Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή: δεν χρειαζόμασταν πραγματικά ένα «Νεκρό Τηλέφωνο 2». Η ταινία του 2021 είχε πει όσα έπρεπε να πει, μια ιστορία τρόμου ολοκληρωμένη, που συνδύαζε ψυχολογική ένταση, ατμόσφαιρα και μια δυνατή ερμηνεία του Ιθαν Χοκ πίσω από εκείνη την διαβόητη μάσκα. Ηταν μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το μυστήριο και η σιωπή έκαναν όλη τη δουλειά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Σκοτ Ντέρικσον αποφασίζει να επιστρέψει στον κόσμο του Αρπαχτή, επιχειρώντας να μετατρέψει τον εφιάλτη σε κάτι πιο μυθολογικό και υπερφυσικό. Το αποτέλεσμα έχει ενδιαφέροντα σημεία, αλλά δεν φτάνει ποτέ την απλότητα και τη δύναμη του πρωτότυπου.

Καθώς ο 17χρονος πια Φιν πασχίζει να ζήσει φυσιολογικά μετά την αιχμαλωσία του, η πεισματάρα 15χρονη Γκουέν ακούει στα όνειρά της το μαύρο τηλέφωνο να χτυπά και υποφέρει από εφιαλτικά οράματα με τρία αγόρια που καταδιώκονται σε μια κατασκήνωση. Αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο και να δώσει ένα τέλος στην αγωνία τόσο τη δική της όσο και του αδελφού της, η Γκουέν πείθει τον Φιν να επισκεφθούν την κατασκήνωση κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Εκεί, αποκαλύπτει μια συνταρακτική σύνδεση ανάμεσα στον Αρπαχτή και την οικογένειά της. Τα δύο αδέλφια πρέπει να αντιμετωπίσουν έναν δολοφόνο που έχει επιστρέψει από τον άλλο κόσμο πιο ανελέητος και του οποίου η παρουσία είναι ασύλληπτα σημαδιακή.

Το σενάριο επιχειρεί να επεκτείνει το σύμπαν του πρώτου «Νεκρού Τηλεφώνου» προς μια νέα, πιο σκοτεινή κατεύθυνση. Ο Αρπαχτής δεν είναι πια απλώς ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που κυκλοφορεί στα προάστια. Επιστρέφει μέσα από τα όνειρα, διεισδύει στο υποσυνείδητο των θυμάτων του, και αποκτά μια σχεδόν μεταφυσική παρουσία. Είναι μια ιδέα που θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέροχα, ένας νέος Φρέντι Κρούγκερ για μια γενιά που έχει ξεχάσει τι σημαίνει να φοβάσαι να κοιμηθείς.

Η επιρροή του «Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες» είναι παντού. Από τις σκηνές ονείρων μέχρι την ιδέα ενός κακού που επιτίθεται όταν οι ήρωες αποκοιμιούνται, η ταινία δηλώνει ευθέως τη συγγένειά της με το σύμπαν του Φρέντι. Ο Αρπαχτής γίνεται μια πιο παγωμένη, λιγότερο σαρκαστική εκδοχή του, ένα πλάσμα που ζει ανάμεσα στον ύπνο και την ενοχή. Κι όμως, η ταινία δεν φτάνει ποτέ στο ύψος της σύγκρισης. Εκεί που ο Φρέντι ήταν σάρκινος εφιάλτης, ο Αρπαχτής εδώ μένει σκιά, αποκομμένος από την πραγματική φρίκη του βλέμματος.

Το πρόβλημα είναι ότι το σενάριο δεν δείχνει εμπιστοσύνη στο ίδιο του το μυστήριο. Αντί να αφήσει τον τρόμο να ξεδιπλωθεί σταδιακά, καταφεύγει σε υπερβολικές εξηγήσεις, flashbacks και εκτενή διαλόγους που εξηγούν τα αυτονόητα. Η υπαινικτικότητα της πρώτης ταινίας έχει χαθεί. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια αληθινή προσπάθεια να εξερευνηθεί το τραύμα, η ιδέα ότι ο φόβος δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς, ότι τα φαντάσματα των εμπειριών μας μπορούν να επιστρέψουν, ακόμη κι αν νομίζουμε πως τα θάψαμε.

Ο Σκοτ Ντέρικσον ξέρει όσο λίγοι πώς να χειρίζεται τη σιωπή και τη σκιά. Από το «Sinister» μέχρι το πρώτο «Νεκρό Τηλέφωνο», έχει αποδείξει ότι μπορεί να μετατρέψει ένα απλό σπίτι σε κόλαση. Εδώ μεταφέρει τη δράση σε ένα πιο ψυχρό, απομονωμένο περιβάλλον — μια κατασκηνωση βουτηγμένη στο χιόνι, όπου τα πάντα μοιάζουν παγωμένα, ακόμα και ο χρόνος. Η κάμερα κινείται αργά, σαν να ψάχνει κι αυτή απαντήσεις, και οι σκηνές ονείρων διαθέτουν οπτική φαντασία και ένταση.

Ωστόσο, σε κάποιες στιγμές, η σκηνοθεσία δείχνει να παρασύρεται από τη φιλοδοξία της. Τα jump scares επαναλαμβάνονται, η διάρκεια ορισμένων σκηνών ξεπερνά την ένταση που χτίζουν, και το σασπένς συχνά δίνει τη θέση του στην επιτήδευση. Ο Ντέρικσον παραμένει ένας σκηνοθέτης που ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρα, αλλά εδώ μοιάζει να μην έχει βρει το συναισθηματικό κέντρο της ιστορίας, εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον τρόμο και τη θλίψη που έκανε την πρώτη ταινία να ξεχωρίζει.

Η Μάντλιν ΜακΓκρο επιστρέφει ως Γκουέν και δίνει μια πιο ώριμη, συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία, μετατρέποντας το κορίτσι που προσευχόταν για τον αδελφό της στην πρώτη ταινία σε έναν χαρακτήρα που μάχεται για να νικήσει τους δαίμονές του. Ο Μέισον Τεμς, επίσης πιο ώριμος, αποδίδει πειστικά τον Φιν που κουβαλά ακόμα το βάρος της προηγούμενης φρίκης.

Κι ύστερα υπάρχει ο Ιθαν Χοκ. Ή μάλλον, υπάρχει η φωνή του. Γιατί αυτή τη φορά, ο Αρπαχτής εμφανίζεται κυρίως μέσα από ηχητικές παρεμβολές, σκιές και οράματα. Ο ηθοποιός κάνει ό,τι μπορεί μέσα στα όρια του ρόλου, όμως αυτό που λείπει πραγματικά είναι εκείνη η ανατριχιαστική, φυσική του παρουσία πίσω από τη μάσκα, εκείνο το μίγμα απειλής και παραφροσύνης που έκανε την πρώτη ταινία να παγώνει το αίμα. Το να τον ακούμε χωρίς να τον βλέπουμε αφαιρεί από τον χαρακτήρα την υλική του δύναμη, μετατρέποντάς τον περισσότερο σε φάντασμα παρά σε έναν εφιάλτη με σάρκα και οστά.

Το «Νεκρό Τηλέφωνο 2» είναι ένα σίκουελ που προσπαθεί να πει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται. Εχει στιβαρή σκηνοθεσία, καλές ερμηνείες και μερικές στιγμές γνήσιας έντασης. Ομως λείπει εκείνο το ρίγος του πρώτου φιλμ, η αίσθηση ότι κοιτάς το κακό κατάματα. Ο Ντέρικσον εξακολουθεί να ξέρει πώς να στήνει έναν εφιάλτη, αλλά αυτή τη φορά το όνειρο ξεθωριάζει πριν ξυπνήσουμε.