Το έτος 1973, έπειτα από τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ και την έναρξη του προγράμματος Landsat, της προσπάθειας δηλαδή της NASA να χαρτογραφήσει την υδρόγειο από το διάστημα, μια ετερογενής ομάδα εξερευνητών συγκεντρώνεται για να εξερευνήσει τα βάθη ενός αχαρτογράφητου νησιού στον Ειρηνικό Ωκεανό –όμορφο και την ίδια στιγμή επικίνδυνο- χωρίς να γνωρίζουν ότι διασχίζουν το βασίλειο του μυθικού Κονγκ. Καλώς ήρθατε στη Νήσο του Κρανίου.

Καλώς η κακώς, το σημείο αναφοράς για την νέα εμφάνιση του «Βασιλιά Κονγκ» στον κινηματογράφο είναι ο «Godzilla» του Γκάρεθ Eντουαρντς. Ως αποτέλεσμα, και στην ταινία του Τζόρνταν Βογκτ-Ρόμπερτς τα τέρατα είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές εις βάρος των ανθρώπινων χαρακτήρων, η κινηματογράφηση της δράσης προτιμά τα αργά, επικά πλάνα σε αντίθεση με την συνήθη, «κοφτή» προσέγγιση των monster movies κυρίως της δεκαετίας του 1990 και η διάθεση για οπτικό εντυπωσιασμό είναι διάχυτη σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, με το χρώμα, τον καπνό και τις δυνατότητες που προσφέρει η (δύσκολο να διαχωριστεί που σταματά η πραγματική και πού ξεκινά η ψηφιακή) φύση να αξιοποιούνται στο έπακρο για ένα πιο «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα από αυτό που περιμένει κανείς από την μέση ταινία δράσης με τέρατα.

Ταυτόχρονα, η ταινία του Βογκτ-Ρόμπερτς είναι μια ταινία εποχής που διαδραματίζεται το κομβικό έτος 1973, γεγονός που δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη όχι μόνο να στήσει κάδρα που παραπέμπουν ευθεία (αν και επιφανειακά) στο «Αποκάλυψη, Τώρα!» του Φράνσις Φορντ Κόπολα αλλά και να χρησιμοποιήσει το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ ως μία πολύ ταιριαστή αφορμή για να ρίξει τους πρωταγωνιστές του στη δίνη ενός άλλου πολέμου, εντελώς διαφορετικών διαστάσεων και αντιμαχόμενων πλευρών, όπου οι ίδιοι είναι απλά οι παρατηρητές, κι ας μη το αντιλαμβάνεται κανείς τους εξαρχής.

Αυτή η προσέγγιση αναπόφευκτα βάζει το φαινομενικά ποικιλόμορφο cast (φαινομενικά γιατί δε γίνεται ποτέ δημιουργική χρήση του diversity) σε δεύτερη μοίρα, καθώς πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας απλά αποτελούν πιθανές απώλειες στην μάχη για την βασιλεία της Νήσου του Κρανίου χωρίς να έχουν την δυνατότητα να αναπτυχθούν σε κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί απλά με δυο ή τρεις λέξεις. Ναι, ο Τομ Χίντλστον είναι σε φόρμα αλλά χωρίς διακριτή προσωπικότητα, η Μπρι Λάρσον δείχνει δυναμική και θηλυκή αλλά χωρίς να έχει πραγματικό αφηγηματικό ρόλο σε ολόκληρη την ταινία, ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον είναι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει αλλά απλά ακολουθώντας το στερεότυπο του κολλημένου στρατιωτικού και ο Τζον Σι Ράιλι προσφέρει τον απαραίτητο παράξενο τύπο της παρέας αλλά χωρίς να ξεπερνά στιγμή αυτή την de factο ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του.

Για να μην αναφερθούμε καν στον διακοσμητικό ρόλο της Τζινγκ Τιάν, η οποία απλά δικαιολογεί τα Κινέζικα κεφάλαια της παραγωγής ανταλλάσοντας τα με κυριολεκτικά δέκα-δεκαπέντε ατάκες, ή την ολική έλλειψη χημείας ανάμεσα στον Χίντλστον και την Λάρσον που εξανεμίζει οποιαδήποτε προοπτική ρομαντικής υποπλοκής (η οποία έτσι κι αλλιώς είναι ιδιαίτερα ήσσονος σημασίας). Όπως και στην ταινία του Έντουαρντς, στο «Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου» οι άνθρωποι είναι ξεκάθαρα οι κομπάρσοι. Και ο Βογκτ-Ρόμπερτς δε χάνει ευκαιρία για να το τονίζει αυτό, είτε με την τυχαιότητα των θανάτων τους είτε απλά αποτυπώνοντάς τους να χάνονται (τόσο σεναριακά όσο και οπτικά) μέσα στη ζούγκλα της Νήσου του Κρανίου.

Αν όμως κάποιος αγνοήσει την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για τους ανθρώπους της ιστορίας, είναι σχεδόν αδύνατο να μην παρασυρθεί από την γνήσια αφοσίωση της ταινίας στο χτίσιμο ενός κόσμου αποκομμένου από τον χρόνο και, ουσιαστικά, την ιστορία της Γης, γεμάτου επικίνδυνα (ή και όχι) τέρατα, μυρμήγκια που ακούγονται σαν πουλιά, τεράστιους βίσωνες με ολόκληρη βλάστηση στα κέρατα, κακάσχημα πτηνά που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο όπως ένας γύπας το μικρόσωμο θύμα του, εσοχθόνια τέρατα που ισοδυναμούν με φονικές μηχανές και, φυσικά, τον Κονγκ. Έναν Κονγκ μεγαλύτερο από ποτέ, όχι τόσο ερωτοχτυπημένο όσο στο παρελθόν με την θηλυκή παρουσία, αλλά σίγουρα γεμάτο ενδιαφέρον για την Μπρι Λάρσον, ικανό να οδηγήσει σε μια μινιμαλιστική, όχι απαραίτητα ρομαντική, σύγχρονη επαναδιατύπωση της γνωριμίας τους.

Γύρω από τον Κονγκ είναι, δίκαια, στημένες και οι καλύτερες σκηνές του φιλμ, από την πρώτη γνωριμία με τον τεράστιο γορίλα μπροστά από τον καυτό ήλιο μέχρι την αναμέτρηση του «Βασιλιά» με τα επονομαζόμενα «Κρανιοερπετά» (ούτε στον χαρακτήρα του Τζον Σι Ράιλι αρέσει το όνομα), όλες σκηνές που παίζουν με τον φωτισμό, το βάθος πεδίου και το περίπλοκο στήσιμο του κάδρου, βρίσκοντας συνεχώς νέους τρόπους να προκαλέσουν τον εντυπωσιασμό σε ένα μάλλον κενό αλλά σίγουρα εντυπωσιακό θέαμα. Σχεδόν ολόκληρη η προσοχή του Βογκτ-Ρόμπερτς είναι στραμμένη σε αυτές τις σκηνές και το η τελική τους ποιότητα με βεβαιότητα τον δικαιώνει. Ακριβώς όπως τον εκθέτει και κάθε άβολη σκηνή αλληλεπίδρασης (και δυστυχώς είναι πολλές) μεταξύ οποιωνδήποτε από τους δισδιάστατους ανθρώπινους χαρακτήρες του.

Το πόσο αυτό μειώνει ή εξυψώνει το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας εξαρτάται από τον βαθμό κρισιμότητας που θέτει σε κάθε παράμετρο ο ίδιος ο θεατής. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, το «Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου» προβάλει με περηφάνια μία b-movie αισθητική και ένα έναν pulp ενθουσιασμό που είναι μεταδοτικός, δείχνει άκρατο σεβασμό απέναντι στο είδος της «monster movie» και προσπαθεί να αναδείξει ποιητικότητα μέσα από την εικονογραφία της μάχης και, εν τέλει, δημιουργεί κάτι που παρασύρει τις αισθήσεις και θέτει τις βάσεις για ένα ολόκληρο νέο κινηματογραφικό σύμπαν γεμάτο τέρατα. Ακόμα κι αν χάνει μέσα σε όλο αυτό τον ίδιο τον άνθρωπο.