Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ένα χωριό των Φιλιππίνων υποφέρει υπό το στρατιωτικό καθεστώς που επέβαλε στη χώρα ο Φερδινάντο Μάρκος. Η καθημερινότητα χαρακτηρίζεται από αδικία, διαφθορά, καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος και παντελή έλλειψη ελευθερίας. Στρατιώτες που επιτηρούν την επιβολή του καθεστώτος σκορπούν τον τρόμο και επιδίδονται σε έναν ψυχολογικό πόλεμο που στόχο έχει να γονατίσει το πνεύμα κάθε ανθρώπου που τολμά έστω και να σκεφτεί την αμφισβήτηση. Γυναίκες βιάζονται, «επικίνδυνοι» άνθρωποι για την διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας εξαφανίζονται, οικογενειακές τραγωδίες συμβαίνουν με ανησυχητική συχνότητα, αποτελώντας πια κομμάτι της ίδιας της καθημερινότητας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μία νεαρή και τολμηρή γυναίκα, η Λορένα, ανοίγει μία λιτή αλλά εξαιρετικά κρίσιμη κλινική για τους φτωχούς. Ο σύζυγός της, ποιητής, ακτιβιστής και δάσκαλος, Χιούγκο Χάνιγουεϊ, προσπαθεί για την ασφάλειά της να την πείσει να κάνει πίσω, όμως εκείνη επιμένει να πιστεύει στα ιδανικά. Λίγο καιρό μετά όμως, η Λορένα εξαφανίζεται και ο Χιούγκο παραμένει μόνο με το κενό της ύπαρξής της, προσπαθώντας να ανακαλύψει την αλήθεια μέσα σε μια χώρα που φαίνεται να θέλει να διαγράψει κάθε ίχνος του παρελθόντος της. Σκέφτεστε καλύτερο υλικό για μιούζικαλ;
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το «Season of the devil» (ή αλλιώς μια «ροκ όπερα» σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ντίαζ), η πιο πρόσφατη – μόλις τετράωρη – ταινία στην πληθωρική φιλμογραφία του σκηνοθέτη που έχει ταχθεί στην αποτύπωση της τραυματικής ιστορίας της χώρας του, πάντα με ασπρόμαυρη, πανέμορφη κινηματογράφηση, πάντα με λυρισμό και μια αίσθηση πικρής ειρωνείας πίσω από την τραγωδία, μόνιμα με μια ποιητική διάθεση εξερεύνησης κάθε σκοτεινής γωνίας με πίστη στην ατομική ανθρώπινη δύναμη.
Κατά μία έννοια άλλωστε, η χρήση της μελωδίας αποτελεί φυσική συνέχεια της σχεδόν ποιητικής απαγγελίας που συνήθως προτιμούν οι ήρωές του, σύμβολα αληθινών ανθρώπων και πραγματικών γεγονότων, τα οποία λαμβάνουν μπροστά την κάμερα του Ντίαζ μια υπερβατική, ακόμα και μεταφυσική, διάσταση αφηγούμενα τελικά μια τραυματική, συλλογική ιστορία που ουσιαστικά δεν έχει τέλος.
Περισσότερο κοντά στην αφηγηματική λογική του «A Lullaby to the Sorrowful Mystery» παρά στην συγκεντρωμένη εξιστόρηση του «The Woman Who Left» (της ταινίας που του χάρισε και πριν δύο χρόνια τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας), το «Season of the Devil» δεν αποτελεί στην ουσία μια ατομική ιστορία (στην πραγματικότητα, ο Χιούγκο δεν ξεκινά να αναζητά την Λορένα πριν την τρίτη ώρα της ταινίας) αλλά μια αφήγηση που αφορά την αναζήτηση της αλήθειας και την αντίσταση απέναντι στο σβήσιμο του εθνικού, ιδεολογικού και οικογενειακού παρελθόντος που πραγματοποιείται βίαια και χωρίς δισταγμό με μία «χαρούμενη μελωδία» μπροστά στα μάτια ηρώων και θεατών.
Γιατί κάθε βιασμό, κάθε ξυλοδαρμό και κάθε πιθανή καταπάτηση της ελευθερίας, ο Ντίαζ φροντίζει να την ντύνει και με ένα εύθυμο τραγούδι (το επαναλαμβανόμενο «λα λα λα» των στρατιωτών του καθεστώτος μέχρι το τέλος της τέταρτης ώρας έχει πια εντυπωθεί ανατριχιαστικά στο μυαλό), προσφέροντας στην επιφάνεια και με απόλυτη ειρωνεία την μοναδική εύθυμη νότα της αφήγησης, μιας αφήγησης που παρουσιάζει τον πιο σκοτεινό Ντίαζ που έχουμε δει τελευταία, δίχως ίχνος ελπίδας ή φωτός, όσο κι αν οι προβολείς και οι έντονοι φωτισμοί γεμίζουν με διαθλάσεις τα ασπρόμαυρα κάδρα του.
Διαβάστε ακόμη: Ο Λαβ Ντίαζ με δικά του λόγια
Στον μυθολογικά μεγεθυμένο κόσμο του «Season of the Devil» βρίσκουν χώρο ένας «Σοφός Ανθρωπος» που κουβαλά πάνω του την θλίψη όλου του φτωχού λαού, ένας στρατιώτης με αγγελική φωνή που παρουσιάζει εξίσου «θαυμαστό» ταλέντο στις πράξεις βίας, μια απελπισμένη γυναίκα που αποτρελάθηκε από τον ξαφνικό χαμό συζύγου και γιου, ένας καθεστωτικός με «δέρμα φιδιού», μία αόρατη γυναίκα που μετατρέπει κάθε τραγούδι της σε μοιρολόι και ένας – κυριολεκτικά – διπρόσωπος αξιωματούχος (μεταλλαγμένη εκδοχή του πραγματικού Ναρσίσο Ρέγιες ενδεχομένως) που δίνει διαταγές σε ακατάληπτες κραυγές για να εισπράξει το χειροκρότημα των ακολούθων του, όλα κομμάτια μιας σκληρής ιστορίας που ο Ντίαζ επέλεξε να ντύσει στις δικές του a Capella μελωδίες και τους δικούς του στίχους, ίσως γιατί οποιαδήποτε άλλη αφηγηματική προσέγγιση να αποδεικνύονταν αβάσταχτη.
Βέβαια η πληθωρικότητα της αφήγησης αναπόφευκτα οδηγεί σε νοηματικές επαναλήψεις και πλεονασμούς, που όσο κι αν υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο το ιστορικό σκοτάδι, δεν παύουν να απορυθμίζουν τη ροή της αφήγησης, η οποία για μεγάλα διαστήματα αγνοεί συγκεκριμένους χαρακτήρες της, χωρίς να μπορεί ισόποσα να διαχειριστεί τον χρόνο τους. Σίγουρα ο συμβολικός τους χαρακτήρας δεν προδιαθέτει εξαρχής για μια αυστηρά χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων, όμως ο Ντίαζ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη συλλογική μνήμη και την προσωποκεντρική αφήγηση και αυτό οδηγεί άλλοτε σε στιγμές κενού χρόνου και άλλοτε σε απότομες αφηγηματικές μεταβάσεις.
Ωστόσο αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι η ικανότητά του Ντίαζ να χρησιμοποιεί τους κανόνες του μουσικού θεάτρου προς όφελός του, ανακυκλώνοντας δημιουργικά τις μελωδίες και χαρίζοντας σχεδόν σε κάθε ήρωά του το δικό του μουσικό θέμα, όχι πολύ μακριά από κάποιο περισσότερο συμβατικό μιούζικαλ. Ακόμα και το στήσιμο των ηθοποιών στο χώρο θυμίζει περισσότερο από ποτέ θέατρο, με την κάμερα να θέτει μόνιμα όρια στον χώρο και μια αιωρούμενη «τεχνητή» αίσθηση να δηλώνει ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι στην ουσία μια περισσότερο συναισθητική παρά ρεαλιστική αποτύπωση της Ιστορίας.
Αυτό άλλωστε επιθυμεί να προσφέρει το «Season of the Devil» μέσα από την μουσική του με τις παρεμβάσεις μαγικού ρεαλισμού: μια σκληρή ματιά στο παρελθόν, την – επιτέλους – επίσημη αναγνώριση της τραγωδίας, ένα δριμύ «κατηγορώ» σε όλους όσους γέμισαν πτώματα την Ιστορία.
«Αυτή η Γη δεν είναι Παράδεισος» τραγουδά ξανά και ξανά ο «Σοφός». «Πότε θα ελευθερωθούμε από αυτούς τους καιρούς;» αναρωτιέται συνεχώς ο ποιητής Χάνιγουέι. «Θέλω να μάθω την αλήθεια» είναι το μουσικό μότο της μητέρας που όλοι αντιμετωπίζουν ως Μάγισσα. Το «Season of the Devil» είναι το «Lav Lav Land» του Ντίαζ και είναι όσο σκληρό και παθιασμένο μπορεί να αναμένει κανείς. Και αυτή η αμεσότητα και η ειλικρίνεια αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τον (επίσης αναμφισβήτητο) πληθωρισμό και την αμετροέπεια του σκηνοθέτη.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Μελόδραμα σε φθηνή έκδοση το «The Bookshop» της Ιζαμπέλ Κοσέτ
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»
- Berlinale 2018: O Κρίστιαν Πέτσολντ μιλά για τον πόλεμο, τον έρωτα και τον άνθρωπο στο «Transit»
- Berlinale 2018: Στο «Madeline’s Madeline», η Τζόζεφιν Ντέκερ φλερτάρει με την ανακάλυψη μιας νέας αφηγηματικής φόρμας
- Berlinale 2018: Το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη είναι μια φιλμική εμπειρία
- Berlinale 2018: Η «Eva» του Μπενουά Ζακό είναι ένα νουάρ που δεν σκοτεινιάζει ποτέ
- Berlinale 2018: η «Προσευχή» του Σεντρίκ Καν δεν εισακούεται
- Berlinale 2018: Το «Figlia Mia» πλησιάζει, αλλά δεν φτάνει το ντεμπούτο τής Λάουρα Μπισπούρι
- Berlinale 2018: To «The Real Estate» είναι ένα κοινωνικό σχόλιο με την λεπτότητα οπλοπολυβόλου
- Berlinale 2018: To «Human, Space, Time and Human» δεν είναι μόνο η χειρότερη ταινία του Κιμ Κι-ντουκ, αλλά και μια πολύ κακή ταινία