Κάπου στην απομονωμένη ορεινή επαρχία των γαλλικών Αλπεων, ένας ξενώνας της Εκκλησίας λειτουργεί ως κέντρο αποκατάστασης τοξικομανών. Εκεί καταφθάνει ο 20χρονος ηρωινομανής Τομά - βουβός, φοβισμένος, με σπασμένο ηθικό και μαυρισμένο μάτι. Δεν ξέρουμε τίποτα για αυτόν και δε θα μάθουμε ποτέ. Θα τον δούμε να τον υποδέχονται οι παλιότεροι (απόκληροι και οι ίδιοι που βρήκαν καταφύγιο στο λόγο του Θεού κι ο ένας στον άλλον), να του εξηγούν τους κανόνες του αγροκτήματος και να τον στηρίζουν στην αποτοξίνωσή του μέσα από δύο δοκιμασμένες μεθόδους: σκληρή δουλειά και προσευχή. Ο Τομά δεν πιστεύει, νιώθει ξένος, κι επαναστατεί αρχικά απέναντι στα μέλη της ομάδας. Η επιμονή του μέντορά του και ο έρωτάς του για την κόρη της γειτονικής φιλάνθρωπης οικογένειας θα τον μεταπείσουν όταν θελήσει να το σκάσει και θα τον κρατήσουν στον ξενώνα. Θα είναι ο δρόμος της προσευχής και η δική του σωτηρία;
Ο Σεντρίκ Καν («Roberto Succo», «Μια Καλύτερη Ζωή», «L' Εnnui») στηρίζεται πάνω σε μία έξυπνη ιδέα της δημοσιογράφου Οντ Γουόκερ κι αναθέτει στους σεναριογράφους του (Φανί Μπουρντινό και Σαμιουέλ Ντου) να την μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη: αν η ηρωίνη είναι ένα δεκανίκι για να μην αναλαμβάνεις τις αβάσταχτες ευθύνες και να κοιμίζεις τον πόνο της ζωής, η προσευχή δεν είναι, κατά κάποιο τρόπο, ακριβώς το ίδιο; Ο χριστιανισμός μοιάζει ιδανικό αντίδοτο απέναντι στους δαίμονες του εθισμού: από τη μία σε εκπαιδεύει σε μία στρατιωτική, δογματική αυστηρότητα (η εξαντλητική σωματική εργασία, η μετάνοια και η ταπεινότητα των μελών είναι αδιαπραγμάτευτοι όροι) ενώ ταυτόχρονα η προσευχή προσφέρει κάτι πολύ πιο απαραίτητο: ελπίδα. Φως απέναντι σε όλα όσα σε έσπρωξαν σε μία χωρίς μέλλον, αργή αυτοκτονία.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Καν επιτυγχάνει να αποτυπώσει τη διαδρομή του Τομά από την οργή στην αποδοχή κι από την παραίτηση στην πίστη, με σινεμά παρατήρησης και νατουραλιστική, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, αμεσότητα. Η κάμερα μπαίνει και η ίδια στον κύκλο της προσευχής και παρατηρεί με ενδιαφέρον την αντίστοιξη της σωματικής προσπάθειας (ειδικά οι σκηνές του στερητικού συνδρόμου είναι καθηλωτικές) με την πνευματική υπόσχεση. Αυτή ακριβώς είναι και η υπόσχεση για να δεις μία μεγάλη ταινία.
Μόνο που αυτό, δυστυχώς, δε γίνεται. Ο Καν χάνει την ισορροπία μεταξύ ειρωνίας (το θέμα του θα έπρεπε συνεχώς να ακροβατεί μεταξύ πίστης κι αμφιβολίας) και κυριολεκτικής αποδοχής. Η κάμερα του πιστεύει και δεν ερευνά (αντιθέτως μάς χαστουκίζει σε μία επιβεβλημένη αυτοκριτική, όπως η σκηνή της guest star «καλόγριας» Χάνα Σιγκούλα). Οι στοχασμοί και οι σκέψεις του για το μεγάλο δώρο της ζωής (όπως επιλέξει κανείς να το ζήσει) ή το τι είναι πραγματικά θείο (η μοναδική φορά που ακούγονται ύμνοι είναι όταν ο Τομά κοιτά το κορίτσι που έχει ερωτευθεί) πνίγονται μέσα σε υπογραμμισμένα θρησκευτικά κηρύγματα και σε συγκινητικές (οπότε και υπεράνω κριτικής) μαρτυρίες των χαμένων παιδιών που σώθηκαν και βρήκαν τους εαυτούς τους μέσα από την πίστη τους.
Κι αν αυτός είναι ο σκοπός του (που αποδεικνύεται ότι δεν είναι) τότε το σκηνοθετικό του στίγμα θα έπρεπε να είναι πολύ πιο στιβαρό και η τοποθέτησή του πολύ πιο γενναία - το «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων» του Ξαβιέ Μποβουά ήταν ένα τέτοιο κατανυκτικό παράδειγμα, υπερασπίζοντας το δικαίωμα στην πίστη, την καλοσύνη, το μοίρασμα την ενσυναίσθηση του χριστιανισμού, άκριτα και χωρίς ηθικολογίες.
Ενα είναι σίγουρο: η δύναμη της ταινίας του Καν είναι ο πρωταγωνιστής του. Ο Αντονί Μπαγιόν ερμηνεύει την ντροπή, την ενοχή, τα ανείπωτα τραύματα, την οργή, την αντίδραση, την καχυποψία, την σταδιακή μετατροπή και την μετάλλαξη του Τομά με έναν τρόπο αβίαστο, σωματικό, ενστικτώδη και μελετημένο.
Ενα συγκλονιστικό νεαρό αγόρι που αν είχε στα χέρια του μία ιστορία που ήξερε ακριβώς τι θέλει να πει και πώς, θα απογείωνε την ταινία σ' ένα απροσποίητο, θεϊκό, μεγαλείο.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: Η «Eva» του Μπενουά Ζακό είναι ένα νουάρ που δεν σκοτεινιάζει ποτέ
- Berlinale 2018: Το «Figlia Mia» πλησιάζει, αλλά δεν φτάνει το ντεμπούτο τής Λάουρα Μπισπούρι
- Berlinale 2018: Στο «Madeline’s Madeline», η Τζόζεφιν Ντέκερ φλερτάρει με την ανακάλυψη μιας νέας αφηγηματικής φόρμας
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»