Παρκ» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη είναι ένα sitcom για αφέντες και σκλάβους

στα 10

Στην πιο ώριμη στιγμή του, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης παραδίδει μια ιστορία που συγκινεί την ίδια στιγμή που σοκάρει, καταγράφοντας με περισσή κανονικότητα μια καθημερινότητα που λίγοι θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι συμβαίνει στη διπλανή τους πόρτα.

21ο ΦΝΚ | Το «Ιρβινγκ Παρκ» του Παναγιώτη Ευαγγελίδη είναι ένα sitcom για αφέντες και σκλάβους

Οι λέξεις είναι πολύ σημαντικές όταν προσπαθείς να γράψεις για ένα ντοκιμαντέρ - και ειδικά στην περίπτωση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη για όλο του το κινηματογραφικό έργο - που από τη φύση του φωτίζει άγνωστες λέξεις για τον μέσο, ακόμη και τον σχετικά υποψιασμένο, θεατή, σε συνάρτηση με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, το σώμα, το φετιχισμό, την αναζήτηση της ηδονής, την εναλλακτική «οικογένεια».

Προσπαθώντας να περιγράψεις το θέμα του νέου του ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Ιρβινγκ Παρκ» και κεντρικούς ήρωες τέσσερις άνδρες που ζουν στο ίδιο σπίτι έχοντας αναλάβει συνειδητά ρόλους αφέντη και σκλάβου, νιώθεις ότι πρέπει να μιλήσεις για «κανονικότητα» και «αντικανονικότητα», να αναλύσεις τη φιλοσοφία του φετιχισμού, να εμβαθύνεις σε μια ολόκληρη άγνωστη κουλτούρα, να εξηγήσεις εγκυκλοπαιδικά και να βρεθείς στη θέση να υπερασπιστείς τη συνθήκη μέσα στην οποία αυτοί οι άντρες ερωτεύονται, κάνουν σεξ, αγαπούν, ορίζουν τους δικούς τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να ζει μια οποιαδήποτε οικογένεια.

Διαβάστε ακόμη: 21 ΦΝΘ | Ο «Λεμεμπέλ» έντυσε την αντίσταση στον Πινοσέτ με φωτιά, αίμα και παγιέτες

Irving Park 607

Τι υπέροχο που δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα από τα παραπάνω, που δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις καμία σωστή ή λάθος λέξη, που δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος να εξηγήσεις ή να εξηγηθείς όλα όσα αισθάνεσαι απέναντι στην εικόνα ενός ανθρώπου που με τη θέλησή του γίνεται σκλάβος και αυτό (μπορεί να) σημαίνει αγάπη ή συντροφικότητα ή πείτε το όπως θέλετε, πάντως κάτι που νιώθουμε όλοι οι «ελεύθεροι» θεατές που παρατηρούμε όλα όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτό το σπίτι κοντά στο Ιρβινγκ Παρκ του Σικάγο.

Οπως ακριβώς και σε όλη του την προηγούμενη φιλμογραφία - και ειδικότερα στο «La Vida Pura» του 2015, αλλά και στις πιο σημαντικές του στιγμές, το «Τσιπ & Οβι» του 2008, ο «Η Ζωή και ο Θάνατος του Σέλσο Τζιούνορ» του 2010 και το «Λάμπουν στο Σκοτάδι» του 2013 - ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης ξεκινά και εδώ από τη διαφορετικότητα για να μιλήσει για μια κανονικότητα και με αφορμή το μεγάλο βιβλίο της queer κουλτούρας συνεχίζει ακτιβιστικά, πολιτικά, κινηματογραφικά να τεκμηριώνει τις ασυνήθιστα συνηθισμένες ζωές ανθρώπων που, όσο ξένοι κι αν μοιάζουν, όσο κι αν θέλουμε ή δεν θέλουμε, βρίσκονται ανάμεσά μας.

Στο «Ιρβινγκ Παρκ» οι πρωταγωνιστές είναι τέσσερις άντρες γύρω στα 60 με 70 που ζουν σε ένα σπίτι στο Σικάγο. Η σχέση που τους ενώνει δεν είναι προφανής, καθώς μαθαίνουμε σταδιακά πως οι δυο μεγαλύτεροι άντρες υπήρξαν ζευγάρι αφέντη-σκλάβου, ενώ τώρα αυτός που ήταν σκλάβος είναι ο αφέντης δύο νέων σκλάβων. Πιο επιβλητικός όλων ο «αφέντης» που δεν είναι άλλος από τον Τζακ Ρινέλα, διάσημο συγγραφέα, ακτιβιστή και για όσο διαρκεί η ταινία υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο, με βιβλιογραφία πάνω στην gay leather κουλτούρα, στο υποτακτικό σεξ και στη φιλοσοφία των σχέσεων αφέντη - σκλάβου.

Irving Park 607

Ο,τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι όπου ζουν οι τέσσερις τους είναι τόσο «βαρετό» όσο ό,τι συμβαίνει στην καθημερινότητα μιας οικογένειας που πρέπει να μαγειρέψει, να βάλει πλυντήριο, να τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού και να περιμένει το επόμενο πρωί για να ξανασυμβούν τα ίδια ακριβώς. Αν υπάρχει κάτι διαφορετικό αυτό είναι μόνο το γεγονός πως οι σκλάβοι υποδέχονται τον αφέντη τους όταν γυρίζει από τη δουλειά φιλώντας του τα πόδια, πως το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας - ακόμη ή κυρίως όταν βάζουν πλυντήριο - είναι γυμνοί και πως το βράδυ, πριν τον ύπνο, το σεξ, εκτός από επιβεβλημένο, θα είναι απαραίτητα φετιχιστικό.

Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερις αντρες, έχοντας κερδίσει απόλυτα την εμπιστοσύνη τους και άρα παρών ακόμη και στις πιο ιδιαίτερες στιγμές τους. Η επιλογή του να δείξει τους ανθρώπους γυμνούς, να αφήσει την κάμερα ανοιχτή την ώρα του σεξ, δεν έχει να κάνει στο ελάχιστο με τη διάθεσή του να σοκάρει. Ακριβώς το αντίθετο. Δείχνοντας όλα όσα μπορεί να φαντάζεται κανείς ότι συμβαίνει σε αυτό το σπίτι, απομυθοποιεί το καλπάζον φαντασιωσικό όλων των απέξω που ακόμη και με καλή διάθεση θα έσπευδαν να ομολογήσουν πως μέσα σε αυτό το σπίτι συμβαίνουν πράγματα ανομολόγητα, ανάρμοστα, αντικανονικά - σε μια ατέλειωτη λίστα με λέξεις που ξεκινούν από άλφα στερητικό μιας «καθωσπρέπει» κανονικότητας.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του όμως δεν είναι η καταγραφή. Αυτή παραμένει δεδομένη και ειδικά εδώ, μετά από μια πείρα τεσσάρων ντοκιμαντέρ που διαδραματίζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, πιο περίτεχνη και με ρυθμό και ένταση «μυθοπλαστικού» σινεμά. Η μεγαλύτερη επιτυχία του «Ιρβινγκ Παρκ» είναι ότι στη βάση του είναι ένα ντοκιμαντέρ που φυσικά δεν απαρνείται τα ειδικά χαρακτηριστικά των ηρώων του, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει με ειλικρινή, σε στιγμές σπαρακτικό, άλλοτε αστείο, πάντα απενοχοποιημένο τρόπο για τον χρόνο που περνάει, τη μοναξιά, τις οικογένειες που φτιάχνουμε όταν δεν μπορούμε να ζήσουμε στις δικές μας, στην αγάπη που είναι ο μοναδικός σίγουρος δρόμος για να αντέξεις τον πόνο της απώλειας και να νικήσεις το φόβου του θανάτου.

Irving Park 607

Με τη λογική ενός sitcom που σε βάζει, μέσα από μικρές ή μεγαλύτερες βινιέτες αληθινής ζωής - στην καθημερινότητα μιας ομάδας ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι φίλοι σου, εραστές σου, οικογένειά σου, ο Ευαγγελίδης υπεραμύνεται φυσικά του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στην σεξουαλική επιθυμία, αλλά αν το «Ιρβινγκ Παρκ» είναι η μέχρι σήμερα πιο ακαριαία συναισθηματική στιγμή της φιλμογραφίας του, είναι επειδή αυτή είναι μια ταινία για όλους τους ανθρώπους που επέλεξαν να ζήσουν με τον δικό τους τρόπο, που δεν φοβήθηκαν να δοκιμάσουν τα όρια τους, που δεν ντρέπονται να παραδεχτούν πως φοβούνται να μείνουν μόνοι, που αντιμέτωποι με τον θάνατο χαμογελούν στην ιδέα, που ξαναγίνονται παιδιά και ενηλικιώνονται ξανά και ξανά, που το σώμα τους παραμένει ζωντανό, επιθυμητό, ένας καμβάς πάνω στον οποίο μπορεί να γραφτεί η ιστορία τους.

Και τι υπέροχο που στην αρχή νιώθεις περίεργα να βρίσκεσαι ανάμεσά τους, αλλά όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, θα ήθελες να μείνεις λίγο ακόμη εκεί.

Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και θα σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβαίνουν εντός και εκτός των σκοτεινών αιθουσών του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.


Περισσότερα για το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης:


ντοκιμαντέρ