Ενα γιγάντιο τείχος (τριπλή σειρά από θεόρατα συρματοπλέγματα) χωρίζει το Μαρόκο από την ισπανική πόλη της Μαλίλα. Πίσω από αυτό, στους πρόποδες του Mount Gurugu, εκατοντάδες πρόσφυγες καταφεύγουν από το Μάλι (το, επί αποικιοκρατίας, «Γαλλικό Σουδάν»), όπου η φτώχεια και η σκληρότητα του πρόσφατου εμφυλίου τους έχει αναγκάσει να διασχίσουν την έρημο Σαχάρα με την ελπίδα να περάσουν στη Μαλίλα. «Ενα κομμάτι Ευρώπης στην αφρικανική γη» όπως μας λέει με υγρά μάτια ο Αμπού Μπακάρ Σιντιμπέ, ο αφηγητής μας, ο οποίος ονειρεύεται να συναντήσει τον αδελφό του στην Ισπανία και προσπαθεί να πηδήξει το τείχος. Ενα χρόνο τώρα, δεκάδες αποτυχημένες απόπειρες. Οι ειδικές αστυνομικές δυνάμεις μπορούν με CCTV κάμερες να δουν τα κύμματα των μεταναστών που πλησιάζουν και τους περιμένουν από την άλλη πλευρά του τείχους όπου τους χτυπούν στο ψαχνό και τους στέλνουν πίσω. Οσους επιζούν των συγκρούσεων. Η Ευρώπη δεν τους θέλει και θα κάνει τα πάντα να τους σταματήσει. Εκείνοι όμως προσπαθούν ξανά και ξανά. Είναι «Αυτοί που Πηδούν».
Οι σκηνοθέτες Μόριτς Σιμπέρ και Εστέφαν Βάγκνερ έδωσαν μία κάμερα στον Αμπού και του είπαν να γυρίσει το ντοκιμαντέρ της εμπειρίας του ίδιου και των συνοδοιπόρων του στο προπύργιο της Μαλίλα. Αρχικά τα χρήματα που του πρόσφεραν ήταν το αίτιο, όπως μας ομολογεί, για να μην «σκοτώσει» την κάμερα στη μαύρη αγορά. Για ψωμί, λάδι και νερό. Αργότερα όμως η κινηματογράφηση της ζωής του ίδιου και των συντρόφων του στην κατασκήνωση του Mount Gurugu, καθώς και οι προσωπικές του εξομολογήσεις στο φακό του έδωσαν σκοπό και κουράγιο. Κουράγιο για να ξεπερνά μία μίζερη πραγματικότητα, να ξαναβρίσκει την ελπίδα που μοιάζει να απομακρύνεται με κάθε αποτυχημένη προσπάθεια, να συνεχίσει να ονειρεύεται ότι θα πάψει να ζει σα ζώο και θα κερδίσει την ευκαιρία του στη Γη της Επαγγελίας.
Μπορεί ένα home movie να μην έχει... «σπίτι»; Αυτό αισθάνεσαι όταν ξεκινά η ωμή κινηματογράφηση στα χέρια ενός ερασιτέχνη, μία εικόνα κι αυτή άστεγη, απαίδευτη, χωρίς πολυτέλειες, όπως και οι άνθρωποι που καταγράφει. Μοιάζει με τις ταινίες που γυρίζαμε μικροί, μόνο που το δικό μας κουνημένο χέρι κατέγραφε την ασφάλεια του παιδικού μας δωματίου ή του οικογενειακού καθιστικού. Εδώ ο Αμπού αποτυπώνει βρώμικες κουβέρτες στα χώματα, ξυπόλητους τραυματισμένους άντρες, κονσέρβες, παγούρια με νερό. Κινητά τηλέφωνα που άλλες στιγμές λειτουργούν ως ραδιόφωνα για τα νέα της ημέρας, ή το τραγούδι της πατρίδας που θα χορέψουν εμψυχώνοντας ο ένας τον άλλον, ή το μέσο με το οποίο θα επικοινωνήσουν σε μια μάνα στο Μάλι ότι ο γιος της δεν τα κατάφερε. Τον σταμάτησαν οι σφαίρες των αστυνομικών.
Το voice over του Αμπού μας συνοδεύει ενώνοντας τα κομμάτια της αφήγησής του. Σκόρπιες σκέψεις, στοχασμοί, σχέδια, ανασφάλεια, απελπισία. Κι αρκετό χιούμορ - νέοι άνθρωποι που ονειρεύονται. Αγόρια που δεν έχουν δει τον κόσμο κι έχουν τα μάτια και τα αυτιά διάπλατα σε όλους τους αστικούς μύθους: «λευκές γυναίκες σε υποδέχονται μόλις περάσεις τα σύνορα», «στην Ευρώπη το δέρμα μας θα ασπρίσει γιατί τα σαπούνια τους σε κάνουν λευκό».
Μόνο που δεν γελάμε για πολύ. Γιατί οι εικόνες από τις συνεχείς (πρέπει να είδαμε 5-6 απόπειρες στα 80 λεπτά ταινίας) προσπάθειες να πηδήξουν το τείχος και η ανάλγητη απώθηση της αστυνομίας παγώνουν το αίμα. Και θερμαίνουν τον παγκόσμιο πολιτικό διάλογο. Πόσο ακόμα ο άνθρωπος της Δύσης θα απολαμβάνει τη ανεπηρέαστη πολυτελή ζωή του σε βάρος εξαθλιωμένων περιοχών του πλανήτη; Πόσο ακόμα πιστεύουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε; Πώς πιστέψαμε ότι η αποικιοκρατική τακτική μας δε θα επέστρεφε ως μπούμερανγκ για να μας χτυπήσει (απειλητικά;) την πόρτα; Πόσα τείχη θα υψώσουμε για να υπερασπιστούμε τα αιματοβαμμένα κεκτημένα μας;
Καταλαβαίνουμε απόλυτα γιατί ο οσκαρικός Τζόσουα Οπενχάιμερ υπέγραψε την παραγωγή αυτής της ταινίας, όσο μικρής κι ακατέργαστης κι αν είναι, αυτή είναι τελικά η δύναμή της. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι γιατί δεν επιλέχθηκε για το πολύ αδύναμο φέτος διαγωνιστικό τμήμα.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2016:
- Berlinale 2016: Τίποτα το ιδιοφυές στο «Genius» του Μάικλ Γκράντατζ
- Berlinale 2016: «Indignation» - Μην αγανακτείτε, ο Φίλιπ Ροθ είναι εδώ
- Berlinale 2016: To «Maggie's Plan» δεν κάνει τη Ρεμπέκα Μίλερ Γούντι Αλεν
- Berlinale 2016: Mαγικός ρεαλισμός απαράμιλλης ομορφιάς στο «Crosscurrent» του Γιανγκ Τσάο
- Berlinale 2016: «Alone in Berlin», αντιναζιστικό δράμα για όλη την οικογένεια
- Berlinale 2016: «Θάνατος στο Σαράγεβο», ζωή σε μας;
- Berlinale 2016: Ο Αντρέ Τεσινέ είναι μάλλον πολύ μεγάλος για να μας πει πώς είναι να είσαι 17 ετών
- Berlinale 2016: Οταν ο Κιγιόσι Κουροσάουα λέει «Creepy» το εννοεί
- Berlinale 2016: Αν μία ταινία πυροδοτεί συζητήσεις, αυτή είναι το «24 Βδομάδες»
- Berlinale 2016: «Fuocoammare». Στη Λαμπεντούζα οι ψαράδες μαζεύουν μόνο κορμιά
- Berlinale 2016: H Σύνθια Νίξον είναι συγκλονιστική στο «A Quiet Passion» του Tέρενς Ντέιβις
- Berlinale 2016: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ κοιτά «Το Μέλλον» (και βλέπει πιθανό βραβείο)
- Berlinale 2016: Οταν ο Κιγιόσι Κουροσάουα λέει «Creepy» το εννοεί
- Berlinale 2016: Ο Ντενίς Κοτέ χτυπάει (και καλά) τον καπιταλισμό στο αφελώς ανώφελο «Boris sans Beatrice»
- Berlinale 2016: Οσα κρύβονται στο υπόγειο στο «Lily Lane» του Μπενς Φλίγκαόυφ
- Berlinale 2016: Στο «Midnight Special», ο Τζεφ Νίκολς υπερφωτίζει ένα γοητευτικό sci-fi b-movie
- Το «Χαίρε Καίσαρ!» των αδελφών Κοέν είναι μια σαχλαμάρα φτιαγμένη με πολλή αγάπη