Η Αντέλ είχε 10 γέννες και 7 παιδιά. Ολοι έχουμε αυτές τις αφηγήσεις από τις γιαγιάδες μας στην επαρχία - έκανες πολλά παιδιά, για να επιβιώσουν κάποια. Κι επειδή ήταν «θέλημα Θεού». Και ο Θεός «έχει». Η Αντέλ κι ο Σέζαρ, ο μεσήλικας δάσκαλος άντρας της, δεν έχουν - όπως δεν έχει και κανείς στο απομακρυσμένο, μικρό χωριό «Βερμίλιο», τοποθετημένο σε μία καταπράσινη απόκρημνη πλαγιά των ιταλικών Αλπεων. Τα παιδιά τους κοιμούνται τρία-τρία στα κρεβάτια, το γάλα της μοναδικής τους αγελάδας μοιράζεται σε 12 κούπες ποτισμένες με ψωμί τα πρωινά, η Αντέλ όταν μαγειρεύει το μοναδικό άλλο γεύμα της μέρας μετρά με οικονομία κάθε πατάτα, κάθε καρότο, κάθε φύλλο λάχανου. Ο Σέζαρ όμως παραγγέλνει βινύλια για να παίζει Βιβάλντι στο γραμμόφωνο του γραφείου του, «καθώς αυτό είναι τροφή για το πνεύμα», και δεν σταματά να κάνει παιδιά στη γυναίκα του, γιατί, ακόμα κι αν κανείς δεν το ομολογούσε τότε, και οι γενιές των παππούδων μας είχαν μεγάλη σεξουαλική επιθυμία (κάτι που αποδεικνύεται κι όταν η Αντα, η έφηβη κόρη βρίσκει το κλειδί για το κρυφό συρτάρι του γραφείου του).

Και η Αντα όμως, που θέλει να γίνει καλόγρια, έχει ανακαλύψει τη σεξουαλικότητά της (κι αυτοτιμωρείται με μετάνοιες δικής της επινόησης). Θα ήθελε να πάει στην πόλη, στο Γυμνάσιο, όμως μαίνεται ακόμα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - ένα ακόμα στοιχείο που κάνει τη φτώχεια και τον αποκλεισμό του χωριού τους ακόμα πιο ισχυρό. Τα μεγάλα παιδιά, ο Ντίνο και η Λουτσία, έχασαν την ευκαιρία να συνεχίσουν το σχολείο με την εμπλοκή του Μουσολίνι. Κι από τα μικρότερα, μόνο η Φλάβια είναι αρκετά έξυπνη, ευαίσθητη και δημιουργική για να δικαιολογηθεί το έξοδο να τη στείλουν σχολείο.

Ολα είναι σκληρά, αυστηρά, αλλά, με έναν απλό τρόπο, και αγαπημένα. Ο Σέζαρ κουβαλά τα καταπιεστικά χούγια του δασκάλου και του πατριάρχη της οικογένειας, όμως πραγματικά ενδιαφέρεται για τη γνώση, την ομορφιά, τη δικαιοσύνη. Κουβαλά το γραμμόφωνο στην τάξη και μαθαίνει στα παιδιά πώς να ακούν «το καλοκαίρι» μέσα από τις μελωδίες - ακόμα κι αν έξω το κρύο είναι αμείλικτο. Οταν ο Πιέτρο, ένας Σικελός λιποτάκτης βρίσκει καταφύγιο να κρυφτεί στα μέρη τους, τον υπερασπίζεται με πάθος στους εθνικιστές συγχωριανούς που θέλουν να τον αποκλείσουν από την κοινότητα ως «δειλό». Ποιος ξέρει τον τρόμο που αντιμετώπισε στο χαράκωμα και ποιος είναι να τον κρίνει; Τον δέχεται στην τάξη του, του μαθαίνει γραφή κι ανάγνωση κι, όταν εκείνος ερωτεύεται την Λουτσία, του δίνει και την κόρη του. Γιατί τι άλλο θα κάνουν τα κορίτσια του από το να παντρευτούν ένα καλό παιδί και να κάνουν τα δικά τους 5-7-10 παιδιά;

Η Ιταλίδα σκηνοθέτης Μάουρα Ντελπέρο, στην τρίτη της ταινία, αποδεικνύει πώς κανείς μπορεί να αφηγηθεί μεστά, συγκροτημένα και πειθαρχημένα μία ιστορία πολλαπλών χαρακτήρων, χωρίς να χάνεσαι και, κυρίως, χωρίς χάνεις τη συναισθηματική σου σύνδεση με κάθε έναν από αυτούς. Να κάνει πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό σχόλιο, χωρίς το βλέμμα να απομακρύνεται στιγμή από την προσωπική ιστορία μίας μόνο οικογένειας. Να διατηρήσει μία γοητευτική απλότητα, μία γαλήνια ησυχία, μία αφαιρετική αφήγηση, ενώ στην ουσία το αποτέλεσμα είναι μεστό, εμβριθές, μεγαλειώδες.

Κι αυτό ταιριάζει στον τόνο που δίνει ο κόσμος της ταινίας - η φύση, οι πεδιάδες, τα οροπέδια, οι γκρεμοί, οι καταρράκτες, τα ψηλά βουνά του Βερμίλιο. Επηρεασμένη εμφανώς από την ποιητική σκηνοθετική γραφή σπουδαίων προκατόχων της (Τέρενς Μάλικ, Αντρέι Ταρκόφσκι, Καρλ Ντράγιερ) και έχοντας στο πλευρό της τον DP Μικαΐλ Κρίσμαν (ο οποίος έχει φωτίσει και τις ταινίες του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ «Ελένα», «Η Επιστροφή», «Loveless»), η Ντελπέρο προτιμά να παρατηρεί διακριτικά, να εστιάζει σε όσα έχουν σημασία, να πετάει τα περιττά, να μην πολυλογεί.

Ολες οι μικρές και μεγάλες ιστορίες, όλα τα παρακλάδια της πλοκής αναπτύσσονται ελλειπτικά, αφαιρετικά, με οικονομία. Ο φακός της συλλαμβάνει βλέμματα, μικροστιγμές, κλεφτές ανεπαίσθητες κινήσεις. Και το παζλ ενώνεται μέσα μας, υποβοηθούμενο από την μαεστρία του μοντέρ Λούκα Ματέι, ο οποίος κόβει συναισθηματικά - από τα πρόσωπα στα τοπία- ενισχύοντας την άποψη της σκηνοθέτης του: το Βερμίλιο είναι ένας ακόμα ζωντανός, σημαντικός, επιδραστικός σε όλους χαρακτήρας.

Κι αν κάτι ξέρει να κάνει αριστοτεχνικά η Ντελπέρο είναι την καθοδήγηση των ηθοποιών της (μείγμα επαγγελματιών και ντόπιων ερασιτεχνών). Ρεμπραντικά πρόσωπα γυναικών, με τεράστια μάτια και οστεώδη πρόσωπα - ευαίσθητα, βουβά αισθαντικά. Σιωπηλοί, στωικοί, φαντάσματα του εαυτού τους οι άντρες. Ακαταμάχητα τα μικρά παιδιά (τα οποία δεν είναι επαγγελματίες) που λειτουργούν ως τον χορό αρχαίας τραγωδίας που σχολιάζει με αφοπλιστική αθωότητα, αλλά κι αφιλτράριστη ωμή ειλικρίνεια τα δρώμενα. Ολοι σχηματίζουν κάτι παραπάνω από ένα ψηφιδωτό ανθρωπολογικής μελέτης, κάτι περισσότερο από κινηματογραφικό tableau vivant - δίνουν ενέργεια, όγκο και ψυχή σε μία ταινία που της αξίζει να ζήσει στην κινηματογραφική Ιστορία «σαν τα ψηλά βουνά».