Το 2010 ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μ' ένα συνεργείο τριών μόνο ανθρώπων (ανάμεσά τους κι ο Πολ Γρίβας), επιβιβάστηκε στο «Costa Concordia», ένα υπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο που έκανε το γύρο της Μεσογείου, για να γυρίσει μία αλληγορική ταινία για το μεγάλο ναυάγιο της ανθρωπότητας και των χαμένων της ιδανικών. Κι αν το «Flim Socialisme» στέκεται στη φιλμογραφία του Γκοντάρ ως μία συμβολική, κατακερματισμένη σε στοχασμούς και σκέψεις, ελεγεία για την Μεγάλη Ευρώπη, ήρθε η πραγματικότητα για προσθέσει και το επίθετο «προφητική».
Δύο χρόνια μετά τα γυρίσματα, το «Costa Concordia» προσκρούει σ' ένα βράχο και ναυαγεί. Οι πανικοβλημένοι επιβάτες γυρίζουν τις σκηνές της αγωνίας με τα κινητά τους. Κι ο Πολ Γρίβας αποφασίζει να συνθέσει ένα ντοκιμαντέρ που θα αντιπαραθέτει τις δύο πραγματικότητες - σαν ταινία μέσα στην ταινία, μέσα στην ακόμα μεγαλύτερη οθόνη της ταινίας της ζωής μας.
Διαβάστε περισσότερες κριτικές από το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: «What She Said» ή πώς η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κέιλ έκανε το Χόλιγουντ να την ακούσει
Το «Film Catastrophe» λοιπόν δεν είναι ένα απλό making of (πώς θα μπορούσε να είναι «απλό» το να παρακολουθείς τον Γκοντάρ στο γύρισμα;), ούτε ένα ντοκιμαντέρ ακριβώς. Αλλά ένα πειραματικό δοκίμιο πάνω στο σινεμά, στη φόρμα και στη φιλοσοφία του. Κι αυτό γιατί ο Γρίβας με το δικό του προσωπικό βλέμμα και την κριτική αντίστιξη των πλάνων (η ταινία βασίζεται εξ ολοκλήρου στο μοντάζ της) δεν παρατηρεί απλά, αλλά, όπως και ο Γκοντάρ, ρίχνει την ψήφο εμπιστοσύνης του στην εικόνα κι όχι στην αφήγηση. Στην κινηματογραφική γλώσσα - πάνω και πέρα από τον ίδιο τον λόγο.
O Γρίβας έκανε κι ένα μικρό cameo στο «Film Socialisme»
Ο Γρίβας όμως δεν είναι καθόλου τυχαίος. Γιος του διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα και ανηψιός του Γκοντάρ (γιος της αδελφής του, Βερονίκ) μεγάλωσε με την ευχή και την κατάρα ενός κινηματογραφικού DNA. Κι ο ίδιος είναι σκηνοθέτης (πριν το «Film Catastrophe» είχε γυρίσει την μικρού μήκους «Angahuan» το 2007, ενώ τπρόσφατα έκανε και μία ακόμα μικρού μήκους - μελέτη πάνω στη μεθοδολογία του Γκοντάρ στο «The Incomparable of the Non-Comparable») διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, συνθέτης, και συνεργάτης στο πρόγραμμα μεγάλων φεστιβάλ (με πιο πρόσφατη τη σχέση του με το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών των Καννών).
Συναντήσαμε τον Πολ Γρίβας στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και μιλήσαμε για την ταινία, αλλά και πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια οικογένεια που ζει και αναπνέει σινεμά.
Πότε είχες την ιδέα για ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο «Film Socialisme»; Ηξερες από τα γυρίσματα της ταινίας ότι θα ήθελες να φτιάξεις ένα ντοκιμαντέρ όπου θα καταγράφεις τη μέθοδο του Γκοντάρ στο γύρισμα, για παράδειγμα;
Οχι, δεν είχα ιδέα. Ημουν μέρος της ομάδας της ταινίας, μίας πολύ μικρής ομάδας που τα κάναμε όλα - scipt, ήχο, φώτα, τα πάντα. Μέχρι και cameos. Ηταν πολύ σουρεαλιστική εμπειρία. Ημασταν ανάμεσα σε τουρίστες. Κανείς δεν ήξερε τι κάναμε - κανείς δεν αναγνώριζε τον Γκοντάρ ή την Πάτι Σμιθ! Οσο δουλεύαμε για το «Film Socialisme» λοιπόν, η αγωνία μου ήταν να βγει το γύρισμα σωστά. Δεν είχα τίποτα άλλο στο μυαλό μου. Ημουν απόλυτα συγκεντρωμένος στο να βοηθάω τον Γκοντάρ σε ό,τι χρειαζόταν. Μετά το τέλος της ταινίας άρχισα να βλέπω όλο το αχρησιμοποίητο υλικό, τις σκηνές που γυρίσαμε και ξαναγυρίσαμε - γιατί ένας ηθοποιός ξεχνούσε τα λόγια του, για παράδειγμα. Κι ένιωσα ότι κάτι υπήρχε εκεί. Είχε μια δύναμη αυτό το υλικό από μόνο του. Αρχισα να μοντάρω τις εικόνες, για μένα, σχεδόν σαν αστείο, σαν παιχνίδι, και άρχισα σταδιακά να συνειδητοποιώ ότι κάτι ήθελα να κάνω με αυτό.
Και μετά ήρθε το ναυάγιο του «Costa Concordia»; Γιατί ακόμα κι αυτό μοιάζει πολύ ειρωνικό και σημαδιακό για να το προσπεράσει κανείς. Ηταν ο Γκοντάρ προφητικός;
Πάρα πολλές φορές τον έχουν αποκαλέσει «προφητικό». Δεν ήταν η πρώτη φορά. To 1967 γύρισε την «Κινέζα» κι ένα χρόνο μετά συμβαίνει ο Μάης του 68. Οπότε, ναι, μπορείς να τον πεις «προφητικό» ή, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, «μπροστά από την εποχή του». Είχα ξεκινήσει το μοντάζ του ντοκιμαντέρ πριν από το ναυάγιο του «Costa Concordia», αλλά όταν αυτό συνέβη και είδα τα πλάνα που κυκλοφόρησαν στην ειδησιογραφία από τα κινητά των επιβατών, είπα ότι δεν μπορούσα να μην το συμπεριλάβω. Ηταν κάτι το συγκλονιστικό. Οφειλα να συνδυάσω την εικόνα του Γκοντάρ με την εικόνα του ναυαγίου. Γιατί ήταν σαν να συνέχιζε με κάποιο τρόπο η ιστορία του. Σαν η πραγματικότητα να είχε πάρει τη σκυτάλη από το σινεμά.
Κι εσύ παίζεις με αυτό - χρησιμοποιείς τον ήχο από τα πλάνα του ναυάγιου πάνω στην εικόνα του Γκοντάρ ή και το ανάποδο: τους διαλόγους της ταινίας πάνω στα πλάνα καταστροφής...
Πάντα με ενδιέφερε η ιδέα της «ταινίας μέσα στην ταινία». Το να κάνω ένα φιλμ για τα γυρίσματα του Γκοντάρ ήταν ήδη αυτό. Αλλά όταν άρχισα να μοντάρω τις εικόνες με τα πλάνα του ναυαγίου η ιδέα να τα μπλέξω ήταν ενστικτώδης. Γιατί αυτό συνέθετε και μία τρίτη πραγματικότητα που άνοιγε ένα νέο διάλογο για όσα κι ο Γκοντάρ ήθελε να πει με το «Film Socialisme». Είναι ειρωνικό, αλλά αληθινό: ακόμα και οι σκληροί δίσκοι που χρησιμοποίησα για την ταινία μου είναι οι ίδιοι που ο Γκοντάρ χρησιμοποίησε με τα υλικά της δικής του. Το ένα πάτησε πάνω στο άλλο, το ένα αποροφήθηκε από το άλλο.
Το να γυρίσει κάποιος ένα making of ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα μίας ταινίας είναι ένα θέμα. Το να γυρίσει όμως κανείς ντοκιμαντέρ για τα γυρίσματα μίας ταινίας του Γκοντάρ πρέπει να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πώς κινηματογραφεί κανείς τον στοχασμό αλλά και τη μέθοδο ενός σκηνοθέτη που έχει μία τόσο ιδιοσυγκρασιακή κινηματογραφική φιλοσοφία;
Εμπιστευόμενος καθαρά αυτό: την εικόνα. Οι εικόνες είναι εδώ, γύρω μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε, να σηκώσουμε την κάμερα και να τις καταγράψουμε. Η κινηματογραφική γλώσσα έχει τη δική της δύναμη. Βέβαια αυτό που δεν καταλαβαίνει ο περισσότερος κόσμος είναι ότι ο Γκοντάρ δεν είναι ακριβώς «χαοτικός καλλιτέχνης». Εχει πολύ συγκεκριμμένο σκριπτ και όραμα και πρόγραμμα - ξέρει στο γύρισμα ακριβώς αυτό που θέλει να κάνει.
Οπως επίσης δεν είχαμε ιδέα ότι είναι τόσο αστείος. Γιατί υπάρχει ένας κωμικός τόνος στο ντοκιμαντέρ, που ήταν μεγάλη έκπληξη...
Ναι, ο κόσμος νομίζει ότι ο Γκοντάρ κυκλοφορεί βαρύς κι ασήκωτος, απαγγέλοντας φιλοσοφίες. Στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ αστείος άνθρωπος, κάνει συνεχώς πλάκες και στο γύρισμα και στη ζωή, διαβάζει με μανία κάθε εβδομάδα Charlie Hebdo. Κι εγώ είμαι έτσι. Αγαπώ πολύ την κωμωδία και όλα μου τα πρότζεκτ έχουν έναν κωμικό τόνο. Πιστεύω ότι η κωμωδία μπορεί να πει πολύ σοβαρά πράγματα.
Συνεργάζεστε από το «Notre Musique» το 2004. Τι έχεις μάθει από αυτόν; Αν έχεις πάρει ένα πράγμα στις αποσκευές σου από τον Γκοντάρ, ποιο είναι;
Είναι παράδοξο να το εξηγώ, αλλά κανείς πιστεύει ότι, εφόσον είμαι ανηψιός του, θα είχαμε την τυπική οικογενειακή σχέση που θέλει τον έναν στο σπίτι του άλλου. Δεν συνέβη έτσι. Πραγματικά η δική μας σχέση αναπτύχθηκε όταν αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε στο σινεμά - κι όχι γιατί είμαστε συγγενείς. Αλλά γιατί βλέπουμε το σινεμά με το ίδιο βλέμμα, πιστεύουμε στην εικόνα. Στην ελευθερία της εικόνας. Θαυμάζω και ασπάζομαι και κουβαλώ λοιπόν αυτή την ελευθερία. Τίποτα δεν τον περιορίζει. Είναι ένας ελεύθερος σκηνοθέτης.
Το «Film Socialisme» ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε ψηφιακές κάμερες. Πώς αντιδρά ένας μυθικός σκηνοθέτης απέναντι στην νέα τεχνολογία; Ηταν ανοιχτός; Περίεργος; Ζητούσε βοήθεια από τη νεότερη γενιά, εσένα;
Ο Γκοντάρ είναι πάρα πολύ ανοιχτός και, ναι, πολύ ενθουσιασμένος και περίεργος με την νέα τεχνολογία. Αλλά ήταν πάντα έτσι. Πάντα τολμούσε, πάντα ήταν πρωτοπόρος - από τους πρώτους που χρησιμοποίησε βιντεοκάμερα στα τέλη της δεκαετίας του '70.
To 2010 όλοι περιμέναμε να έρθει στις Κάννες για να παρουσιάσει το «Film Socialisme» κι εκείνος ακύρωσε την άφιξή του, δηλώνοντας σε μία επιστολή τη συμπαράστασή του στην ελληνική κρίση. Το έχετε συζητήσει ποτέ μαζί αυτό;
Οχι στα αλήθεια. Αλλά δε χρειάζεται. Καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί, έχει αναφερθεί σε αυτό και σε πολλές συνεντεύξεις του, και τον πιστεύω. Ο Γκοντάρ θεωρεί ότι ο ελληνικός πολιτισμός έχει αφήσει τέτοια μεγάλη κληρονομιά στην Ευρώπη και στον κόσμο που θα έπρεπε να πληρώνουμε φόρους όλοι εμείς στο ελληνικό κράτος - για το copyright των λέξεων και των έργων.
Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και θα σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβαίνουν εντός και εκτός των σκοτεινών αιθουσών του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Περισσότερα για το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης:
- «What She Said» ή πώς η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κέιλ έκανε το Χόλιγουντ να την ακούσει
- 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Η Μόλυ κηρύσσει την έναρξη του φεστιβάλ!
- «Marianne & Leonard: Words of Love»: Η μεγάλη σκιά του Λέοναρντ Κοέν
- 21 (τουλάχιστον) λόγοι για να βρεθείτε στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσσαλονίκης
- Οσα δεν βλέπουμε με την πρώτη ματιά γύρω μας στις αφίσες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και της Αγοράς
- Αυτές είναι οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Carte Blanche στον Λούι Ψυχογιό από το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης