Κάπου ανάμεσα στην ανακύκλωση νοσταλγίας και στην (προσποιητή) επιθυμία για επανεκκίνηση ενός franchise που μοιάζει εδώ και καιρό να βαδίζει με αυτόματο πιλότο, το «Jurassic World: Αναγέννηση» επιχειρεί το προφανές: να βρει ξανά παλμό, νόημα και κινηματογραφική ταυτότητα για έναν κόσμο που έχει ήδη ειπωθεί, ξαναειπωθεί και στο τέλος… απομυθοποιηθεί. Και το κάνει με σκηνοθέτη τον Γκάρεθ Εντουαρντς, έναν δημιουργό που έχει αποδείξει ότι ξέρει να χειρίζεται το μέγεθος (δείτε «Godzilla» και «Rogue One») αλλά όχι απαραίτητα τη συναισθηματική σύνδεση με τον θεατή.
Πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα του Jurassic World, η οικολογία του πλανήτη δεν ευνοεί πλέον τους δεινόσαυρους. Αυτοί που έχουν απομείνει βρίσκονται σε απομονωμένα περιβάλλοντα του ισημερινού με παρόμοιο κλίμα με εκείνο που κάποτε τους βοήθησε να ευδοκιμήσουν. Τα τρία μεγαλύτερα πλάσματα της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα σε αυτή την τροπική βιοσφαίρα, κρατούν στο DNA τους το κλειδί για ένα φάρμακο με θαυματουργά οφέλη για την ανθρωπότητα.
Στην «Αναγέννηση», ο Εντουαρντς προσπαθεί να προσδώσει βαρύτητα και σκοτεινή ατμόσφαιρα σε έναν κόσμο που έχει φθαρεί από τα ίδια του τα τέρατα, όχι πια τόσο μεταφορικά όσο κυριολεκτικά. Οι δεινόσαυροι είναι εδώ, αλλά ούτε καν οι ίδιοι δεν φαίνεται να ξέρουν γιατί. Η ίδια η ταινία φροντίζει να το εκφράσει μέσω του νέου χαρακτήρα του Δρ. Λούμις, με τον Τζόναθαν Μπέιλι να λέει με σαρδόνια απελπισία: «Ο κόσμος δεν νοιάζεται πλέον για τους δεινόσαυρους». Κι αυτή είναι ίσως η πιο ειλικρινής ατάκα όλου του φιλμ.
Η δράση του ξετυλίγεται σχεδόν αποκλειστικά σε ένα απομονωμένο νησί-εργαστήριο, όπου πειραματικά υβρίδια δεινοσαύρων έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι πιο σαρκοβόρο και απρόβλεπτο απ’ ό,τι έχουμε ξαναδεί στο franchise. Ο Εντουαρντς στήνει με μαεστρία σεκάνς επιβίωσης σε κλειστοφοβικά τοπία όλα σκηνοθετημένα με νεύρο και αίσθηση απειλής. Ωστόσο, όσο εντυπωσιακή κι αν είναι η σκηνογραφία και η ένταση των σκηνών αυτών, λείπει το συναισθηματικό διακύβευμα. Η δράση λειτουργεί σαν roller coaster, φαντασμαγορική αλλά ρηχή, και τελικά πιο κουραστική παρά συγκλονιστική.
Η αφήγηση χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο παράλληλες γραμμές: την ιστορία ενός πατέρα με τις δύο κόρες του, την μεγαλύτερη μαζί με τον νεαρό σύντροφό της (που λειτουργεί ως comic relief) και τους μισθοφόρους της Ζόρα. Οι μισθοφόροι προσθέτουν ένταση και δράση, ενώ η οικογένεια προσπαθεί να φέρει μια ανθρώπινη νότα, συχνά με κλισέ, αλλά με ορισμένες στιγμές τρυφερότητας. Οι σχέσεις εντός της ομάδας μεταμορφώνονται στιγμιαία, από φόβο σε συνεργασία, όμως απουσιάζουν οι πραγματικές συναισθηματικές εντάσεις που θα τις έκαναν πιο πειστικές.
Ο Τζόναθαν Μπέιλι στον ρόλο του Δρ. Χένρι Λούμις δίνει μια αξιοπρεπή ερμηνεία ως ο παθιασμένος παλαιοντολόγος που, ενώ προσπαθεί να μεταδώσει το βάρος της επιστημονικής αποστολής, μένει κάπως επιφανειακός και χωρίς την επιθυμητή εσωτερική ένταση. Η Σκάρλετ Τζοχάνσον ως Ζόρα Μπένετ, η πρώτη γυναίκα πρωταγωνίστρια στο franchise, προσθέτει στον χαρακτήρα ισχύ, ευαισθησία και κάποιες σχεδιασμένες αστείες ατάκες, χωρίς όμως να έχει αρκετό χρόνο να αναδείξει την πολυπλοκότητά της. Ο Μαχερσάλα Αλι ως Ντάνκαν Κίνκεϊντ εμφανίζεται με αξιοπιστία και φυσικότητα, λειτουργώντας κυρίως ως ο έμπειρος ηγέτης της ομάδας, χωρίς όμως να έχει πολλά προσωπικά ξεσπάσματα.
Σεναριακά, το φιλμ ακροβατεί ανάμεσα σε μια (αμήχανη) οικολογική αλληγορία και σε μια ακόμη «άνθρωπος εναντίον φύσης» σύγκρουση, που όμως έχει χάσει τη δύναμη και την πρωτοτυπία της. Ολα εδώ μοιάζουν απομεινάρια ενός παρελθόντος που κάποτε ήξερε πώς να εντυπωσιάζει και να συγκινεί. Στην «Αναγέννηση», η μόνη αναγέννηση που συμβαίνει είναι αυτή του franchise ως εμπορικό προϊόν, όχι ως δημιουργική ιδέα. Αν υπάρχει ένα μήνυμα, είναι ίσως αυτό: πως όταν αγνοείς την εξέλιξη της αφήγησης και βασίζεσαι διαρκώς σε τεχνολογία και οπτικά εφέ, το μόνο που καταφέρνεις είναι να θυμίζεις στους θεατές γιατί κάποτε σε λάτρεψαν. Και γιατί πλέον δεν τους αγγίζεις.
Ετσι, το «Jurassic World: Αναγέννηση» καταλήγει να είναι ένα κινηματογραφικό déjà vu, κομψό, δυναμικό, αλλά τελικά άψυχο. Ενα θέαμα που πασχίζει να ζωντανέψει έναν κόσμο που ίσως θα έπρεπε να μείνει εξαφανισμένος. Οπως οι δεινόσαυροι.