Οπως κάθε χρόνο το Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που κάνουν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φέτος, 22 μεγάλου μήκους προβάλλονται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Οι 18 από αυτές θα είναι σε πρώτη προβολή, ενώ 9 από αυτές συμμετέχουν και στα διεθνή διαγωνιστικά τμήματα του Φεστιβάλ.
Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες μετά την επίσημη προβολή τους στο Φεστιβάλ. Μπορείτε να δείτε (κάποιες από) τις ελληνικές ταινίες του Φεστιβάλ και στην online πλατφόρμα της διοργάνωσης.
Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα
«Arcadia» του Γιώργου Ζώη
«Μπορώ να μείνω εδώ;», ρωτάει ο χαροκαμένος Γιάννης, 50άρης γιατρός, την κυρία που νοίκιαζε το εξοχικό της σπίτι στον άνθρωπο (κόρη; φίλη; συγγενή;) που ο Γιάννης μόλις έχασε σε τροχαίο εκεί κοντά, σε χαντάκι κάτω από μια γέφυρα. Είναι και η σύζυγός του μαζί, η Κατερίνα, αλλά ο Γιάννης μιλάει στον ενικό. Ίσως να εννοεί το αυτονόητο, να μείνουν μαζί, και οι δύο. Ίσως πάλι να θέλει να μείνει μόνος, να διαχειριστεί σόλο το ξαφνικό πένθος του.
Ο Γιάννης και η Κατερίνα, γιατρός κι αυτή, ψυχίατρος, έχουν έρθει στο παράκτιο θέρετρο να αναγνωρίσουν το πτώμα του θύματος. Ο αστυνομικός επί της υπόθεσης τούς ενημερώνει για τις πιθανές συνθήκες του δυστυχήματος, για την ύπαρξη ενός ακόμη επιβάτη, επίσης νεκρού, και τους παραδίδει τα προσωπικά αντικείμενα της εκλιπούσης. Ανάμεσά τους και το κινητό της, εκεί όπου ο Γιάννης θα δει αργότερα, σε βίντεο άσεμνο, το πρόσωπο του άλλου επιβάτη, του άντρα που διατηρούσε σχέση με το θύμα, το οποίο ο Γιάννης νόμιζε πως λείπει σε συνέδριο στο Λονδίνο.
Τι κρύβει αυτή η πλάνη, και ποια τελικά είναι η ταυτότητα του θύματος; Ποιο είναι το κορίτσι που κοιτά επίμονα την Κατερίνα έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, κι ενώ ο Γιάννης έχει κοκαλώσει το αμάξι μετά από ένα νυχτερινό σπιντάρισμα οργής στη μοιραία γέφυρα; Και ποιος ο νεαρός που εκείνη, πάλι, βλέπει να τριγυρίζει στο εξοχικό σπίτι σαν να ήταν δικό του, σαν να ζούσε κάποτε εκεί;
Είναι κάπου εδώ, σε αυτή τη θέαση, που αρχίζει να μορφοποιείται η λύση στο αίνιγμα. Και στην ακόλουθη ξενάγηση της Κατερίνας στο παραθαλάσσιο τοπικό στέκι να διαφαίνονται οι απαντήσεις. Εκεί όπου οι ζωντανοί συνυπάρχουν με τους νεκρούς, με τα πνεύματα που κυκλοφορούν ανήσυχα στον τόπο, γιατί οι δικοί τους αρνούνται να τους αφήσουν να φύγουν για το υπερπέραν. Ένα νεκροταφείο το μπαρ «Αρκάντια», απ’ όπου και ο τίτλος της νέας ταινίας του Γιώργου Ζώη. Μια εκκρεμότητα δυσβάσταχτη και σκοτεινή, ένας καθρέφτης της λερωμένης συνείδησης όσων επέζησαν από μοιραία λάθη και θλιβερές απώλειες, καταδικασμένοι να κουβαλούν μόνιμα τις σκιές των χαμένων αγαπημένων.
Σκιές που παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στον φακό του Γιώργου Ζώη, αλλού τραχιά και δυσοίωνα, μέσα από τo γκροτέσκο ποζάρισμα ενός Ούλριχ Ζάιντλ, αλλού αέρινα έως και χιουμοριστικά (μας ήρθαν στον νου εικόνες από το ghost town story «Αν τα Γουρούνια Είχαν Φτερά» της κάποτε ιέρειας του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά Σάρα Ντράιβερ), αλλού με τους τρόπους ενός pop μεταφυσικού θρίλερ (τύπου «Έκτη Αίσθηση»), πάντα όμως με ένα (πολανσκικό) κοίταγμα στο απόκοσμο ως κάτι κοινό και οικείο, μια υφολογική προσέγγιση που έλκει την καταγωγή της από τον μαγικό ρεαλισμό.
Οι επιρροές δένουν αρμονικά μεταξύ τους και συνδιαλέγονται ζωτικά με τα σύμβολα (τα υποδήματα, από δείκτες του κοινωνικού στάτους μέχρι δεσμοφύλακες των νεκρών στα επίγεια, έχουν εδώ μια πολυσημία καινοφανή στα κινηματογραφικά πράγματα), η στενόχωρη απορία στο βλέμμα της Αγγελικής Παπούλια και το κουρασμένο πρόσωπο του Βαγγέλη Μουρίκη χαρτογραφούν από μόνα τους νομίζεις όλο το βάρος των ενοχών, και το αποτέλεσμα, μια ψυχανάλυση με τις συνεδρίες νοούμενες ως φιλμικές σεκάνς και περατωμένη επιδέξια -από τη μετάνοια έως την κάθαρση- με τους όρους του fantasy, φανερώνουν ένα δημιουργό πολύ πιο συγκροτημένο από εκείνον του «Interruption» προ οκταετίας, του πρώτου, εξαιρετικά ενδιαφέροντος, αλλά και πραφορτωμένου μεγάλου μήκους πειράματός του.
Ρόμπυ Εκσιέλ
«Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» του Γιάννη Βεσλεμέ
Το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», η ταινία που σηματοδοτεί και επίσημα την οριστική αποκόλληση του Γιάννη Βεσλεμέ στον - ευτυχώς - καθόλου ασφαλή αλλά ολόδικό του φανταστικό, τρελό, μελαγχολικό, πανέμορφο, απονενοημένο κινηματογραφικό (και όχι μόνο) σύμπαν, δεν είναι τυχαίο ότι είναι πριν και μετά από οτιδήποτε άλλο μια ταινία ενηλικίωσης.
Και όπως κάθε ταινία ενηλικίωσης έχει για ήρωες παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν ή, εν προκειμένω, παιδιά που πειραματίζονται - κυριολεκτικά εδώ - πάνω στην έννοια της δικής τους αποκόλλησης από το παρελθόν, τολμώντας να βγουν από το safe space ενός σπιτιού που σε κάθε του αντικείμενο, σε κάθε επιφάνεια, σε κάθε δάχτυλο σκόνης που έχει καθίσει πάνω στα έπιπλά του, το νιώθεις, το μυρίζεις, το αισθάνεσαι ότι κρύβει κάτι από το τώρα της… τότε παιδικής τους ηλικίας.
Σκηνοθέτης και τα τρία αδέλφια της ταινίας, όλοι μαζί, σαν ήρωες μιας άτυπης pulp ανθολογίας (που - ιδέα! - αυτή η ταινία θα μπορούσε να είναι πρώτη περιπέτεια τους), θα το επιχειρήσουν με τον δικό τους τρόπο.
Ή, τέλος πάντων με τον μοναδικό τρόπο που το σινεμά, η λογοτεχνία και η (επιστημονική) φαντασία μας έμαθε να ακυρώνουμε τo χωροχρόνο, σε μια ταινία που είναι αποκύημα μιας βαθιάς ψυχαναλυτικής διαδρομής μέχρι το πυρήνα του τραύματος και την ίδια στιγμή απόσταγμα μιας κινηματογραφικής κουλτούρας που δεν έχει σημασία να αναζητήσεις τις συγκεκριμένες της αναφορές. Η πρωτοτυπία της χωνεύει και Στίβεν Σπίλμπεργκ και Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και Νίκο Νικολαΐδη και Ζαν Πιερ Ζενέ/Μαρκ Καρό και δεκάδες άλλες γνώστες και άγνωστες σινεφίλ αναφορές μέχρι … «Φρουτοπία» σε ένα μεταλλαγμένο νέο είδος που, μαζί με τη «Νορβηγία», τις μικρού μήκους ταινίες, το κομμάτι από το «The Field Guide to Evil» και τα ηχοτόπια του Felizol, έχει την διακριτή υπογραφή του Γιάννη Βεσλεμέ.
Στην καλύτερη εδώ - ακριβώς επειδή είναι ακόμη πιο αταξινόμητη, ακόμη πιο ψυχεδλεική και ακόμη πιο απενοχοποιημένη από οτιδήποτε έχει κάνει - στιγμή του, ο Γιάννης Βεσλεμές φτιάχνει μια ταινία (την ίδια ακριβώς στιγμή) για και από τη ζωή και το σινεμά μαζί. Και εντυπωσιάζει με το επίπεδο της κατασκευής, τα ακέφαλα κοτόπουλα, τους φωτισμούς (στο απόγειο της τέχνης του Χρήστου Καραμάνη) και τα σκηνικά, τα πτώματα που ανασταίνονται καπνίζοντας και το μνημειώδες στη μέση κομμένο κεφάλι μιας κοπέλας που βρίσκεται κολλημένο σε δύο χρόνους.
Σε εποχές που το σινεμά »μικραίνει» από έλλειψη πόρων αλλά κυρίως τόλμης, εδώ το όραμα μοιάζει όσο μπορεί ατόφιο, κατασκευασμένο με τέχνη, τεχνική και οικονομία, συμβιβασμένο μόνο στο να μην μοιάζει παρά μόνο με αυτό που καρφώθηκε στο μυαλό όσων το έφτιαξαν.
Μη γελιέστε όμως. Καμιά ταινία ακόμη και της πιο τρελής (επιστημονικής ή μη) φαντασίας δεν υπήρξε ποτέ σημαντική για τη (επιστημονική ή μη) φαντασία της, πόσο μάλλον (μόνο) για την κατασκευή της. Η πραγματική δύναμη της εξτραβαγκάντζας του Γιάννη Βεσλεμέ βρίσκεται στην χειροποίητη και χειροπιαστή πραγματικότητα που κρύβεται μέσα στην ντουλάπα - μέσα από την οποία, χωρίς κανένα spoiler, τρία αδέρφια που ζουν αποκομμένα από την πραγματικότητα στο πατρικό τους σπίτι, προσπαθούν να φέρουν πίσω στη ζωή τη νεκρή τους μητέρα.
Εκεί, στο έρεβος μιας λιντσικής κόκκινης ταπετσαρίας που προδίδει και αγάπη και μίσος μαζί, το «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» «βγαίνει από την ντουλάπα» ως η βαθιά μελαγχολική ταινία που είναι. Ενας νυχτερινός, συνθετικός κήπος για την απώλεια που από τα βάθη του φυτρώνουν αγόρια που δένονται το βράδυ σε προσομοιώσεις αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, αγόρια που κάνουν παιδικό ποδήλατο, αγόρια που καταπίνουν ψημένα ψυχοτρόπα μάλλον γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος να βλέπουν πιο καθαρά την πραγματικότητα, αγόρια που ξεπαγώνουν μπαγιάτικα φαγητά από την κατάψυξη, αγόρια που δεν έμαθαν ποτέ ούτε πώς να αγαπήσουν, ούτε πώς να χωρίσουν, ούτε πώς να αποχωριστούν, - ευτυχώς - ούτε πώς να μάθουν να μισούν.
Αγόρια κολλημένα όχι μόνο ανάμεσα σε δύο χρόνους, αλλά περισσότερο σε εκείνο το κομβικό σημείο για κάθε άνθρωπο όπου το παιχνίδι είναι όπλο, ο παιδικός θυμός είναι ενέργεια ικανή να καταστρέψει τον κόσμο και η ενηλικίωση έχει πλέον να κάνει με το μεγάλο ζητούμενο κάθε λιγότερο ή περισσότερο επώδυνης «αποκόλλησης».
«Τώρα πια έχουμε όλο το χρόνο στον κόσμο», θα ακουστεί από το στόμα των αγοριών την ώρα της... κάθαρσης. Λίγο πριν, σε ένα πανέμορφο σύμπαν που (σε) προκαλεί να αναρωτηθείς για περισσότερα πράγματα από αυτά που ρωτάει και να απαντήσεις σε ακόμη περισσότερα πράγματα από όσα απαντάει, τον πολύτιμο χρόνο της ενηλικίωσης χαρίζουν στους ήρωες αυτού του μύθου έννοιες ακατανόητες και όμως λυτρωτικές ακόμη ή κυρίως και για τους ίδιους, όπως η συγχώρεση, η άφεση αμαρτιών, η συμφιλίωση με το παρελθόν, το να κοιτάς τη ζωή μέσα από μάτια που μοιάζουν σαν να παίζουν arkanoid.
Μανώλης Κρανάκης
«Κρέας» του Δημήτρη Νάκου
Ο Τάκης είναι κτηνοτρόφος σ’ ένα ορεινό χωριό της ελληνική επαρχίας. Εχει χτίσει την περιουσία του με μόχθο, αλλά και μικροπαρανομίες: μπορεί να έχει κλέψει κι 1-2 στρέμματα μέσα στα χρόνια από τον γείτονα, αλλά παλιά τα σύνορα ήταν σχετικά και αχαρτογράφητα. Οπως, ανέκαθεν στις μικρές κοινωνίες, σχετικά κι αχαρτογράφητα υπήρξαν και τα όρια της ηθικής. Καταγγελίες γίνονται, αλλά δικηγόροι ακριβοπληρώνονται για να τακτοποιήσουν τα κενά της γραφειοκρατίας. Οπλα βγαίνουν στους οξύθυμους καυγάδες, αλλά οι αστυνομικοί λαδώνονται για να κάνουν τα στραβά μάτια. Ο Τάκης μπορεί και να την απάτησε κάποτε την Eλένη (κι εκείνη τον Τάκη), αλλά στη γειτονιά και το χωριό η εικόνα είναι της αγίας ελληνικής οικογένειας. Κι ας μην δείχνει προκοπή ο μοναχογιός τους Παύλος - ευνουχισμένος, τεμπέλης, ανασφαλής και για αυτό κομπλεξικός. Κι ας φαίνεται περίεργο που ο Τάκης επενδύει περισσότερο στον Χρήστο, τον νεαρό Αλβανό που άτυπα υιοθέτησε, όταν η γειτόνισα μάνα του επέστρεψε στη χώρα της. Ο Χρήστος τον βοηθάει στα σφαγεία. Ο Χρήστος είναι ικανός να κρατήσει το νέο μαγαζί, το οικογενειακό κρεοπωλείο που άνοιξαν στην κεντρική πλατεία του χωριού, και, κανονικά, είναι η περιουσία που θα αφήσουν στον Παύλο. Στον Χρήστο στηρίζεται, στον Χρήστο επενδύει, τον Χρήστο καμαρώνει.
Κι όλα πάνε κατ’ ευχήν. Κι ας χρεώθηκε ο Τάκης. Κι ας τον φυτιλιάζει συνεχώς η βεντέτα για τα κτήματα με τον εκδικητικό Κυριάκο. Κι ας τον απογοητεύει ο Παύλος, κι ας του ρίχνει βιτριολικά βλέμματα η Ελένη, κάθε φορά που επαινεί τον Χρήστο. Ολα πάνε καλά.
Μέχρι που ένα καρμικό βράδυ τινάζει τα πάντα στον αέρα. Σ’ ένα διαπληκτισμό και στην ανάγκη του να κάνει τον νταή, ο Παύλος σκοτώνει τον Κυριάκο που μπήκε ως παραβάτης στα χωράφια τους. Μοναδικός μάρτυρας ο Χρήστος, ο οποίος σοκαρισμένος δέχεται να τον βοηθήσει να εξαφανίσουν τα ίχνη. Μόνο που δεν εξαφανίζονται έτσι τα πτώματα, ούτε οι ενοχές. Ο Τάκης βλέπει ξεκάθαρα ότι δεν έχει άλλο έλεγχο, ο Παύλος δεν τη γλιτώνει. Και τότε προτείνει μία συμφωνία στον Χρήστο - βρώμικη, σκοτεινή και διεφθαρμένη. Να γίνει εκείνος το πρόβατο στη σφαγή της δικαιοσύνης. Θα δεχθεί;
Ο Δημήτρης Νάκος έχει σκηνοθετήσει 14 μικρού μήκους ταινίες (όπως τα «11.20 π.μ.», «4 Μαρτίου», «Η Αλίκη στο Καφέ», «Κατάψυξη») που έχουν παρουσιαστεί και βραβευτεί σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με το «Κρέας» κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλου μήκους.
Κι ενώ γράφει κάτι που -ξεκάθαρα και ατόφια- πηγάζει από και παραπέμπει στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, το βλέμμα του είναι φρέσκο, γήινο και απτό - λερωμένο από τη λάσπη και την υγρασία της στάνης, μουλιασμένο στο αίμα του κρέατος, ριζωμένο βαθιά στην μπόχα της ελληνικής υποκρισίας.
Με τον Γιώργο Βαλσαμή στην διεύθυνση φωτογραφίας κατασκευάζουν το σταχτί, γκρίζο, άναρχο σύμπαν της κλειστοφοβικής επαρχίας, όπως του πρέπει - μοναχικό κι αγοραφοβικό, απέραντο κι αδιέξοδο, νευρώδες κι εγκλωβισμένο.
Ο Νάκος μοιάζει να ξέρει τα πατήματα των τόπων (μαθαίνουμε ότι κτηνοτρόφος είναι ο πατέρας της συζύγου του, της , επίσης σκηνοθέτη, Αμερίσσας Μπάστα - το χωριό αυτό στην Κύμη όπου έγινε το γύρισμα είναι η καταγωγή κι τόπος της) και τον καταγράφει με σκηνοθετικό στιλ, άποψη, αλλά ουσιαστικά, κι όχι με τουριστικές καλλιγραφίες. Με ακρίβεια στην τονικότητα, με ρεαλισμό και χαλινάρι στη δραματουργική αφήγηση, αλλά την κάμερα να τρέχει κρατώντας σφιχτό το ρυθμό. Ο Νάκος επενδύει στο σινεμά που αγαπάμε: παρατήρηση, ησυχία, αλλά καμία έκπτωση στο νεονουάρ ψυχόδραμα, με μοντέρνα πρόταση στην τραγωδία ως βουκολικό γουέστερν. Πόσο έξτρα μπόνους και η υπέροχα ημιάγρια, αυθεντικά βουνίσια μουσική του Ηπειρώτη πολυοργανίστα Κωνσταντή Πιστιόλη (ναι, των των Villagers of Ioannina, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Γιάννη Χαρούλη κλπ)
Οι ηθοποιοί του είναι επίσης γεροί (περισσότερο οι άντρες από τις γυναίκες, θεωρούμε ότι ήθελαν λίγο ενδυνάμωση οι γυναικείοι ρόλοι). Ο Καραζήσης ηγείται, πάντα στιβαρός και μελετημένος, ο Νικούλι απογειώνεται με νέα ερμηνευτική αυτοπεποίθηση (κάτι ανάμεσα στην ενηλικίωση και την αιώνια αθωότητα), ο Ιορδανόπουλος φορά την τοξική αντρίλα και τη δειλία, όπως ακριβώς πρέπει - ως δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι ο Γιώργος Συμεωνίδης, με το σώμα ευθυτενές και το εκφραστικό του πρόσωπο ακίνητο, σαν κλείσιμο ματιού 16 χρόνια μετά τη «Διόρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου, να υπηρετεί ξανά αυτή την πικρή ματιά που ρίχνει το σινεμά στην ανθρώπινη τρωτότητα, στην αμαρτία.
Αν κάτι μάς προβλημάτισε είναι το τέλος. Σωστό και ακριβές, έξυπνο και αριστοτεχνικό σεναριακά, δεν μεταφέρεται στην οθόνη με την ορμή και τη δύναμη που του ταιριάζει. Σαν κάτι λίγο να ξεκουρδίστηκε, σαν κάποια απόφαση να μη δούλεψε.
Δεν μάς απασχολεί και τόσο. Η ατμόσφαιρα της ταινίας μάς έχει στοιχειώσει, η στιβαρότητα του Νάκου μάς κέρδισε, το «Κρέας» του κέρδισε μία θέση ανάμεσα στα αγαπημένα μας της χρονιάς.
Πόλυ Λυκούργου
Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbors
«Ριβιέρα» του Ορφέα Περετζή
Μπορεί η λέξη «Ριβιέρα» και δη η αθηναϊκή, να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για το ελληνικό και το ξένο κοινό, όμως η ταινία του Ορφέα Περετζή, πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασίας μετά τα ντοκιμαντέρ «Στο Κέντρο του Κύκλου» και «Iodine: Η Ελλάδα στα Ερείπια του Μεσολογγίου», περνά το κοινό σε όλους, γνώριμο μήνυμα, ότι τα πάντα, τα σπίτια, οι γειτονιές, το σώμα, η σκέψη, η αντοχή και η μνήμη, αλλάζουν, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Συνήθως όχι.
Ηρωίδα της ταινίας είναι η Αλκηστη, ένα κορίτσι στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, που περνά το καλοκαίρι της στην οικογενειακή πανσιόν στην αθηναϊκή Ριβιέρα. Καλύτερός της φίλος, εκτός από την κολλητή της, ένας φοίνικας, απ' αυτούς της παραλιακής που πενθήσαμε όταν τους χτύπησε το κόκκινο σκαθάρι: όμως ο φοίνικας της Αλκηστης έχει όνομα, είναι το Τζέρι κι αν του μιλήσεις ώριμα κι από κοντά, προβλέπει το μέλλον. Αυτό το μέλλον που η Αλκηστη προσπαθεί ν' απωθήσει όσο γίνεται πιο μακριά. Κάτοικοι της πανσιόν ο νονός του κοριτσιού, αποτυχημένος συγγραφέας με διστακτική κοινωνικότητα (ο Κορωναίος στο πετσί του ρόλου), ένα μεγαλούτσικο ζευγάρι που δυσανασχετεί εύκολα και η μαμά της, η Αννα (η Μαρία Αποστολακέα που μαγνητίζει, έστω σ' έναν ανολοκλήρωτα γραμμένο ρόλο), που αναζητά τρόπο διαφυγής από τη ζωή στην οποία βρέθηκε.
Το τοπίο που κυκλώνει την Αλκηστη ξεριζώνεται, ισοπεδώνεται, σαπίζει. Σαν το σημάδι από μούχλα που εμφανίζεται στον τοίχο του δωματίου της και κάθε μέρα μεγαλώνει, θεριεύει, γίνεται δάσος. Σαν τα ερειπωμένα κτίρια ενός beach culture του '70 και του '80 που γνώρισαν ανεμελιά κι ένα κάποιο glam και τώρα περιμένουν να γκρεμιστούν. Σαν τις παλιές φωτογραφίες των γονιών της Αλκηστης που διατηρούν ό,τι εκείνη έχει ανάγκη, μια αίσθηση συνέχειας. Ή τις ξύλινες εντοιχισμένες συσκευές κουζίνας και το μακραμέ στον τοίχο που μαρτυρούν τις δόξες που γνώρισαν πριν πενήντα, πια, χρόνια.
Η Αλκηστη δεν βρίσκεται σε μια πορεία ενηλικίωσης - σύμφωνοι, δοκιμάζει την τύχη της, πειραματίζεται μ' έναν μεγαλύτερό της μηχανικό (ο Συριόπουλος πάντα φυσικός κι ελκυστικός), ρισκάρει με τη φίλη της στο σούπερ μάρκετ της περιοχής. Ομως αντί να θέλει να πάει μπροστά, θέλει όσο γίνεται να μείνει πίσω, να κρατήσει αυτό που γνωρίζει, ή φαντάζεται πως αποτελεί τις ρίζες της, πιο στέρεες από του Τζέρι. Και να το προστατεύσει από την οικολογική καταστροφή, από τους Κινέζους που (με μια σχετική γραφικότητα) έρχονται ν' αγοράσουν τα πάντα, από την «αναδιαμόρφωση» της παραλιακής που θέτει ένα ολόκληρο σύμπαν βιωμάτων και μνήμης, προς κατεδάφιση.
Βασισμένος σε μια ιστορία της Ιωάννας Νισυρίου, το «Kουτί της Πανδώρας», ο Ορφέας Περετζής φτιάχνει μια ταινία που, στο πρώτο μέρος της τουλάχιστον, ισορροπεί έξυπνα κι αποτελεσματικά μεταξύ κυνισμού και ρομαντισμού, μεταξύ κωμωδίας κι επερχόμενης τραγωδίας και που στρατηγικά μπλοκάρει κάθε μονοπάτι εξόδου από έναν κόσμο που ποτέ πια δεν θα καταφέρει να φτάσει ως τη θάλασσα. Απολύτως κατανοητή η επιλογή της ταινίας από το Φεστιβάλ του Σάο Πάουλο, όχι λιγότερο γιατί το ύφος της, η φωτογραφία του Γιώργου Βαλσαμή με τα πυκνά χρώματα και η ερωτική και μαζί διαβρωτική υγρασία της νύχτας φέρνουν αμέσως στο νου λατινοαμερικανικό σινεμά. Απέναντί του, μ' έναν τρόπο ενδιαφέροντα και γόνιμο, η μοναχικότητα της Αλκηστης κοντράρεται από το μουσικό τοπίο, που παραπέμπει σ' ένα ανάλαφρο παρελθόν, δίνει μια αίσθηση περιπετειώδους road movie σε έναν τόπο που δεν πάει πουθενά, συνδέει τον Larry Gus με τον Φίλιπ Γκλας με τον πιο συναισθηματικό τρόπο.
Αυτή την ισορροπία, η ταινία στο δεύτερο μέρος της μοιάζει να μην μπορεί να τη διατηρήσει. Ηρωες «εξαφανίζονται» από την πλοκή χωρίς δικαιολογία κι επανέρχονται σαν τίποτα να μην έχει συμβεί, αλλά και τα σύμβολα της ιστορίας βαραίνουν το ως τότε πετυχημένα παιχνιδιάρικο και μαζί αλληγορικό ύφος της. Οσο συγκινητικό είναι να βλέπεις τα σάβανα από νάιλον να τυλίγουν καναπέδες κι έπιπλα προς εξαφάνιση, άλλο τόσο όταν το νάιλον αρχίζει να σαβανώνει έμβια όντα, το νόημα αδυνατίζει και δίνει σκυτάλη σε μια αχρείαστη επιτήδευση διαλόγων και δράσης, ενώ η Εύα Σαμιώτη, με το πανέμορφο, εύπλαστο, τόσο νεανικό πρόσωπο και πεισματάρικο, σκυθρωπό βλέμμα που μια λάμπει και μια βουρκώνει, δεν στηρίζει εξίσου σε όλες τις σεναριακές στροφές την ταινία που σηκώνει στους λεπτούς ώμους της. Παρά αυτή την ανισότητα, ο αποχαιρετισμός στην αθωότητα, στην οικειότητα του παρελθόντος, στις ξαπλώστρες και τα γκαζόν που έχουν δει δεκάδες καλοκαίρια, κρατά και μια συγκίνηση και μια πικρία και μια αλήθεια. Σαν τον φοίνικα προφήτη που ήταν πάντα εκεί, τα προέβλεψε όλα, αλλά όχι το δικό του τέλος. Σαν τη Ριβιέρα που αλλάζει και τα μυστικά της θα θαφτούν, σε λίγα χρόνια, για πάντα στο χώμα και το τσιμέντο, μ' εμάς θεατές.
Λήδα Γαλανού
«Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά
Σε μια από τις πρώτες σκηνές του «Killerwood», της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Χρήστου Μασσαλά, ο Τίτος, ο πρωταγωνιστής σκηνοθέτης που προσπαθεί να κάνει την πρώτη ελληνική ταινία με serial killer τύπου «Scream», δίνει τέλος σε ένα κάστινγκ επειδή ένας από τους υποψήφιους ηθοποιούς αναφέρει τις κριτικές για την προηγούμενή του ταινία. Φεύγει από το γραφείο του, κλείνεται στην τουαλέτα, αρχίζει να χτυπιέται. Ο ηθοποιός που τόλμησε να αναφέρει τις κριτικές χάνει πανηγυρικά το ρόλο, αλλά ο αυτο-σαρκασμός του Χρήστου Μασσαλά έχει μόλις ξεκινήσει…
… και δεν θα σταματήσει για όλα τα απολαυστικά λεπτά μιας ταινίας που έρχεται μάλλον από το πουθενά ως μια α-συνέχεια του «Broadway», απόλυτα ωστόσο ενταγμένη στο queer ρομαντικό σύμπαν του Χρήστου Μασσαλά, αλλά και με το βλέμμα έξω από αυτό. Μια ταινία μέσα στην ταινία που σατιρίζει με πικρή ειλικρίνεια αλλά και ακούραστο χιούμορ τη σημασία του να είσαι σήμερα σκηνοθέτης στην Ελλάδα την ίδια στιγμή που παίζει με το genre του τρόμου με όρους αδιαπραγμάτευτα… υπαρξιακούς.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μια ταινία μέσα στην ταινία και άλλη μία μέσα στην ταινία της ταινίας, αφού στην ουσία αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα άτυπο making of της ταινίας που προσπαθεί να γυρίσει ο Τίτος, με την αδιάκριτη κάμερα που καλύπτει την προετοιμασία και τα γυρίσματα της να δίνει το ελεύθερο και για το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, αλλά κυρίως για το βάθος πεδίου που ορίζει ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και το σινεμά, αφού μυστηριώδεις θάνατοι, κουτιά με εντόσθια που στάζουν αίμα και κρυπτικά μηνύματα μετατρέπουν την παραγωγή σε ένα θρίλερ από μόνο του.
Τίποτα πιο τρομακτικό φυσικά από την παραγωγό που κόβει μέρες από το γύρισμα, τους ηθοποιούς που κάνουν ντιβιλίκια, το αίμα που έχει καλό χρώμα αλλά είναι νερουλό, τη σκηνογράφο που δεν αντιλαμβάνεται το tone sur tone και την ενδυματολόγο που επιμένει να χρησιμοποιεί πράσινο σε μια ταινία που είναι (σχεδόν) όλη κόκκινη. Ο Μασσαλάς μπερδεύει την αλήθεια της ταινίας στην ταινία με τη δική του, χρησιμοποιώντας συντελεστές και φίλους που παίζουν τον εαυτό τους, τρολάροντας με ισχυρές ωστόσο δόσεις πικρής ειλικρίνειας την πραγματικότητα ενός κινηματογραφιστή σήμερα. Γυρνάει το βλέμμα του και στον ίδιο τον σκηνοθέτη - alter ego του, δίνοντας τη μεγάλη εικόνα όσων πιστεύουν οι άλλοι για τους νέους σκηνοθέτες σήμερα, αλλά και όσα θα έπρεπε και οι ίδιοι να λύσουν με τον εαυτό τους.
Το «Killerwood» όμως δεν είναι αυτοαναφορικό (θα το έλεγες μάλλον… προσωπικό), ούτε ποντάρει μόνο σε όσους θα αναγνωρίσουν τα inside jokes ή το name dropping που αφορά την πολύπαθη ελληνική κινηματογραφική κοινότητα και τον παραλογισμό κάθε νέου σκηνοθέτη απέναντι στο όραμά του.
Γραμμένο με πραγματική σινεφίλ έμπνευση, αστείο χωρίς προσποίηση ή πολλή προσπάθεια, σκηνοθετημένο με σιγουριά παρά την χειροποίητη υφή του και τις μικρές διαστάσεις του, καλοπαιγμένο από όλο το καστ (με την μούσα του Μασσαλά Ελσα Λεκάκου να ηγείται με ατμόσφαιρα και φιλοδοξίες scream queen ενός θιάσου που ξεκινάει από τον απίθανο Βαγγέλη Δαούση στο ρόλο του σκηνοθέτη και φτάνει μέχρι την ξεκαρδιστική σκηνή με την Ρούλα Πατεράκη), και τελικά πολύ καλύτερο από πολλά παρόμοια εγχειρήματα στην μεγάλη πορεία του ανεξάρτητου σινεμά (με τελευταίο το πλήρως αποτυχημένο «Coupez!» του Μισέλ Χαζαναβίσιους), το «Killerwood» έρχεται, να συνεχίσει το παιχνίδι του Χρήστου Μασσαλά με τον κόσμο του θεάματος, τα «κοστούμια» που μας κάνουν αυτούς που (δεν) είμαστε και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην «πρόβα» και το «γύρισμα» όχι μόνο στο σινεμά αλλά και στη ζωή.
Μανώλης Κρανάκης
«Κυνήγι» του Χρήστου Πυθαρά
Ο Γιάννης είναι ένας 50χρονος κυνηγός. Μοναχικός, ολιγόλογος άνθρωπος - το δάσος μοιάζει να είναι ο τόπος του, η συνθήκη που τον συντονίζει με το πιο αληθινό κομμάτι του εαυτού του. Στο διαμέρισμα-κλουβί της Αθήνας, η μοναξιά είναι πιο έντονη: μηχανική καθημερινότητα στη δουλειά στο σιδεράδικο κι άγρυπνες νύχτες καθώς το πιτ μπουλ του ΜΑΤατζή γείτονα, κλειδωμένο μόνιμα στο μπαλκόνι, κλαίει και γαβγίζει ασταμάτητα.
Στο δάσος έχει ησυχία, γαλήνη, γείωση με την αληθινή ζωή. Μέχρι που χτυπάει το τηλέφωνο του κι η ζωή ανατρέπεται: η μητέρα του έφυγε. Πόσα χρόνια είχε να τη δει; Πόσα χρόνια την είχε αφήσει μόνη της στο χωριό; Από τι είχε τρέξει μακριά και δεν κοίταξε ποτέ πίσω; Απομονωμένος ακόμα και στην κηδεία, ξένος ανάμεσα στους συγχωριανούς του, κοιτά με θλίψη ενοχές, τραύμα και πικρή νοσταλγία - ακόμα και η γυναίκα που ήταν πάντα ερωτευμένος, σήμερα είναι παντρεμένη με παιδιά.
Ολοι έχουν ερωτήσεις: τι θα κάνει με το πατρικό σπίτι; Θα επιστρέψει; Θα μείνει στην Αθήνα και θα το πουλήσει; Ο Γιάννης δεν μιλάει. Ίσως να μην ξέρει. Ίσως αυτό το σκυλί που αλυχτά στο μπαλκόνι να μην τον αφήνει να σκεφτεί καθαρά…
Ο Χρήστος Πυθαράς («Ευτυχία») επιστρέφει με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, κάνοντας κάτι παραδειγματικό: καταπιάνεται με μία μόνο ιδέα (συνήθως στη δεύτερη ταινία οι σκηνοθέτες παρασύρονται από υπέρμετρη φιλοδοξία) και την εκτελεί συγκεντρωμένα, μελετημένα, με ταλέντο, πειθαρχία κι αυτοπεποίθηση.
Η εικονογραφία του είναι αριστοτεχνική, η ατμόσφαιρα του πυκνή κι υποβλητική, τα πλάνα του λυρικά - χωρίς να συμβιβάζει τον ευρύτερο ρεαλισμό του. Η αντίστιξη του δάσους με το αστικό τοπίο και που είναι το πραγματικό «ανήκειν» του ανθρώπου (και του σκύλου) είναι σαφής - η βία και η μοναξιά της μεγαλούπολης παρούσα στη σιωπή του Γιάννη, στο κλάμα του πιτ μπουλ.
Και δεν το παρατηρεί αυτό κανείς, τυχαία. Συνήθως ένας σκηνοθέτης τοποθετεί τον κεντρικό ήρωα ως alter ego του σ’ αυτά που θέλει να πει. Εδώ, ο Πυθαράς ταυτίζεται και με τον Γιάννη και με τον σκύλο. Οι δυο τους είναι ο αντικαταπτρισμός μίας παρεξήγησης. Χοντροκομμένοι, βλοσυροί, απόμακροι - «βίαιοι»; Είναι η ράτσα του σκύλου φύσει κακοποιητική - είναι άγριο ένα πιτ μπουλ; Ή πίσω από τις κλειστές πόρτες εκείνο δέχεται κακοποίηση («εκπαίδευση» θα την ονόμαζε ο μπάτσος). Είναι ο κυνηγός θέσει δολοφόνος; Ή έχει τον δικό του ηθικό κώδικα για το πότε σηκώνει το όπλο του, τι προστατεύει, τι εξολοθρεύει, τι τιμωρεί;
Στο πρωταγωνιστικό ρόλο ένας ερασιτέχνης ηθοποιός, ο Γιάννης Μπελής (ο οποίος ενέπνευσε και το σενάριο στον Χρήστο Πυθαρά). Στιβαρός, μελαγχολικός, μυστηριώδης - όσο πρέπει εκφραστικός κι όσο ελλειπτικά επικοινωνιακός απαιτείται, με τη βοήθεια του σκηνοθέτη του αποτυπώνεται στο πανί ως το παρεξηγημένο, ημιάγριο πλάσμα της διπλανής πόρτας. Κλεμμένες στιγμές όμως προδίδουν την καρδιά του - η σχέση του με το γιο του αφεντικού του στο σιδεράδικο, ένα κόσμημα που κατασκευάζει αλλά δεν τολμά να το δώσει στην παλιά του αγάπη, το χέρι που χαϊδεύει κρυφά τον μοναχικό σκύλο. Γιατί κι εκείνος είναι μοναχικός λύκος. Θα καταβροχθίζει τα πουλιά που σκότωσε και μαγείρεψε, αλλά στην ουσία θα μπουκώνεται με το θρήνο της απώλειας. Και στο τέλος θα το ομολογεί «δεν τρωγόταν το κρέας». Δεν μπορείς να φας τα συναισθήματα σου.
Στα μείον της ταινίας: η επιλογή μίας επαναληπτικής φαντασιακής σκηνής, ενός λευκού ονείρου/εφιάλτη που καλείται να μας προδώσει την ένταση στο μυαλό του ήρωα - την οργή, την νεύρωση, την έκρηξη του τραύματος εντός του. Δεν λειτουργεί καλά, δεν μπορεί να αντικαταστήσει μία κορύφωση που ήθελε η (υπέροχη) ησυχία της ταινίας - μία απόρριψη, μία ανακάλυψη στο σπίτι στο χωριό, κάτι, που θα ήταν η αφορμή για το τράβηγμα της περόνης στην ψυχική χειροβομβίδα του Γιάννη.
Κάπως έτσι μία μικρή ταινία που πετυχαίνει πολλά σε αφήνει με την αίσθηση του ολόκληρου. Στο κυνήγι δεν είναι πάντα η ποσότητα που μετράει.
Πόλυ Λυκούργου
Διαγωνιστικό Τμήμα Film Forward
«Μαλδίβες» του Ντάνιελ Μπόλντα
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Ντάνιελ Μπόλντα μοιάζει να κάνει μια κατάθεση ψυχής, εξαιρετικά γοητευτική, ακόμα κι αν από τη μέση και μετά χάνει το δρόμο της στο δάσος και στο τσίπουρο.
Ο ήρωάς του είναι ο Στέλιος, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος με την τραχύτητα και την τρυφερότητα ενός δέντρου, γειωμένος και με το βλέμμα ψηλά. Πόσο ταιριαστό, μια και ο Στέλιος είναι ορεσίβιος, παρότι ονειρεύεται καλοκαιρινούς ουρανούς και θάλασσες. Δάσκαλος μουσικής στο σχολείο του κυκλωμένου από έλατα χωριού, ζει μόνος στο (σκηνογραφικά ζηλευτό) σπιτάκι του, με παρέα πότε-πότε τον Παντελή και τους ντόπιους κυνηγούς. Γυναίκα ούτε για δείγμα (λίγο τα χέρια της Ελένης όταν σερβίρει στο καφενείο, ή της κυρίας που συνοδεύει τη χορωδία στο πιάνο), εκτός από τη Μαρία. Τη σκύλα του Στέλιου, τη μοναδική συντροφιά του, την αγάπη του. Που θέλει να την τρέφει σωστά με ψαράκι και να της φτιάχνει παιχνίδια. Σε μια σχέση ανιδιοτέλειας και πίστης, που σε κάνει να θέλεις να είσαι η τετράποδη τσοπάνα Μαρία κι ο Στέλιος να σε λέει «κορίτσι μου».
Η Μαρία είναι το μόνο πλάσμα που, μάλλον, κρατάει τον Στέλιο από τ' όνειρό του, ν' αφήσει το βουνό και το σπίτι της μάνας του, τις ρίζες, την παρελθούσα οικογένεια, τη μοναξιά και το χιόνι και να πάει Μαλδίβες, στον ήλιο και στη θάλασσα όπου όλα θα είναι καλά. Μόνο που μια μέρα ο Στέλιος θα δει στο δάσος ένα πράγμα, σαν δέντρο, αλλά όχι δέντρο, μια αλλόκοτη ύπαρξη με πρόσωπο από φλοιό αρχαίου κορμού και λουλουδάκια στο κεφάλι. Και τότε, η Μαρία θα εξαφανιστεί κι όλα θα γυρίσουν ανάποδα.
Αν ο Μπρεσόν και οι Κοέν έκαναν μαζί μια ταινία, κάπως έτσι θα έμοιαζε, πιθανότατα με πιο γερό σενάριο. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Μπόλντα φτιάχνει μαγείες. Ανατρέχει στο αρχέγονο για να δώσει το στίγμα του υπαρξιακού αδιέξοδου, κατασκευάζει ένα σύμπαν από ψυχρά στοιχεία και τους δίνει γλυκύτητα και οικειότητα, δίνει κατεύθυνση στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Εβαν Μαραγκουδάκη και στη μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ που, μαζί, παίρνοντας υλικά από το φιλμ και τις μελωδίες του παρελθόντος, κάνουν κάτι σχεδόν διαχρονικό, κλασικό, με μια υποψία ανησυχίας. Το δάσος έχει πάντα τη δική του ζωή, τουλάχιστον στο σινεμά, όμως ο Μπόλντα κάθεται πάνω στη γνώριμη ταυτότητα αφηγηματικών δεδομένων και τ' ανατρέπει, όπως κάνει η ζωή. Στην ταινία του, ο τρόμος δεν είναι τρομακτικός, είναι κομμάτι της φύσης, έχεις το χρόνο να τον παρατηρήσεις και να τον αποφορτίσεις και να τον αφήσεις να λικνιστεί με ωραία τραγουδάκια. Και τα δομικά στοιχεία μιας ταινίας φολκ τρόμου απλώνονται στο χώμα και γίνονται βίωμα (τίποτα πιο τρομακτικό από αυτό), που μιλά για ανεκπλήρωτα όνειρα, για ευάλωτες συναισθηματικές συνδέσεις που πρέπει να σπάσουν για ν' απελευθερωθείς, για την αγωνία της επιθυμίας, της ζωής και του θανάτου.
Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, αυτό το βουκολικό παραμύθι ο Μπόλντα δεν το οδηγεί σθεναρά εκεί που θέλει. Παύσεις και διαλείμματα που μοιάζουν με ωραίες ιδέες που υποχρεωτικά πρέπει να ενσωματωθούν στην ταινία, δεν οδηγούν κάπου, ούτε δημιουργούν κάποιο νέο συναίσθημα απ' όλα τα σημαντικά που έχεις νιώσει από την αρχή. Να κι ένα τσάμικο υπερβατικό, να κι ο Στέλιος που κόβει τα νύχια των ποδιών του με το χέρι, πραγματικά η πιο τρομακτική σκηνή όλης της ταινίας. Να και τα παιδάκια της χορωδίας με περιττό συμβολισμό, να κι ο Στέλιος που κραδαίνει την καραμπίνα που, όχι, δεν θα εκπυρσοκροτήσει. Το αφηγηματικό σκόρπισμα της απειρίας, σίγουρα. Ομως σε μια ταινία που ήδη τα έχει πει όλα, σ' έχει κάνει να την αγαπήσεις, να κοιτάξεις μέσα σου κι από πάνω σου και να σκεφτείς τη δική σου ζωή, πράγμα καθόλου μικρό. Και να την έχεις παρέα στα δικά σου ονειρικά ταξίδια σ' έναν καλύτερο κόσμο, όπου η καλύβα στο δάσος μπορεί να είναι μια ιστορία αγάπης, όπου το happy end υπάρχει, έστω κι αν ξεκολλάει στις άκρες σαν την καρτ ποστάλ του Μπάρτον Φινκ, κι όπου ο παράδεισος είναι μια βόλτα με το σκύλο σου στο πουθενά και στο παντού. Ή στις Μαλδίβες της οικουμενικής φαντασίωσης.
Λήδα Γαλανού
«Café 404» του Αλέξανδρου Τσιλιφώνη
Κάποτε αποτελούσε απαραίτητη στάση για φαγητό, ανεφοδιασμό, ξεκούραση. Σήμερα, σαπίζει στην μέση του πουθενά. Ένα κτίριο-φάντασμα στον παράδρομο ενός εγκαταλελειμμένου σημείου της παλιάς εθνικής οδού. Το «Café 404» έπεσε θύμα της οικονομικής κάμψης και μιας καθοριστικής παράκαμψης - είναι οριακά αδύνατο για τα διερχόμενα αυτοκίνητα να βρουν την έξοδο που θα τα οδηγήσει στην πόρτα του. Που ούτε κι αυτή δουλεύει - μαγκώνει κλειστή, σαν σύμβολο του μέλλοντος του μαγαζιού. Όλα καταρρέουν - ταβάνια, μηχανήματα, το ηθικό του Τζίμι. Γιατί, το ξέρει, όσο κι αν προσπαθεί πεισμωμένα, δεν μπορεί να σώσει την επιχείρηση. Η τράπεζα έχει στείλει την τελευταία ειδοποίηση για τα χρέη.
Για τον ίδιον όμως αυτό το παρακμιακό diner είναι όλη του η ζωή. Η επιχείρηση της οικογένειάς του, το όραμα του πατέρα του, που για να το επιτύχει κάποτε δανείστηκε χρήματα από λάθος άνθρωπο. Κι όταν δεν κατάφερε να τα επιστρέψει, η μαφιόζικη εκτέλεση και των δυο γονιών του, μπροστά στα παιδικά μάτια του, ήταν εκδικητική, ωμή, ανελέητη. Όχι, το «Café 404» πρέπει να επιβιώσει, να μείνει ανοικτό - όπως και το τραύμα. Είναι η μόνη μνήμη οικογένειας που έχει.
Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό, εφόσον δεν μπαίνει πελάτης;
Μέχρι που ένα βράδυ μπήκε - ένας αιμόφυρτος, μυστηριώδης άγνωστος με μια βαλίτσα. Όσο ο Τζίμι ανακοίνωνε στην Μάρα (την αναιδή, κυνική νεαρή σερβιτόρα του), τον Αμπι (τον βαριεστημένο, χωρατατζή μάγειρα) και τον Νίκο (τον τεχνικό επιστάτη, φίλο των γονιών του από παλιά) ότι το μαγαζί θα κλείσει γιατί έφτασαν σε αδιέξοδο, ένας φύλακας-διάβολος έπεφτε νεκρός στο πάτωμα του diner, κρατώντας μια βαλίτσα με μαύρο χρήμα. Στις εξωτερικές τουαλέτες του καφέ, νεκροί και οι μαφιόζοι dealers με τους οποίους μάλλον ο άνγωστος «διαφώνησε». Κι εκείνοι κουβαλούσαν άλλη μία βαλίτσα - με 5 κιλά κόκα.
Τι θα κάνει ο Τζίμι και η παρέα του; Θα καλέσουν την αστυνομία ως τίμιοι πολίτες; Ή αυτό το βράδυ, αν το χειριστούν τολμηρά κι έξυπνα, θα είναι το εισιτήριό τους για τη σωτηρία του «Café 404»;
Ο Αλέξανδρος Τσιλιφώνης κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το δύσκολο είδος του action comedy, μιας «ταραντινικής» μαύρης κωμωδίας - ένα genre που στην Ελλάδα αποτελεί ακόμα άγνωστη πρό(σ)κληση. Κι εκείνος βουτά γενναία και με αυτοπεποίθηση. Με άγνοια κινδύνου το διασκεδάζει, με μελετημένη στοχοπροσήλωση το διασκευάζει στα μέτρα του: αγγλόφωνο (ώστε να μην έχει σημασία που γεωγραφικά στον κόσμο βρίσκεται αυτό το diner, και, παράλληλα, για να απευθύνεται η ταινία σε διεθνές κοινό - να μπορεί να ταξιδέψει εύκολα, χωρίς το όριο της ελληνικής γλώσσας), με ελάχιστα locations (για να κρατηθεί χαμηλά το μπάτζετ), και με όλα τα όπλα που ένας πρωτοεμφανιζόμενος έχει στη φαρέτρα του: σκηνοθετικές τεχνικές που ανυπομονεί να παίξει (νοσηρούς φωτισμούς, στραβά κάδρα, split screens, travelling, μονοπλάνα, props), προσεκτικά επιλεγμένο καστ (κυρίως αγνώστων στο ελληνικό κοινό ηθοποιών, το οποίο λειτουργεί παρακάμπτοντας προσδοκίες και στερεότυπα), ένα -σε γενικές γραμμές- καλοδουλεμένο σενάριο και μπόλικο ενθουσιασμό.
Το αγγλόφωνο λειτουργεί έξυπνα και στο ύφος του σεναρίου - δίνει τις ατάκες, το τόνο, το κωμικό timing των κλασικών (πλέον, σήμερα) black off-comedies που ξέρουμε κι αγαπάμε, και με τις οποίες προφανώς μεγάλωσε κι ο σκηνοθέτης. Αυτό το είδος χιούμορ, η ένταση κι οι αμηχανίες του, ταιριάζουν γάντι και στους ηθοποιούς. Ο Ζερόμ Καλούτα κάνει πάρτι στο ρόλο του μάγειρα, ξεστομίζοντας απολαυστικά, ειρωνικά one-liners. Η νεαρή Μάργκο Καράγιαννη φοράει το μπλαζέ, το ξερόλικο, το φιλόδοξο των indie femme fatale ηρωίδων με αυτοπεποίθηση βετεράνου. Ο πρωταγωνιστής Ντιμίτρι -«Τζίμι»- Γριπάρης (σε πιο δύσκολο λίμπο ανάμεσα στο συναισθηματική φόρτιση και την κωμωδία) πείθει αρκετά ως ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε ακραία ασυνήθιστες καταστάσεις. Ο (συνσεναριογράφος) Αντώνης Τσιοτσιόπουλος επιχειρεί το ρόλο του μυστηριώδους, ημιάγριου, χωρίς πολλές κουβέντες ήρωα με βρώμικα χέρια (κι όχι μόνο από τις επισκευές). Και υπάρχει και μία σεκάνς που εμφανίζεται η Μαρία Ναυπλιώτου ως drug dealer «Mama» που μηχανορραφεί για να κλέψει τα ντραγκς και καταλήγει να κλέβει την παράσταση.
Υπάρχουν όμως και πράγματα που δεν πετυχαίνουν τόσο καλά. Όπως, ο ρυθμός. Είναι δύσκολος ο σφιχτός ρυθμός στις ταινίες είδους, απαιτεί εμπειρία, καθαρό βλέμμα, τριβή που ένας πρωτοεμφανιζόμενος δεν μπορεί να έχει. Εδώ ο σκηνοθέτης ξεκινάει με την υπόσχεση γρήγορης, σπινταριστής αλά Γκάι Ρίτσι ενέργειας (στο χιούμορ, τη δράση, το πινγκ-πονγκ στις ατάκες, τα πλαναρίσματα, το μοντάζ) κάπου όμως τη χάνει την ένταση, την ξαναβρίσκει σε στιγμές, μετά σε άλλες την ξαναχάνει - σ’ ένα roller coaster φιλότιμης προσπάθειας να επικοινωνήσει και το συναισθηματικό κομμάτι του παρελθόντος, το τραύμα του ήρωα. Όταν όμως έχεις κάνει μία εισαγωγή στο black comedy, πρέπει να εμπιστευτείς την τονικότητά του. Ναι, να κλέψεις στιγμές σοβαρότητας, αλλά όχι ρίχνοντας την ατμόσφαιρα με θλιμμένο tempo και μελαγχολική μουσική. Να εμπιστευτείς το νεανικό σου ένστικτο, τις pop culture αναφορές που ξεκάθαρα κουβαλάς στις αποσκευές σου, το κοινό που θα κατάλαβει και χωρίς υπογραμμίσεις.
Κάπως έτσι η κομβικής σημασίας σχέση Τζίμι/Νίκο χτίζεται περίεργα κι όχι πολύ ξεκάθαρα - αντίθετα με την πολύ επιτυχημένη χημεία ανάμεσα στα μέλη της «εναλλακτικής οικογένειας» του diner που είναι όλα τα λεφτά.
Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι το βλέμμα του Τσιλιφώνη. Έξυπνο, φρέσκο, ενθουσιώδες, ασυγκράτητο για το μέλλον. Το μόνο που χρειάζεται, όπως κι ο ήρωας του, είναι να ξεσφηνώσει την πόρτα και να κουβαλήσει τα δώρα εμπειρίας που κρύβουν οι βαλίτσες της ταινίας. Κι ο δρόμος είναι ανοικτός.
Πόλυ Λυκούργου
«Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κωστής Χαραμουντάνης κάνει... νουβέλ-νουβέλ βαγκ. Ενα σινεμά που από τη μια είναι δικό του (πέρα για πέρα auteur), από την άλλη σφυγμομετρά με χιούμορ και τεράστια τρυφερότητα τη συναισθηματική αδεξιότητα της γενιάς του, από την τρίτη σενάρια και ήρωες κάτω από τη βολική, για ό,τι ιδιοσυγκρασιακό, ομπρέλα του «queer», από την τέταρτη ένα σινεμά πολυσυλλεκτικό στη φόρμα, που σέβεται αλλά μαζί απορρίπτει όσα ως τώρα αγάπησε. Ενα τέλειο δημιουργικό τετράγωνο που περικλείει φαντασία, αγάπη αλλά και πειθαρχία στα κινηματογραφικά αξιώματα.
Ετσι τον γνωρίσαμε από τις μικρού μήκους του, το χαριτωμένο «Το Μάτι και το Φρύδι» το 2016, το συντριπτικό «Το ΤΕΡΑΣ κοιμάται» το 2017, το αγαπησιάρικο «Σκύλο του Χαμομήλι» το 2019, το - αριστουργηματικότερο όλων - «Ανθολόγιο μιας Πεταλούδας» το 2020. Κι ακόμα, απ' αυτό που ξεκίνησε ως μικρού μήκους - άσκηση, «Κιόκου Πριν Ερθει το Καλοκαίρι» το 2018 (μάλιστα σκηνές από εκείνη την ταινία χρησιμοποιούνται στη σημερινή ως home movies), πέρασε από το εργαστήριο Midpoint2020 ως «Κιούκα - Ταξιδεύοντας στο Φεγγάρι Μέσα από την Απέραντη Θάλασσα» κι έφτασε, τώρα, να λανσάρεται από την ένωση Γάλλων διανομέων, το ACID, στις Κάννες, με τον τίτλο «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού».
Κιούκα, στα ιαπωνικά, είναι οι διακοπές - εξ ου και το Νησί του Παραδείσου στο manga One Piece. Γεμάτο καλοκαιρινές ελληνικές διακοπές είναι το φιλμ, ξανά ευφάνταστο στη φόρμα του, με την ονειρική ρετρό φωτογραφία του Κωνσταντίνου Κουκουλιού, ξεκινώντας μ' ένα academy κάδρο με στρογγυλεμένες άκρες που ανοίγει για να περικλείσει μια οικογενειακή ιστορία. Δυο αδέλφια, η Ελσα (Λεκάκου) και ο Κωνσταντίνος (Γεωργόπουλος) πηγαίνουν διακοπές σε νησί με τη βάρκα του μπαμπά τους, του Μπάμπη (Συμεών Τσακίρης). Η Ελσα είναι ευάλωτη, ο Κωνσταντίνος δέχεται μια ελαφριά απόρριψη από τον πατέρα του, ως gay γιος, ο Μπάμπης παλεύει με τα κύματα, πιάνει την πέτρα και τη στύβει και, πάνω απ' όλα, είναι Ψαράς, με Ψ κεφαλαίο, μια και όλα στην ταινία εκεί επικεντρώνονται σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα αντρικά πρότυπα. Ποιος καταφέρνει την καλύτερη ψαριά, τι λένε τα ψάρια όταν μιλάνε μεταξύ τους, ποιου το τσουτσούνι τσιμπάνε περισσότερο (το χοντρουλό σκουλήκι - δόλωμα).
Στο νησί, ο Μπάμπης έχει ραντεβού με μια ατμοσφαιρική, μυστηριώδη γυναίκα, την Αννα (Ελενα Τοπαλίδου), η οποία γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι είναι η απούσα μητέρα των παιδιών, που ίσως, διστακτικά, θέλει ν' αποκτήσει μια επαφή μαζί τους.
Ο Τρελός Πιερό ρίχνει απλόχερα άμμο, νερό και ήλιο στην «Κιούκα». Φως άπλετο, μια υφή στη φωτογραφία που παραπέμπει στα παλιότερα καλοκαίρια του '80, όταν η πατούσα γινόταν σκληρή από τα βράχια, για μουσική κλασικά κομμάτια, ή οπερέτες πάνω από καλοκαιρινούς μονολόγους ή σιωπή γεμάτη ραστώνη, ή ακούσματα που φέρνουν αμέσως στο νου το Σαν με Κοιτάς, την Ελενα Ναθαναήλ στην ακροθαλασσιά και το Εκείνο το Καλοκαίρι. Η φόρμα ακολουθεί αυτή του «Ανθολογίου μιας Πεταλούδας», με διάφορα υλικά και βίντεο και φωτογραφίες και στοιχεία του φανταστικού.
Αρκεί το στιλιζάρισμα, οι επιτηδευμένες ατάκες και ερμηνείες, το απαλό χάδι της μνήμης που αγγίζει κυρίως την επιφάνεια, για να βγάλουν σε μια μεγάλου μήκους ταινία συναίσθημα και αλήθεια; Η ταινία ό,τι κερδίζει σε χιούμορ, θυσιάζει σε αυθεντικότητα, ό,τι κερδίζει σε γλυκύτητα, θυσιάζει σε βάθος: όπως ένα καλοκαίρι όπου τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως θα θέλαμε. Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Κωστής Χαραμουντάνης έχει όλα τα εργαλεία στο κουβαδάκι του για να φτιάξει τα ομορφότερα κάστρα στην άμμο, έστω κι αν χρειστούν περισσότερη μελέτη στα θεμέλια.
Λήδα Γαλανού
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΩΤΗ:
«Ο Νόμος του Μέρφυ» του Αγγελου Φραντζή
Η Μαρία-Αλίκη δεν κλαίει. Δεν μπορεί να κλάψει. Ακόμα κι όταν της το ζητάει ο πιο διάσημος σκηνοθέτης, στην οντισιόν για το ρόλο που κυνηγάει, αυτόν που θα εκτόξευε επιτέλους την καριέρα της - από σερβιτόρα με όνειρα, σε πραγματική, εργαζόμενη ηθοποιό. Ακόμα κι όταν χωρίζει για ακόμα μία φορά με τον Δημήτρη, αυτόν που πίστευε ως τον μεγάλο έρωτα και μελλοντικό πατέρα των παιδιών της. Ακόμα κι όταν παίρνει τα αποτελέσματα της κλινικής γονιμότητας: τα ωάρια της δεν είναι άξια κρυοσυντήρησης. Οχι, η Μαρία-Αλίκη δεν κλαίει - παρόλο που, βαθιά μέσα της, είναι ακόμα ένα 8χρονο κοριτσάκι. Γιατί τόσο ήταν όταν έχασε την μητέρα της, μπροστά στα μάτια της, από ανακοπή. Εκλαιγε τότε, θυμάται, και την είχε αναστατώσει.
Η Μαρία-Αλίκη απλώς, ματαιώνεται - συνεχώς, καθημερινά. Απογοητεύουν οι άνθρωποι, ξεβάφουν τα όνειρα. Νιώθει μια αποτυχία με πόδια. Μία γυναίκα χαμένη - με δύο ονόματα και καμία ταυτότητα. Η μόνη της σταθερά: ο Μέρφυ, ο σκύλος της, που την αγαπάει ανιδιοτελώς και το μόνο που περιμένει είναι τη βόλτα τους στο πάρκο.
Τα γενέθλια των 40 θα είναι κομβικά: θα πάρει τη ζωή στα χέρια της. Ομως, καθώς ο Κοέλιο είναι μεγάλος απατεώνας και ο νόμος του Μέρφυ πάντα τον νικά στα σημεία, το σύμπαν έχει άλλη άποψη: να της πάρει τη ζωή από τα χέρια. Ενα ατύχημα την ρίχνει σε κώμα. Σ’ αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, στο λίμπο μεταξύ πραγματικότητας και μεγάλου ύπνου, η Μαρία Αλίκη καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να της έχει χαρίσει η ζωή, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Σ’ αυτό το υπαρξιακό τράνζιτ θα ζήσει ως επιτυχημένη, πρωταγωνίστρια, ποθητή ερωμένη, διάσημη influencer, πολύτεκνη μάνα. Σ’ αυτό το λήθαργο πρέπει να κοιτάξει καθαρά και να αποφασίσει: είναι αυτά τα πραγματικά όνειρα ή ο εφιάλτης των ανικανοποίητων στόχων που μάς έμαθαν να κυνηγάμε; Μήπως η σύγκρουση με το αυτοκίνητο, σταματήσει την καθημερινή μας σύγκρουση με τους τοίχους εντός μας; Μήπως, αξίζει ο εαυτός μας ένα μπράβο, μία αγκαλιά;
Πέντε χρόνια μετά την επιτυχία της «Ευτυχίας» ο Αγγελος Φραντζής επιστρέφει με την 7η μεγάλου μήκους του - μία πολύ πιο προσωπική ταινία, αλλά ακόμα πιο φιλόδοξη κι επική (όχι όπως σπάταλα χρησιμοποιούμε αυτό το επίθετο, αλλά ουσιαστικά). Συνυπογράφοντας το σενάριο με την Κατερίνα Μπέη και τον Κώστα Σαμαρά, αποφασίζει να μιλήσει για τα μεγάλα, τα υπαρξιακά, τα άλυτα. Οσα ακόμα βασανίζουν τον άνθρωπο. Οσα ακόμα κρατούν τη γυναίκα στις αρχέγονες αλυσίδες ανέφικτων ρόλων και προσδοκιών. Και να το κάνει απροσδόκητα, τολμηρά, απίστευτα γενναία.
Γιατί κάνει την ανατροπή: τα πανάρχαια θα τα εκφράσει ο κινηματογραφικός μοντερνισμός, για τα πιο σοβαρά θα μιλήσει η κωμωδία. Κι όχι μία απλή, συντηρητικών δομών και ασφαλούς εκτέλεσης κωμωδία. Αλλά μία screwball comedy (ένα είδος που δεν έχουμε αναμετρηθεί στην Ελλάδα) με την ένταση, τη σωματικότητα, την υπερβολή, την κινησιολογία στα κόκκινα. Με τη βοήθεια του πάντα εξαιρετικού DP Γιώργου Καρβέλα, ο Φραντζής επιχειρεί να αναμετρηθεί με την απαίτηση εγρήγορσης του genre, γυρίζοντας σχεδόν όλη την ταινία με μονοπλάνα - δένει την κάμερα σε ράγες, γερανούς και steady, την εκτοξεύει σε τρεχαλητή κίνηση, υγρή τράβελινγκ ροή, άπνοη καταγραφή της πνοής της ηρωίδας του. Γιατί αυτό τον ενδιαφέρει κυρίως -πέραν από το πολύ καλά μελετημένο και χορογραφημένο τεχνικό εύρημα: η ψυχολογική σύνδεση του θεατή με την αναστάτωση της. Η βουτιά στο δικό μας ασυνείδητο, όσο ο Φραντζής, πολύ συνειδητά, κρατά κάτω από το νερό τη γυναίκα να πνίγεται.
Όχι δεν περνάει απαρατήρητο: ένας άνδρας σκηνοθέτης, δημιουργός, καλλιτέχνης που νιώθει την αναγκαιότητα να εκφράσει τους δικούς του μύχιους προβληματισμούς, να δώσει φωνή στις πιο επώδυνες αναρωτήσεις του, να προσπαθήσει να απαντήσει στην εκκωφαντική σιωπή των υπαρξιακών μας αδιέξοδων, επιλέγει ο «άνθρωπος ηχείο» να είναι μια γυναίκα. Μοιάζει απλό, οριακά αυτονόητο, αλλά δεν είναι καθόλου.
Οπως και τίποτα σ’ αυτή την κωμωδία δεν είναι απλό: φαντάζει αναρχική και ξέφρενη, αλλά είναι προσεχτικά σχεδιασμένη, εξαιρετικά ακριβής. Ακόμα και στα σημεία που μπορεί να ξεφεύγει στην υπερβολή, να μην ταιριάζει με τα υποκειμενικά μας γούστα, να φωνάζει σε στιγμές πιο υπογραμμισμένα από τη δική μας φυσική θερμοκρασία, η προσοχή στην σκηνοθετική λεπτομέρεια είναι συγκινητική, η σπουδή στο είδος αδιαφιλονίκητη, η κατασκευή αυτού του παράλληλου σύμπαντος ένας πραγματικός άθλος. Γιατί ο Φραντζής ως δημιουργός δεν έχει οραματιστεί ένα μόνο σύμπαν - αλλά πολλά ταυτόχρονα, και για αυτό το σύνθετο, απαιτητικό production design, η λαμπερή, μαγική σκηνογραφία στέκεται επάξια ως ένας ακόμα χαρακτήρας. Οχι, ο Φραντζής ως πραγματικός σινεφίλ δεν έχει εμπνευστεί μόνο από screwball αναφορές, κι ως σκηνοθέτης δεν περιορίζεται σε μονοδιάστατους πειραματισμούς με το είδος. Η Μαρία Αλίκη θα αγγίξει «την απόλυτη ευτυχία», θα χορέψει και θα τραγουδήσει σ’ έναν κόσμο που θα ήταν πιο ωραίος ως μιούζικαλ - του Ζακ Ντεμί, του Ντέμιαν Σαζέλ, του Λέος Καράξ. Και το ομολογούμε: αυτό ήταν το αγαπημένο μας κομμάτι της ταινίας.
Κανένα όμως τεχνικό κόλπο, καμία πατέντα, καμία αξία παραγωγής δεν έχει σημασία σε καμία ταινία (αλλά ειδικότερα σε αυτή) όσο ο άνθρωπος. Οι ηθοποιοί. Κι αυτό που κάνει το καστ στο «Νόμο του Μέρφυ» αξίζει υπόκλισης.
Καταπληκτική η Βικτώρια Μπιτούνη (το μπρίο, το πείραγμα, η ειρωνία - όλο το πακέτο της) στο ρόλο του φύλακα-άγγελου που πιέζει για αυτογνωσία. Ισορροπημένα ανταγωνιστικός και σε σωστές δόσεις αντιδραστικός με την ηρωίδα, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου. Αγνώριστος, ασταμάτητος, ευρηματικός, πανέξυπνος Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε διπλό ρόλο. Απολαυστικά αυτοσαρκαστικοί οι Τόνια Σωτηροπούλου και Νίκος Κουρής σπάνε την εικόνα τους, με την Σωτηροπούλου όμως να έχει και μία συγκινητική στιγμή αποκαθήλωσης. Κι έρχεται κι ο Θάνος Τοκάκης ως Μπάστερ Κίτον θλιμμένος παλιάτσος, ως ένα μικρό κάμεο με τεράστιο εκτόπισμα και απασφαλίζει την υγρασία στα μάτια μας.
Αυτή όμως που κουβαλά όλη την ταινία, που κρατά το τιμόνι, με ρίσκο και ταλέντο και αυτοθυσία, είναι η Κάτια Γκουλιώνη - η μούσα του Αγγέλου Φραντζή και για μία ακόμα φορά πρωταγωνίστρια του. Δίνει μία ερμηνεία που μοιάζει με ελεύθερη πτώση σε όλα όσα μπορεί να την ενθουσίασαν και ταυτόχρονα να την τρόμαξαν - χειμαρρώδης λόγος, ακραία σωματικότητα, μεγαλόστομη μπουλβάρ εκφραστικότητα, τέντα γκάζια. Μία ερμηνεία που δεν της ταιριάζουν επίθετα, μόνο ρήματα: πάλλομαι, τεντώνομαι, τσαλακώνομαι, συγκρούομαι, πέφτω κι ανασηκώνομαι, τολμώ και εκτίθεμαι, δοκιμάζω και δοκιμάζομαι. Μία ηθοποιός που βουτά με το κεφάλι στην ξέφρενη κομεντιέν κούρσα, χωρίς δισταγμό, με πάθος, με όποια συνέπεια. Αλλά εκεί που πραγματικά αποκαλύπτει όλη της την στόφα, εκεί που λάμπει, είναι όταν σταματά να τρέχει. Οταν επιβάλει στο βλέμμα της να σε ξαφνιάσει, όταν το βουρκώνει και βουρκώνει και το δικό σου. Οταν πέφτουν οι τόνοι, εκείνη απογειώνεται. Οταν χαμηλώνει τον ήχο και τότε ξυπνάς κι εσύ.
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά αυτό είναι το μεγάλο χαρτί αυτής (κι όχι μόνο αυτής) της κωμωδίας: η συγκίνηση της. Γιατί υπάρχουν αρκετά κομμάτια που η ένταση μάς κούρασε, η φορμαλιστική extravaganza μάς έχασε, και σίγουρα υπάρχουν δαιδαλώδεις διαδρομές που χάθηκε κι η σεναριακή καθαρότητα και οικονομία. Η καρδιά της ταινίας όμως ήταν πάντα εκεί να χτυπά (στο τέμπο της υπέροχης μουσικής του Σταμάτη Κραουνάκη) και να οδηγεί την Μαρία Αλίκη -κι εμάς- από το σκοτάδι στο φως. Για αυτό και η επιλογή -απροσδόκητη κι εξίσου γενναία- για το τελευταίο μέρος. Εκεί που δυναμώνει ο ήχος, που η οθόνη πλημμυρίζει χαρά, γιορτή, λάμψη, αισιοδοξία. Εκεί που πέφτουν οι τίτλοι και νιώθεις να σε συνοδεύει στον έξω κόσμο, τον πιο τρομακτικά αστείο και σοβαρά σουρεαλιστικό, μία αγαπησιάρικη κινηματογραφική αγκαλιά. Πόλυ Λυκούργου
«Wishbone» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου
Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, έχοντας καταπιαστεί με την παιδική μνήμη και την απώλεια στο «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου» και μ' ένα γυναικείο πορτρέτο μοναξιάς στο «September», η Πέννυ Παναγιωτοπούλου στρέφεται στο ανδρικό πρότυπο, τη φυλακή που δημιουργεί και τα μεγάλα ηθικά διλήμματα της ζωής, σε μια ταινία μεγάλη, από πολλές απόψεις.
Είναι, με μια έννοια, τόλμημα το «Wishbone». Μια ταινία που βυθίζεται, αγκαλιάζεται, από ό,τι πιο καλαίσθητο και μαζί πνευματικό έχει να προσφέρει η τέχνη του κινηματογράφου, το μελόδραμα. Βασισμένη στο διήγημα «40 Μέρες» της Κάλλιας Παπαδάκη, με την οποία συνυπογράφει το σενάριο, η Παναγιωτοπούλου στήνει το δράμα της γύρω από έναν νέο άντρα τραυματισμένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, από τη ζωή. Ο Κώστας θα προτιμούσε να καβαλήσει τη μηχανή του και να ζήσει καλοκαίρια στα νησιά, όμως είναι αναγκασμένος να σηκώσει στους ώμους του την ευθύνη της οικογένειάς του. Είναι σεκιουριτάς σε νοσοκομείο, κακοπληρωμένος, υποχρεωμένος να βλέπει καθημερινά την αδιαφορία του συστήματος υγείας για την ανθρώπινη ζωή. Παίρνει ανάσες χαράς με το κορίτσι του (που αργά ή γρήγορα θα του ζητήσει περισσότερα). Οταν ο αδελφός του πεθάνει ξαφνικά, ο Κώστας θα χρειαστεί να εξασφαλίσει το σπίτι τους, να φροντίσει τη μητέρα τους, αλλά και τη μικρή του ανιψιά, μια και η δική της μητέρα δεν είναι σε θέση να την αναλάβει. Για να τα καταφέρει του χρειάζονται λίγες χιλιάδες ευρώ. Ο Νώντας από το νοσοκομείο τού έχει μια πρόταση για το πώς θα τις αποκτήσει: κι έτσι ο Κώστας θα βρεθεί μπροστά σ' ένα δίλημμα πρακτικό και υπαρξιακό. Θα δεχτεί να «αμαρτήσει» για το καλό των δικών του; Και τι τίμημα μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση;
Χέρι με χέρι με τον διευθυντή φωτογραφίας, Δημήτρη Κατσαΐτη και με το σκηνογραφικό, η Παναγιωτοπούλου δημιουργεί ένα αστικό σύμπαν χαμένων ευκαιριών και πολυζωισμένων χώρων, με όλη τη γοητεία ενός έγχρωμου, θερμού νεορεαλισμού. Ακόμα σημαντικότερα, ο ήρωάς της, ο Κώστας - τον οποίο ερμηνεύει με εντυπωσιακό μαγνητισμό, τρυφερότητα, σωματικότητα και πειστικότητα ο εξαιρετικός Γιάννης Καράμπαμπας - συνδυάζει τη λαϊκή, φιλότιμη καρδιά ενός Ξανθόπουλου, όμως με μια τόσο πιο σύγχρονη οπτική. Ο Κώστας δεν έχει ίχνος αντρίλας, είναι ένα πλάσμα φροντιστικό και προστατευτικό, όσο μπορεί κι όσο καταλαβαίνει. Εκείνο που θέλει, είναι να κάνει το καλό, να φανεί άξιος, να επιβιώσει και να σώσει ό,τι αγαπά. Εστω και με τους λάθος τρόπους.
Σ' αυτή τη θαρραλέα και τόσο παθιασμένα κινηματογραφική επιλογή, η Παναγιωτοπούλου δίνει ένα ρυθμό ήσυχο και αργό. Εδώ δεν υπάρχουν οι εξάρσεις και τα σκαμπανεβάσματα ενός κλασικού μελοδράματος, αλλά μια παράθεση χτυπημάτων της μοίρας που, διατυπωμένη χαμηλότονα, σε κάνει ν' αναζητάς το κρεσέντο, ή την κάθαρση, ή την ταύτιση, πολύ γρηγορότερα απ' όσο έρχεται. Που, χωρίς εντάσεις, σε κάνει ν' αναρωτιέσαι πόσα ακόμα δράματα θα συμβούν σ' αυτό το συμπαθητικό αγόρι. Που, με μια ξεκάθαρη αγάπη για τα μεγάλα πλάνα, τις μεγάλες βίστες, το μεγάλο σινεμά, μοιάζει να κρατά τις σεκάνς της περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, σαν κάτι πολύτιμο που αξίζει ν' αποτυπωθεί για την Ιστορία, έστω κι αν όχι για την ιστορία, μέχρι και το φινάλε. Ομως εκείνο που μένει είναι η αγάπη, για τ' ανθρώπινα και για το σινεμά. Και μια σοβαρή υποψηφιότητα για τον Καράμπαμπα, για όλα τα βραβεία της χρονιάς.
Λήδα Γαλανού
«Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη
Ο «Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη είναι πρωτίστως μια ταινία για τη μνήμη.
Οχι μόνο γιατί αφηγηματικά ακολουθεί τη λογική μιας άτυπης μυθιστοριογραφίας που αναμοχλεύει το παρελθόν, αλλά κυρίως γιατί το πέρασμα του ήρωα της στην ενηλικίωση γίνεται με τον κατακερματισμένο τρόπο που το κάνει η ανθρώπινη μνήμη, καθώς προσπαθεί να θυμηθεί πρόσωπα και γεγονότα, υφές, αρώματα και κυρίως εκείνη την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, όταν νιώθεις ότι ανήκεις κάπου, πρωταγωνιστής της δικής σου ή της άλλης, της μεγάλης Ιστορίας.
Ο ήρωας είναι ο Γιάννης, ένα παιδί που θα αποχωριστεί την οικογένεια του στη Θάσο - ως μόνη ευκαιρία να μάθει γράμματα - για να μεγαλώσει μέσα στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, από τις αρχές του 50 σχεδόν και μέχρι την έναρξη της Δικτατορίας κουβαλώντας εκτός από μια μόνιμη αίσθηση μη ανήκειν και έναν (εθνικό) διχασμό ταυτότητας ανάμεσα στο παιδί ενός αντάρτη που ήταν και στο τέκνο της Βασίλισσας που κάποιοι αποφάσισαν να τον κάνουν.
Βασισμένη στα δύο αυτοβιογραφικά κατά βάση μυθιστορήματα του Γιάννη Ατζακά «Τα Διπλωμένα Φτερά» και το «Θολός Βυθός» (το δεύτερο βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009), η Ελένη Αλεξανδράκη συνεχίζει τη διαδρομή της σε ένα σινεμά που διατρέχει την ιστορία του ατόμου μέσα στο χωροχρόνο της «πατρίδας» - είτε αυτό είναι μια μεγάλη αγάπη, το φευγιό στο απέναντι νησί ή ο κόσμος του «θεάματος» και του «μύθου», για να θυμηθούμε τα επιμέρους κομμάτια της ξεχωριστής φιλμογραφίας της - ξεκινώντας από την μεγάλη εικόνα, περνώντας στο προσωπικό βλέμμα πριν το πλάνο ανοίξει ξανά σε κάτι συλλογικό.
Πιάνοντας το νήμα από τους «Ξεριζωμένους», το ντοκιμαντέρ της που προηγήθηκε της ταινίας με πρωταγωνιστές πραγματικά παιδιά που μεγάλωσαν σε συνθήκες «εξορίας», η Αλεξανδράκη εικονογραφεί το ταξίδι του Γιάννη μέσα στις παιδουπόλεις με το μινιμαλισμό και την αυστηρότητα που επιβάλλει το ασπρόμαυρο (τα εύσημα εδώ και στον διευθυντή φωτογραφίας Διονύση Ευθυμιόπουλο), διασχίζοντας τέσσερις εποχές του ήρωα, «χρωματισμένες» όλες από την εμπειρία του να μεγαλώνεις με κανόνες αλλά χωρίς κανονικότητα, με το επώνυμό σου αλλά και ένα γράμμα μείον που κάποιος ξέχασε από αδιαφορία.
Η αναπαράσταση της ζωής στις παιδουπόλεις ακολουθεί τις φωτοσκιάσεις μιας ζωής που μέσα από το βλέμμα των παιδιών άλλοτε μοιάζουν με φυλακή και άλλοτε με παιδική χαρά, σε κάθε περίπτωση ένας τόπος αυστηρών αρχών «πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας» που όμως η μνήμη του Γιάννη τον μεγεθύνει για να γίνει και ο τόπος των πρώτων φίλων, της πρώτης σεξουαλικής αφύπνισης, της πρώτης συνειδητοποίησης πως «σπίτι» είναι μόνο οι άνθρωποι που σε περιμένουν έξω ή αυτοί που κάποτε θα συναντήσεις. Και πως ο μπαμπάς που δεν γύρισε ποτέ, δεν είναι άμοιρος ευθυνών αλλά μπορεί να είχε και τους λόγους του.
Σε μια διαδρομή που διασχίζει και την Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η Ελένη Αλεξανδράκη καταφέρνει να παρασύρει με την αφηγηματική δεινότητα της τρυφερής αλλά και ακριβής ματιάς στις σκηνές με τα παιδιά - έχοντας από πριν επιλέξει τρεις πρωταγωνιστές για τις διαφορετικές ηλικίες του ήρωα με την αθωότητα και την συνείδηση που αρμόζει στην κάθε περίσταση. Δράμα δεν υπάρχει, με την γνώριμη και, σε στιγμές εδώ αναίτια απούσα, έννοια του όρου, καθώς το σενάριο ακολουθεί αυτή την αφαιρετική, ισχνή σε δραματουργία αλλά πιο πυκνή σε αισθήσεις διαδρομή της μνήμης που δίνει και το ρυθμό της «ενηλικίωσης».
Ο,τι αφαιρεί ο τελικά αυτοσκοπός του μινιμαλισμού και η κάθε φορά απομάκρυνση από τον κεντρικό ήρωα που καθυστερεί την είσοδο της τελικής και εκ των πραγμάτων καίριας ηλικίας του Γιάννη (τον υποδύεται ο Αινείας Τσαμάτης), αναπληρώνει η θέση της ταινίας, τελικά η ίδια η ύπαρξη της ως μια αναμόχλευση της Ιστορίας και ένα άγγιγμα στην ακροτελεύτια σκηνή που ίσως τελικά να ενώνει και τις διάσπαρτες τελείες στη διακεκομμένη συναισθηματική ροή όσων «ψαρεύει» ήρωας και σκηνοθέτης από το θολό βυθό της μνήμης. Και της Ιστορίας.
Μανώλης Κρανάκης
«Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου
Τι μπορεί να συμβεί ανάμεσα σε μια αρχή και σ' ένα τέλος, ανάμεσα στο τικ-τοκ του ρολογιού, ή ενός μετρονόμου για τις πιο ευάλωτες ψυχές και σ' ένα ντριν ενός τηλεφωνήματος με κακά μαντάτα; Η ζωή, φυσικά - το αδέξιο κατεπείγον της ενηλικίωσης, η πεισματική προσπάθεια διατήρησης της νιότης, η πικρή γεύση του φινάλε. Μ' αυτά τα «μικρά» ανθρώπινα καταπιάνεται ο Στέργιος Πάσχος στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Αφτερλωβ» και τον «Τελευταίο Ταξιτζή», έχοντας ξεπεράσει κι εκείνος τις παιδικές αρρώστιες και φτάνοντας σ' ένα κέντρο του χρόνου, σε μια μέση ωριμότητας, που μοιάζει ν' αντιμετωπίζει τη ζωή με μια ελαφρώς μελαγχολική ψυχραιμία και την τέχνη του με την απλότητα της σιγουριάς (παρότι τίποτε απλό δεν κάνει στο φιλμ του).
Είναι 1999. Ο παππούς της έφηβης Μαργαρίτας πεθαίνει, και του είχε αδυναμία. Το κορίτσι αρνείται να πάει στο χωριό για την κηδεία, παρά την επιμονή της ισχυρογνώμονα γιαγιάς της, του πρακτικού μπαμπά της και της κουρασμένης μαμάς της που φαίνεται να περνά τη δική της απογοήτευση στο γάμο της. Αλλωστε, η Μαργαρίτα έχει κανονίσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο σπίτι, παρέα με την κολλητή της και μια στίβα δίσκους. Οσο η Μαργαρίτα κάνει το πρώτο, πειραματικό, ερωτικό βήμα προς την ενηλικίωση, θα γυρίσουμε λίγες μέρες πίσω, όταν ο παππούς ήταν ακόμα ζωντανός και περνούσε μια βραδιά δικής του συνάντησης με τη νιότη του, στα γενέθλια τής Λούλας, του παλιού του έρωτα, που τώρα δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν.
Ενας αμετανόητος ρομαντισμός γεμίζει την ταινία του Πάσχου. Από τη μια στο αντικείμενό του, την καθολικότητα όσων όλοι οι άνθρωποι έχουμε ζήσει, τις οικογένειες, τους πρώτους έρωτες, τους χωρισμούς, τις αγάπες, τις επιλογές, τη νομοτέλεια του ότι όλοι ήταν κάποτε έφηβοι κι ότι όλοι οι έφηβοι κάποτε θα γεράσουν. Στις εγγονές που αγαπούν τους παππούδες τους και τις γιαγιάδες τους, στα πικ απ που ποτέ δεν ξεχάστηκαν, στο χρόνο που είναι αρκετός και για να χαρούμε και για να μετανιώσουμε, στ' αγόρια που είναι πάντα χαζά και στα κορίτσια και τις γυναίκες που η ταινία αγαπά τόσο πολύ.
Κι από την άλλη στο κινηματογραφικό του ύφος που κι αυτό χαϊδεύει το χρόνο, ανασύροντας διπλοτυπίες, slow motion, νυχτερινές αντανακλάσεις, λεπτά και σεβαστικά, σε μια σαν πηγαία συνομωσία του Πάσχου με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Κουτσαλιάρη και τον μοντέρ Στάμο Δημητρόπουλο, αλλά και με μια αυτοσυγκράτηση κόντρα στον εντυπωσιασμό. Γύρω από δεύτερους ρόλους με τη στόφα, ξανά, του παλαιάς κοπής «καρατερίστα», από την Ελενα Τοπαλίδου - μάνα σε απόγνωση ως τον αριστουργηματικό Μαρίνο του Τάκη Βαμβακίδη και την αιθέρια Λούλα της Μισέλ Βάλεϊ, δύο είναι οι ηθοποιοί που ξεχωρίζουν, για διαφορετικούς λόγους. Η Δανάη Νίλσεν ως Μαργαρίτα, που δηλώνει με τη μορφή της, το ζωγραφιστό προφίλ της, τα χείλη της που τρέμουν ή πεισμώνουν και τη νεανική της αμηχανία, όσα είναι κι η ίδια άγουρη για να κατοχυρώσει ερμηνευτικά. Και φυσικά ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Αλέκος που κάποτε ήταν νέος αλλά όχι πια, πάντα αριστοτεχνικός ηθοποιός αλλά εδώ με μια σαρωτική δύναμη σιωπής και βλέμματος (και μ' έναν ανεκτίμητο διάλογο με τον Βαμβακίδη μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, σκηνή που ευχαρίστως θα βλέπαμε πολλές φορές ακόμα).
Η «Λούλα» είναι σίγουρα η λιγότερο εντυπωσιακή ταινία του Πάσχου - και ευτυχώς. Γιατί, με τις αμηχανίες της και τους δισταγμούς της, είναι η πιο ειλικρινής κι η πιο οικεία, από έναν σκηνοθέτη που πάντα βαφτίζει τη δική του νιότη στο παρελθόν. Ενα μερακλίδικα φτιαγμένο φιλμ κι άλλο τόσο απλό και ταπεινό, μια ταινία βαθιά υπαρξιακή, αλλά απαλά-απαλά.
Λήδα Γαλανού
«Εχω Κάτι να Πω» του Στράτου Τζίτζη
Ο Στράτος Τζίτζης έχει σίγουρα κάτι να πει. Εχει να πει κάτι με κάθε ταινία του, ήδη από το «Σώσε με», μόνο που τώρα έχει κάτι να πει για τον ίδιο και για το έργο του. Και παρά το μαξιμαλισμό του και την, ναι, απόλυτη αυτοαναφορικότητα που ο ίδιος αρνείται στο φιλμ, το λέει (και) με μια τρυφερότητα και μια χάρη.
Η ταινία ξετυλίγεται σε τρία meta επίπεδα: ο Στράτος Τζίτζης υποδύεται τον Στράτο Τζίτζη που σκηνοθετεί μια ταινία εμπνευσμένη από τον εαυτό του, τον οποίο εαυτό υποδύεται ο Αντίνοος Αλμπάνης που, ως Σταύρος Τζίτζας, alter ego του Στράτου, θέλει, παράλληλα, να εκδώσει ένα βιβλίο φιλοσοφικής θεωρίας, όπως κι ο ίδιος ο Στράτος. Ο Σταύρος ζει με την κόρη του, δέχεται επισκέψεις από την πρώην γυναίκα του, κουβεντιάζει με τον εκδότη του, γνωρίζει μια πόρνη από τη Μολδαβία, τα λέει με τη φίλη του ηθοποιό Ζέτα Δούκα, στρατολογεί όλους τους διάσημους γνωστούς του, από την Εφη Λογγίνου ως τον Θοδωρή Αθερίδη, για να προωθήσουν το βιβλίο του που, παρόλ' αυτά, είναι αποτυχία, όπως αποτυχία νιώθει ο Σταύρος / Στράτος ότι είναι κι ολόκληρη η ως τώρα καριέρα του.
Μέσα σ' αυτό το δαίδαλο αφήγησης και προσώπων, η ιστορία, παρόλ' αυτά, κυλά με στρωτό ρυθμό και λογική και συναίσθημα - και, κυρίως, μ' ένα αυτοσαρκαστικό χιούμορ που σώζει την κατάσταση. Φυσικά ο Τζίτζης (ο πραγματικός) λοξοδρομεί σε δικές του εμμονές που μοιάζουν παρωχημένες, αισθητικά και εννοιολογικά, από τις επισκέψεις στο πορνείο, μέχρι τις συζητήσεις με τον Γιάννη Ζουγανέλη για την ταλαιπωρία που βιώνει, πλέον, ο στρέιτ λευκός άνδρας, τα εμβόλιμα τραγούδια, τα τσιτάτα που ζωντανεύουν στην οθόνη από τις σελίδες του βιβλίου, τους μπάφους παντού, την αδιόρατη ζήλεια ή ειρωνεία για τους και τις δημιουργούς που προχώρησαν γρηγορότερα ή ψηλότερα.
Ταυτόχρονα, ο Αντίνοος Αλμπάνης που είναι πάντα και πειστικός και τραβηχτικός, κι ολόκληρο το καστ που είτε υποδύεται τον εαυτό του, είτε, πάντως, χαριτωμένα, κάτι πολύ αναγνωρίσιμο, στήνουν έναν κόσμο οικείο και γλυκόπικρα διασκεδαστικό. Στην αδιάκοπη (αμπελο)φιλοσοφία, υπάρχουν στοιχεία ειλικρινούς ενδιαφέροντος και προβληματισμού. Απλώς, ο Στράτος Τζίτζης, ο πραγματικός, όπως πρόσφατα ο Δημήτρης Αθανίτης με την «Περιπέτεια του Βλέμματος», ή ο Ρένος Χαραλαμπίδης με τον «Νυχτερινό Εκφωνητή», ο καθένας στο είδος του φυσικά, μοιάζει να κάνει μια ταινία - αποτίμηση του δικού του έργου ενώ, όπως ακούγεται και στην ταινία, δεν είναι ο Σαρτρ, δεν είναι σίγουρα ο Φελίνι. Οπότε, για να προκαλέσει ένα αληθινό και γνήσιο ενδιαφέρον για το φιλμ του, στο κοινό κι όχι μόνο στην κινηματογραφική κοινότητα και τον κύκλο του, θα βοηθούσε μια μεγαλύτερη δόση οικονομίας, ή ιδιαιτερότητας, ή ουσίας. Πάντως σίγουρα ο Τζίτζης, περισσότερο κι απ' ό,τι ο Τζίτζας, σε κάνει να θέλεις ν' ακούσεις τι έχει να πει.
Λήδα Γαλανού
«Η Κάλτσα» του Κύρου Παπαβασιλείου
Μακριά από τις αυστηρές αισθητικά, δομικά, σκηνοθετικά και ιδεολογικά ακροβασίες των δύο πρώτων ταινιών του (τις «Αναμνήσεις ενός Πνιγμένου» και το «Κάμπια Νύμφη Πεταλούδα», ο Κύρος Παπαβασιλείου δοκιμάζεται με την «Κάλτσα» στο DIY σινεμά που περιστρέφεται γύρω από μια ιδέα και ρεμιξάρει πραγματικότητα και μυθοπλασία, με επιπρόσθετο εδώ «επίπεδο» την ταινία που βλέπουμε και αυτή που ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί να γυρίσει μέσα στην ταινία.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Κύρος Παπαβασιλείου, εδώ και σε ρόλο ηθοποιού. Θεατής σε ένα performance με δύο τοίχους που ο ένας θα πέσει κατά λάθος στο πόδι του, ο Κύρος θα αναγκαστεί να ζήσει για καιρό με πατερίτσες. Θα ζητήσει βοήθεια από τον πραγματικά ανάπηρο ξάδερφο του και μαζί θα σκεφτούν πως όλο αυτό θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας ταινίας. Ο Κύρος θα προσπαθήσει να εμπλέξει τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του δράματος (του) στην ταινία που θέλει να γυρίσει, αλλά εκτός από τα πρακτικά προβλήματα ακινησίας που αντιμετωπίζει, θα έρθει αντιμέτωπος και με την άρνηση των περισσότερων για το κινηματογραφικό του όραμα.
Χωρίς φτιασίδια, χωρίς ηθοποιούς, χωρίς σενάριο, ο Κύρος Παπαβασιλείου φτιάχνει μια κωμωδία για την δύσκολη καθημερινότητα ανθρώπων και καλλιτεχνών, χωρίς πραγματικό κέντρο βάρους, αλλά και - σημαντικό - χωρίς ίχνος κωμωδίας ή έστω κάποιας τραγικωμωδίας. Ο παραλογισμός που εκτυλίσσεται γύρω από τα έξοδα της εγχείρησης, την αναζήτησή της ευθύνης για το ατύχημα, την έλλειψη αλληλεγγύης και την ταινία που γυρίζεται για όλο αυτό, εξαντλείται μόνο σε αυτήν την περιγραφή χωρίς ποτέ να μετατρέπεται σε κάτι πραγματικά αστείο, παράλογο ή όπως μάλλον καταλαβαίνει κανείς στη φιλόδοξη αναγωγή της διαδρομής του θύματος με αυτή ενός σκηνοθέτη στην αναζήτησή «δικαιοσύνης».
Ο,τι μοιάζει με εύρημα και προερχόμενο φυσικά από έναν σκηνοθέτη με εμπείρία και άποψη που δοκιμάζει εδώ τις αντοχές του στο χειροποίητο (από τα μουσικά ιντερλούδια και τις σύντομες υπαρξιακές βινιέτες μέχρι τις περίεργες γωνίες λήψης και τα αφηγηματικά τρικ - συν τη σωστή χρήση του κορν φλάουρ με σπάσιμο του τέταρτου τοίχου) προδίδεται ανεπανόρθωτα από τις άβολες ερμηνείες, το αποτυχημένο deadpan comedy, έναν αυθορμητισμό που μοιάζει πιο επιτηδευμένος και από τον σκηνοθέτημένο και τελικά μια αίσθηση ατελέσφορου για ένα οικοδόμημα που καταρρέει ειρωνικά κάτω από τα δικά του δεκανίκια.
Μανώλης Κρανάκης
«Το Ποτάμι» του Χάρη Ραφτογιάννη
Ο Μάκης είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των αυτοκινητοδρόμων. Είναι μοναχικός, σιωπηλός, μελαγχολικός. Είναι φανερό πως κάτω από τα μαλλιά που συνεχώς τακτοποιεί και τη θλίψη στα μάτια του κρύβεται μια ιστορία από το παρελθόν. Ό,τι αποτελεί τον κόσμο του βρίσκεται μέσα στο βαν που οδηγεί με το χαρακτηριστικό όνομα Goliath και στην εμμονή του να γίνουν όλα σωστά - καμιά φορά και στα μαθήματα χορού που κάνει με τον φλύαρο κολλητό του.
Θεωρητικά όλα πηγαίνουν καλά, αν οι άνθρωποι που ζουν αυτοσχέδια σε μια παραγκούπολη δίπλα στον αυτοκινητόδρομο δεν ξεκολλούσαν διαρκώς τα αυτοκόλλητα με τα ψεύτικα πουλιά που προστατεύουν τα αληθινά να μην σκοτωθούν πάνω στα γυάλινα τοιχία που βρίσκονται τοποθετημένα εκεί για τη μείωση της ηχορύπανσης.
Γιατί το κάνουν; Για δύο διαφορετικούς, αλλά εξίσου σημαντικούς λόγους. Γιατί αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων που θέλει τους αυτοκινητοδρόμους μεγάλους, τα εμπορικά κέντρα ακόμη μεγαλύτερα και το φαγητό πλαστικό. Και γιατί τρέφονται με τα σκοτωμένα πουλιά - σε μια σειρά από ευφάνταστες συνταγές και τρόπους μαγειρέματος. Ο Μάκης ανήκει στον κόσμο της προόδου που απορρίπτουν, τον απομακρύνουν διαρκώς, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουν να τον χρησιμοποιήσουν και η νεαρή, ατίθαση Μαρία θα πέσει κυριολεκτικά… πάνω του.
Με βαθιά ρομαντική διάθεση, την αγάπη του, γνώριμη από τις μικρού μήκους ταινίες του, για την off beat κωμωδία οπου όλα είναι κάπως λοξά και, εδώ ειδικά, με μια διάθεση που θυμίζει ρετρό φωτορομάντζο ή και ένα κόμικ εν εξελίξει, ο Χάρης Ραφτογιάννης επιστρέφει στις απαρχές των αρχετυπικών κινιηματογραφικών αταίριαστων εραστών για να φτιάξει το δικό του boy meets girl με φόντο μια πόλη χωρίς όνομα που οι εργολάβοι διστάζουν να φτιάξουν μεγάλες μπαλκονόπορτες για να κρύψουν τη θέα και οι έννοιες της ασφάλειας και της ελευθερίας παραμένουν ασαφείς στο βωμό μιας διαρκούς σύγχυσης.
Φωτογραφημένο ευρηματικά με ποπ πλαστικότητα από την Χριστίνα Μουμούρη, το σύμπαν του «Ποταμιού» είναι κάτι παραπάνω από γοητευτικό, ανοιχτό τελικά σε όλες τις διαφορετικές διαθέσεις πάνω στις οποίες ο Ραφτογιάννης κινείται άλλοτε με αυτοπεποίθηση (κυρίως στις πιο εσωτερικές, υπαρξιακές στιγμές) και άλλοτε - παιχνιδιάρικα μεν, όχι όμως πάντα και με αιτία - δοκιμάζοντας τα όρια και του μινιμαλιστικού σεναριακού του ιστού και των απαιτητικών ερμηνευτικών ακροβασιών που έχουν αναλάβει οι ηθοποιοί του.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου στηρίζει με εμπειρία το «θίασο» των διαφορετικών ανθρώπων που κατοικούν σε αυτήν την πόλη - και αυτήν την ταινία, απέναντι σε μια ορμητική αλλά όχι πάντα αρκετή Στεφανία Σωτηροπούλου, καθώς η αποσπασματικότητα των σκηνών, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και η εμμονή στο οff που απλώνονται σε όλο το μήκος αυτού του «Ποταμιού» κάνουν το συναισθηματικό ρεύμα προς το φινάλε να διακόπτεται πολλές φορές εκεί που θα μπορούσε να τρέχει ορμητικό προς μια μικρή σε διαστάσεις αλλά με μεγάλες υπαρξιακές και (γιατι όχι;) αντι-καπιταλιστικές αναζητήσεις ρομαντική κομεντί.
Μανώλης Κρανάκης
«Η Μαγική Παγίδα» του Νίκου Βεργίτση
Οσοι μεγαλώσατε στα τέλη της δεκαετίας του '90 ίσως είχε πάρει το μάτι σας την πρώτη ελληνική σειρά κινουμένων σχεδίων με τίτλο «Πανδώρα και ο Πλάτωνας» (γνωστή και ως «Τα Φραουλόπουλα») του Νίκου Βεργίτση, η οποία ολοκληρώθηκε σε 13 ημίωρα επεισόδια. Αν και πάλι όχι, έρχεται η μεγάλου ταινία βασισμένη στην σειρά αυτή, με τίτλο «Μαγική Παγίδα», για να σας δώσει μια ιδέα για το τι περι τίνος πρόκειται αλλά, κυρίως, για να προσφέρει στους μικρούς θεατές μιάμιση ώρα διασκέδασης.
Η Πανδώρα και ο Πλάτωνας, τα πιο ερωτευμένα πλάσματα στη Γη, έχουν ένα μυστικό: τα «Δάκρυα της Θλίψης» τους πραγματοποιούν κάθε ευχή. Μετά από σχέση 300 χρόνων, η Πανδώρα λέει στον Πλάτωνα πως δεν μπορεί να τον ξαναδεί, γιατί μια προφητεία λέει ότι θα πεθάνει στην 300ή επέτειο τους. Εντωμεταξύ η εξωγήινη Flame έρχεται στη Γη για να σταματήσει το κακό.
Η σειρά μπορεί να άνοιξε, πίσω στο 1998 όταν πρόβληθηκε για πρώτη φορά, την πόρτα στο ελληνικό animation να γίνει επιτέλους και πιο mainstream. Αλλά μετά από 16 χρόνια μετά και με το animation, ακόμα και στην Ελλάδα, να έχει κάνει μερικά υπέροχα άλματα, θα περιμένε κανείς πως η ταινία του Βεργίτση θα ακολουθούσε τα πράγματα.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, η «Μαγική Παγίδα» μοιάζει κολλημένη τεχνικά σε μια άλλη δεκαετία, με ένα άκαμπτο και παρωχημένο animation, που δεν θα ζήλευε ούτε η πιο τελευταία παιδική τηλεοπτική παραγωγή. Η αίσθηση μοιάζει πρόχειρη, χωρίς συγχρονισμό ομιλίας των animated χαρακτήρων. Και μπορεί το target group της να είναι οι αρκετά μικρές ηλικίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και τα παιδιά ακόμα αξίζουν μια τέτοιου είδους ταινία.
Τουλάχιστον το σενάριο, τα αστεία και οι χαρακτήρες θα καταφέρουν να τους κεντρίσουν σχετικά το ενδιαφέρον, αν και κάποιες ατάκες είναι γραμμένες έτσι ώστε να κάνουν τους μεγάλους να μην βαρεθούν ολοκληρωτικά.
Θα μπορούσε βγαίνοντας κάποιος από την αίθουσα να φωνάξει «it's a (magic) trap», για την ταινία του Βεργίτση.Αν είστε διατεθιμένοι να προσπεράσετε το απαρχαιομένο animation της, ίσως τα παιδιά (σας) να βρουν κάποιες μαγικές στιγμές μέσα σε αυτή την ιδιόμορφη ιστορία αγάπης.
Χρήστος Μπακατσέλος
«Πανίδα» της Στρατούλας Θεοδωράτου
Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, η Στρατούλα Θεοδωράτου, με θητεία στην τηλεόραση και το ντοκιμαντέρ, προσπαθεί να μπλέξει, χωρίς επιτυχία, τις προσωπικές σχέσεις αστών μεσήλικων όπου κυριαρχούν τα ψέματα και τα πάθη, με κοινωνικοπολιτικά μηνύματα που φτάνουν μέχρι την πάλη των τάξεων, στην μορφή περίπου μιας καθημερινής σαπουνόπερας.
Μια φωτορεπόρτερ, ένας αρχιτέκτονας κι o πατέρας του, ο οποίος πάσχει από άνοια, εγκλωβίζονται στο κέντρο της Αθήνας μια μέρα που εκτυλίσσονται εκτεταμένα επεισόδια στους δρόμους. Και οι τρεις εμπλέκονται σε μια μεγάλη πυρκαγιά με δεκάδες νεκρούς. Η συμβίωση φέρνει συγκρούσεις, καθώς σχέσεις εξάρτησης και συσσωρευμένος θυμός αναδύονται. Η αναζήτηση της αλήθειας μοιάζει ανέφικτη.
Αλλά για ποια «αλήθεια» μιλάμε ακρίβως στην προκειμένη περίπτωση;
Γιατί στην πραγματικότητα, η «Πανίδα» θέλει να φέρει τους χαρακτήρες, κλείνοντας τους μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού στο Κολωνάκι, αντιμέτωπους με την σκληρή (ελληνική) πραγματικότητα, με απώτερο σκοπό να απολογηθούν για τις ευθύνες τους, τα λάθη τους αλλά και τις επιλογές τους.
Απόλυτα εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, αλλάζουν στρατόπεδα διαρκώς σε μια άτυπη πάλη των τάξεων, με τη Θεοδωράτου να προσπαθεί όλα αυτά να τα αποδώσει με μια ακραία θεατρικότητα που όμως βραχυκυκλώνει ένταση και ρυθμό σε ισόποσες δόσεις.
Ο εγκλωβισμός του ενός χώρου οδηγεί αναπόφευκτα σε άκρατη φλυαρία, υπερβολικό βάρος στις πλάτες των ηθοποιών και αφελή ευρήματα για να ελαφρύνει η ατμόσφαιρα (οι ερωτικές εκρήξεις των ηρώων μοιάζουν πολλές φορές αχρείαστες και χωρίς να προσδίδουν κάποια ιδιαίτερη σχέση στην άναπτυξή τους). Καταλήγει, στην προσπάθειά της να είναι αιχμηρή, να μοιάζει τελείως απλοϊκή, αδυνατώντας να μεταφράσει τους προβληματισμούς της σε κάτι ουσιαστικά συμπαγές και πολυεπίπεδο.
Οι Ελενα Μαυρίδου και Αντώνης Μυριαγκός έχουν σίγουρα χημεία μεταξύ τους και είναι αυτοί που κρατούν το ενδιαφέρον της ταινίας σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά οι ελάχιστες στιγμές νατουραλισμού δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν μια ανιαρά βερμπαλιστική αφήγηση και χάνονται κάτω από το αδιάκοπο βάρος της.
«Ούτε στις σαπουνόπερες δεν συμβαίνουν αυτά», ακούγεται κάποια στιγμή να λέει ο Αντώνης Μυριαγκός. Να και σε κάτι που θα μας βρει απολύτως σύμφωνους.
Χρήστος Μπακατσέλος
Ξεπερνώντας τα σύνορα | Στην ενότητα «Ξεπερνώντας τα σύνορα» παρουσιάζονται σε πρεμιέρα ταινίες ελληνικού ενδιαφέροντος, γυρισμένες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό
«Utopolis» του Βλαντιμίρ Σούμποτις
Utopolis: ένα νέο εμπορικό κέντρο χτίζεται στα ανατολικά προάστια της πόλης και υπόσχεται να είναι το «ιδανικό, το ουτοπικό» σημείο συνάντησης των κατοίκων. Στο εργοτάξιο του εργάζεται κι ο Σαμ - ένας νεαρός πρόσφυγας από την Αφρική, που δουλεύει σκληρά, προσπαθεί να μάθει κι ελληνικά (όπως τον συμβουλεύει ο εργοδηγός του), να ενταχθεί στην εργασία του, στη γειτονιά του. Τι να πρωτοπρολάβει όμως που σχολώντας από την οικοδομή τρέχει σε δεύτερο μεροκάματα σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Για να επιβιώσει κανείς, να στείλει και χρήματα στους δικούς του, χρειάζεται τη δεύτερη δουλειά. Αυτό συμβουλεύει και τον Τιμούρ - Ρώσο μετανάστη και φίλο του στο συνεργείο. Μάλιστα του έχει βρει: θα έρθει μαζί του στο εργοτάξιο, μίλησε με το αφεντικό του. Το μέλλον κρύβει ελπίδα.
Utopolis: «Αυτό μάς έλειπε - ένα ακόμα εμπορικό κέντρο που οι influencers στέλνουν τα παιδιά μας για να καταναλώνουν ασύστολα» ξεσπάει ο Γιάννης, ο Ελληναράς ντόπιος, που οδηγεί τους νυχτερινούς δρόμους κάνοντας «περιπολία». Και δεν είναι η μόνη οργή που φτύνει ανάμεσα στα σφιγμένα του δόντια στον Σωτήρη, πρωτάρη συνοδηγό του στους «φρουρούς της γειτονιάς», μία ιδέα που θέλει τους κατοίκους να παίρνουν τον έλεγχο στα χέρια τους. «Γιατί όλοι αυτοί οι παράνομοι που ήρθαν στη χώρα μου έχουν φέρει μαζί τους έγκλημα, ναρκωτικά, πουτάνες». Για να έχει η Ελλάδα ελπίδα στο μέλλον, πρέπει να καθαρίσει από δαύτους.
Εκείνη τη νύχτα το δρομολόγιο του Γιάννη θα διασταυρωθεί με την κουρασμένη επιστροφή στο σπίτι του Τιμούρ. Οι δύο άντρες, οι δυο «ουτοπίες», θα συγκρουστούν και θα αποκαλύψουν το βρώμικο πρόσωπο του ρατσισμού, του τυφλού μίσους, του φόβου που μασκαρεύεται σε πατριωτισμό. Και κάθε ελπίδα για κατανόηση, συνεννόηση, αλληλεγγύη πέφτει σε μαύρη, αδιέξοδη για όλους, τρύπα
Ο διευθυντής φωτογραφίας Βλαντιμίρ Σούμποτιτς, ο οποίος ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Γερμανίας, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έχοντας στην εργαλειοθήκη του ωραίες ιδέες και πολύ καλά πρώτα υλικά για να τις πραγματοποιήσει.
Χρησιμοποιώντας -κυρίως- μονοπλάνα ακολουθεί τους ήρωες του με αυτή την ενέργεια, τη ροή του κατεπείγοντος σ’ αυτή την μοιραία νύχτα που αποτυπώνει τι παίζεται σε κάποιες γειτονιές του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
Οι DP δεξιότητες του Σούμποτιτς εδώ θα φανούν εξαιρετικά χρήσιμες: πώς φωτίζεις long takes μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, ή σ’ ένα νυχτερινό εργοτάξιο. Πώς τρέχεις με την κάμερα στον ώμο πίσω από τους ήρωες, πώς επικοινωνείς την ψυχολογική τους ένταση, ταραχή, το αδιέξοδο, τον τρόμο.
Στα θετικά, η ταινία προσέχει να μην παρουσιάζει μονόπλευρα - ούτε τον Έλληνα, ούτε τον μετανάστη. Ούτε το «καλό», ούτε το «κακό». Ο Μάκης Παπαδημητρίου θα γλιστρήσει κάτω από το δέρμα του κάφρου ρατσιστή, φορώντας το «λευκό προνόμιο» στο πέτο, αλλά υποψιάζοντας την κακόμοιρη ρίζα κάθε νταή, κάθε bully που τρομοκρατεί μειονότητες. Παράλληλα όμως, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Πάνος Κορώνης θα αντιπροσωπεύσουν την ευπρέπεια, την τιμιότητα, την αξιοπρέπεια μίας Ελλάδας που θέλει να ξεφύγει από ρατσιστικά στερεότυπα.
Ο Σούμποτιτς επιτυγχάνει ένα αξιόλογο ντεμπούτο, όμως δεν αποφεύγει να πέσει κι αυτός στην «τρύπα» - στην παγίδα της πρώτης ταινίας που λίγο θέλει να τα πει/δείξει όλα, και λίγο χάνει το κέντρο της. Η «Ρασομόν» ιδέα, για παράδειγμα, ότι «δείχνω το ίδιο πλάνο από την πλευρά κάθε ενός από τους ήρωες» με την οποία ξεκινά η αφήγηση, μετά ξεχνιέται. Ξεκινούν τα μονοπλάνα, αλλά κι αυτά όχι με απόλυτη συνέπεια. Σαν ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης να λαχταρά να δοκιμάσει σκέψεις -και να δοκιμαστεί κι ο ίδιος στην εφαρμογή τους- αλλά δεν τις εφαρμόζει με μία σφιχτή συνέπεια, σε μία διαδρομή κορύφωσης, κάτι μοιάζει να μένει λίγο ξεκούρδιστο.
Η προσπάθεια επιτυχίας των τεχνικών θεμάτων στοιχίζει σε κάποιες -ελάχιστες- στιγμές και στην καθοδήγηση των ηθοποιών του. Είναι πολύ δύσκολος ο ρόλος του Παπαδημητρίου, χρειάζεται ανάσες και τα long takes προδίδουν αμηχανίες.
Συνολικά όμως, η μελέτη των πλάνων, η υποβλητική ατμόσφαιρα, και η παλλόμενη καρδιά της αναγκαιότητας να μιλήσει κανείς για την «ουτοπία της ανάπτυξης» μια χώρας (μιας Ευρώπης, ενός ολόκληρου δυτικού κόσμου) χτίζεται στις πλάτες της οικονομικής κρίσης και της προσφυγιάς θα κερδίσουν το θεατή. Κι αυτό δείχνει ένα σκηνοθέτη με μέλλον.
Πόλυ Λυκούργου
Μια δεύτερη ματιά | Ταινίες που ήδη έχουν κάνει την πρεμιέρα τους στην Ελλάδα
«Brando with a Glass Eye» του Αντώνη Τσώνη
Αλήθεια και ψέμα, υποκριτική και πραγματικότητα, αναφορές και πρωτότυπη σκέψη, μίμηση και πρωτοβουλία, δράμα και κωμωδία, σε τέτοιες δυαδικές σχέσεις βασίζεται το «Brando with a Glass Eye», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντώνη Τσώνη, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Slamdance και ελληνική στις Νύχτες Πρεμιέρας, που παραμένει στα εννοιολογικά ντουέτα χωρίς ν' αποφασίσει σε ποια πόδια θα σταθεί τελικά.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Λούκα, εν τη γενέσει ηθοποιός, που γίνεται δεκτός σε μια περίοπτη δραματική σχολή στη Νέα Υόρκη με υποτροφία, αρκεί να μπορεί να συντηρηθεί στην πόλη, στη διάρκεια των σπουδών του. Δεν μπορεί, γι' αυτό και μαζί με τον αδελφό του, τον Αλέκο, επιχειρούν μια ένοπλη ληστεία που θ' αφήσει τραυματισμένο έναν περαστικό, τον Ηλία. Ο Λούκα, κατατρεγμένος από ερινύες και φόβο, θα επισκεφθεί τον Ηλία στο νοσοκομείο για να εξασφαλίσει τη σιωπή του, όμως στο πρόσωπό του θα βρει έναν απρόσμενο φίλο.
Αυτός είναι ο σκελετός της πλοκής του «Brando» που, στην πορεία, θα συναντηθεί με τη συνείδησή του, τις υποκριτικές ικανότητές του, με ερωμένη και την ερωμένη της ερωμένης, με αναμνήσεις και δοκιμασίες, με ολόκληρους κλασικούς μονολόγους, αγκαλιάζοντας κάθε στιγμή τη διττή υπόσταση του άνδρα και του ηθοποιού. Γεμάτη αναφορές είναι η ταινία, στη μητροπολιτική κινηματογραφική νύχτα, στην Αθήνα της χασαπαγοράς και των sex shops, στο νουάρ του Μελβίλ και στη συναισθηματική κι υπαρξιακή εγγύτητα του Κασσαβέτη, στην αναπαραγωγή διαλόγων, στην ίδια την παρακολούθηση της Στέλα Αντλερ, καθώς διδάσκει μαθήματα ηθοποιίας και ζωής.
Μέσα σ' αυτό το μερακλίδικα φτιαγμένο πλαίσιο, ο Γιάννης Νιάρρος θυμίζει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, ο Κώστας Νικούλι, όπως πάντα, συνεπαίρνει με τη φυσικότητά του, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος διατηρεί μια τραβηχτική αθωότητα που ανατρέπεται λεπτό με το λεπτό. Η φωτογραφία και το σκηνογραφικό πλάθουν ένα ολόκληρο σύμπαν, η μουσική του Αλέξανδρου Λιβιτσάνου είναι ό,τι πιο όμορφο και πλούσιο έχουμε ακούσει πρόσφατα. Αυτά όλα, όμως, δεν είναι παρά μια επίφαση. Οσο ο Λούκα κυνηγά το method acting και θέτει στον εαυτό του δοκιμασίες, τόσο η ταινία μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: ποτέ δεν θα μάθουμε, ούτε τελικά θα ενδιαφερθούμε να εξερευνήσουμε, ποιος είναι ο Λούκα και ποια η εσωτερική ορμή του, παρά σε μια meta, αυτοαναφορική άσκηση, που έστω κι αν δεξιοτεχνική, διαρκεί τόσο πολύ που αφήνει έκθετες τις ελλείψεις της. Με μια αποστασιοποίηση, παρά την ενασχόληση με την εμβύθιση του method acting, με μια φιλοδοξία που ελαφρά μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός. Επιλογή του Τσώνη είναι η ατάκα, «we fail because we have nothing to give» κι η ταινία του δεν είναι σαφές τι έχει να δώσει, πέρα από μια τρανταχτή υπόσχεση ενός έξτρα ικανού σκηνοθέτη που ωριμάζοντας θα κοιτάξει πιο πέρα από τον εαυτό του.
Λήδα Γαλανού