Στις 29 Ιανουαρίου του 2024 ένα 6χρονο κοριτσάκι, η Χιντ Ράτζαμπ, τηλεφωνεί στο διασωστικό κέντρο του Παλαιστινιακού Ερυθρού Στρατού. Λίγες ώρες πριν, οι Ισραηλινοί είχαν διατάξει την εκκένωση της γειτονιάς της. Οσο όμως το κομβόι των προσφύγων διέφευγε, ο στρατός άνοιξε πυρά. Το αυτοκίνητο του θείου της Χιντ δέχθηκε 335 σφαίρες. Εκείνη σώθηκε, σκεπασμένη από τα 6 πτώματα της οικογένειάς της. Κι εκλιπαρούσε για βοήθεια. Ομως υπάρχει διαδικασία, γραφειοκρατία, εγκρίσεις που πρέπει να υπογραφούν από ανώτερους, ΟΗΕ, Αμερικανούς. Και τέλος, από τους ίδιους τους Ισραηλινούς - ώστε να εγγυηθούν ότι θα επιτρέψουν στο ασθενοφόρο να πλησιάσει με ασφάλεια. Θα την προλάβουν ζωντανή;
Οχι. Δεν είναι σπόιλερ, είναι η πραγματικότητα: δεν υπάρχουν χάπι εντ στη Γάζα. Κι η Τυνήσια σκηνοθέτης Κάουθερ Μπεν Χάνια («Τέσσερις Κόρες»), χρησιμοποιώντας ένα υβριδικό φορμά μεταξύ έντονου μελοδράματος και ανατριχιαστικού ντοκιμαντέρ, επιτυγχάνει να αναπαραστήσει αυτό ακριβώς: την απελπισία, την ανημπόρια, την οργή απέναντι στη σιδερένια γροθιά του Ισραηλινού καθεστώτος, που δολοφονεί όσο εμείς κοιτάμε άπραγοι.
Η Μπεν Χάνια δεν επιλέγει τυχαία αυτό τον τίτλο. Εχοντας στη διάθεσή της τα ηχογραφημένα μαραθώνια τηλεφωνήματα, όπου οι ειδικευμένοι διασώστες προσπαθούν να κρατήσουν το ηθικό του κοριτσιού υψηλό, να την παρηγορήσουν και να τη διαβεβαιώσουν ότι θα έρθουν να τη σώσουν, έχει ένα εξαιρετικά δυνατό πρώτο υλικό στα χέρια της. Και το χρησιμοποιεί. Η φωνή που ακούμε είναι η πραγματική φωνή της Χιντ Ράτζαμπ. Και μόνο αυτό επιτίθεται κατευθείαν στα σωθικά σου, σε ανακατεύει, σε διαλύει.
Καθώς τα γυρίσματα δεν μπορούσαν να γίνουν στη Γάζα, η ομάδα του σκηνογράφου Μπεσέμ Μαρζούκ ξαναχτίζει σε στούντιο της Τυνησίας την ακριβή ρέπλικα των γραφείων του κέντρου διάσωσης, οι ενδυματολόγοι κοπιάρουν τα ρούχα, οι casting directors βρίσκουν Παλαιστίνιους ηθοποιούς που θα μελετήσουν τις φωνές και τα γεγονότα και θα μάς δώσουν μία ανατριχιαστική αναπαράσταση της επιχείρησης.
Θέλοντας να ενισχύσει ότι το θρίλερ που παρακολουθούμε είναι τρομακτικό γιατί συνέβη στ' αλήθεια, η Μπεν Χάνια βρίσκει τρόπους να εισάγει το αυθεντικό, ντοκιμαντερίστικο υλικό ανάμεσα στα δραματοποιημένα κάδρα της. Οι ηθοποιοί σταματούν να μιλάνε, και ακούμε τη συνέχεια των διαλόγων από τους αυθεντικούς διασώστες. Ενα βίντεο σε κινητό τηλέφωνο μάς δείχνει (σαν μία φλοίδα ζωής, μέσα στην ταινία) τα παράλληλα πλάνα της πραγματικής κοινωνικής λειτουργού και της ηθοποιού που την ερμηνεύει. Αντίποδας σε όλα τα κινηματογραφικά κόλπα, η παιδική φωνή που δεν χρειάζεται κανένα σενάριο. Αθωότητα και τρόμος και απορία στην ίδια κραυγή.
Αυτή όμως είναι και η μεγαλύτερη ένσταση μας. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να υπογραμμίσει κανείς το μελόδραμα με ένα τόσο σπαρακτικό πρώτο υλικό. Συνεχή κοντινά στα δακρυσμένα πρόσωπα, διάλογοι που επαναλαμβάνουν το μήνυμα, υπερβολικές μανιέρες των ηθοποιών (σε κακό overacting) - τίποτα από όλα αυτά δεν χρειαζόταν η ταινία. Θα προτιμούσαμε μία πιο δυναμική, μελετημένη σκηνοθεσία που δεν γλιστρά στην παγίδα της πομπώδους μεγαλοστομίας. Ο «Ενοχος» του Γκούσταβ Μέλερ, έρχεται στο μυαλό ως masterclass του πώς να δημιουργήσει κανείς μία ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, πώς να χτίσεις ένταση - σ' ένα δωμάτιο, με ένα τηλέφωνο.
Ομως, η Μπεν Χάνια είναι μάστορας στην εντυπωσιοθηρία. Είναι γνωστή για τους over-the-top χειρισμούς της, δεν έχει μέτρο όταν θέλει να εκβιάσει συναίσθημα, χειραγωγεί στο έπακρο τους θεατές με ναρκισσιστική πονηριά. Στις «Τέσσερις Κόρες» είχε βάλει ηθοποιούς να αναπαραστήσουν έναν βιασμό κι όταν ζήτησαν break γιατί η συναισθηματική φόρτιση τους κατέβαλε, εκείνη άφησε την κάμερα ανοικτή. Δεν παίζει καθαρά.
Απλώς εδώ στέκεται στην σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Oχι, δεν είναι μία καλή ταινία. Αλλά στο ιστορικό μας πλαίσιο μοιάζει να είναι μία απαραίτητη ταινία. Γιατί η αμετροέπεια των θηριωδιών στη Γάζα είναι πολύ πιο ανήθικη από αυτή της Μπεν Χάνια. Κι αν καταφέρει να ξυπνήσει, έστω πονηρά και χειριστικά, τη συλλογική συνείδηση του Δυτικού Κόσμου από το βολικό του λήθαργο, είναι μια σημαντική ταινία.

