Τη λογική του μπορώ και περισσότερο, μπορώ και μεγαλύτερο, υιοθετεί ο Ανταμ Γουίνγκαρντ στο νέο κεφάλαιο του monsterverse, σ' ένα ιδιόμορφο franchise όπου κάθε σκηνοθέτης μοιάζει να δίνει τη δική του νότα.

Αν ο «Γκοτζίλα» του Γκάρεθ Εντουαρντς αναζήτησε quasi-ψυχαναλυτικό μίτο στην ιστορία του κι ο Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς στο (αγαπημένο μας) «Kong: Skull Island» ανέτρεξε στο ρομαντισμό των τεράτων και των ανθρώπινων ιστοριών γύρω τους, το πρώτο κινηματογραφικό fusion των δυο θρυλικών πλασμάτων από τον Ανταμ Γουίνγκαρντ, το «Godzilla vs. Kong» του 2021 έδωσε έμφαση στη δράση, τα εφέ και την υπερβολή και σ' αυτή την κατεύθυνση συνεχίζει.

Η πλοκή μοιάζει να μην απασχόλησε ιδιαίτερα τους τρεις, διακεκριμένους κατά τα άλλα, σεναριογράφους που αντλούν στοιχεία από την παράδοση των monster movies, τον απαλό συναισθηματικό εκβιασμό, την αδρεναλίνη της υποψίας ότι δυο monsters μπορεί και να συνεργαστούν εναντίον κοινής απειλής, τη μάχη των Τιτάνων, τη θεωρία της κοίλης γης του Χάλεϊ και προσπαθούν να τα παραγεμίσουν με μικρές στιγμές χιούμορ και κάποιας τρυφερότητας.

Στην... ανθρώπινη πλευρά, οι ιστορία λίγο αφορά και το θαυμάσιο καστ (όπου υπάρχει Νταν Στίβενς, υπάρχει ελπίδα) δεν ξεπερνά τη διάθεση του επισκέπτη, ακόμα κι όταν αυτός αποφασίζει να εφαρμόσει σύγχρονη οδοντιατρική σε υπερμεγέθες στόμα, σε μια από τις πιο συναρπαστικές σκηνές της ταινίας. Αντίθετα, το φιλμ ξετυλίγεται, εμφανώς, προς τη μία, τεράστια, σκηνή δράσης του φινάλε που, πράγματι, δικαιώνει την αναμονή. Εφέ στα όρια της ασυδοσίας, μουσική σφυρηλάτηση, φαντασία που αγκαλιάζει την camp πλευρά της, μια θεαματική απόδειξη του γιατί η ταινία αντικαθιστά το vs. του παρελθόντος με το x ανάμεσα στους βασικούς της ήρωες. Και γιατί, έστω αντανακλαστικά, η όψη ενός, πόσω μάλλον δύο, παρεξηγημένων (παρανοϊκών, παρ' όλ' αυτά), τεράτων, θα μας κάνει πάντα να χαμογελάμε με στοργή!