Υπάρχουν δημιουργοί που δεν κρύβονται πίσω από τις ιστορίες τους. Αντίθετα, τις εκθέτουν με το ίδιο το δέρμα τους, σαν να θέλουν να μας προσκαλέσουν σ’ έναν καθρέφτη που δεν αντανακλά πρόσωπα, αλλά μνήμες, επιθυμίες, πληγές και φαντασίες. Ο Μαμόρου Χοσόντα είναι πια ένας τέτοιος δημιουργός. Ενας αληθινός auteur του σύγχρονου ιαπωνικού animation, που αρνείται να διαχωρίσει τον ρεαλισμό από τη φαντασία και το ψηφιακό από το συναισθηματικό. Και με την ταινία του «Μιράι: Η Μικρή μου Αδελφή» (η οποία προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα και Οσκαρ Καλύτερου Animation) συνεχίζει ακριβώς εκεί στο ίδιο σταυροδρόμι του οικείου με το μαγικό.
Οταν ο τεσσάρων ετών Κουν συναντά την νέα του μικρή αδελφή, ο κόσμος του έρχεται τα πάνω-κάτω. Ονόματι Μιράι (που σημαίνει «μέλλον»), το μωρό γρήγορα κερδίζει τις καρδιές όλης τής οικογένειας του Κουν. Καθώς η μητέρα του επιστρέφει στην δουλειά και ο πατέρας του προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με το σπίτι, ο Κουν αρχίζει να ζηλεύει ολοένα και περισσότερο την μικρή Μιράι... ώσπου μία μέρα τρέχει στην αυλή του όπου συναντά μία παράξενη καλεσμένη από το παρελθόν και το μέλλον-την αδελφή του Μιράι, ως έφηβη. Μαζί ο Κουν και η έφηβη Μιράι παν σε ένα ταξίδι στον χωροχρόνο, αποκαλύπτοντας την απίστευτη ιστορία τής οικογενείας τους. Αλλά, γιατί ήρθε η Μιράι από το μέλλον;
Ο Χοσόντα δεν είναι πια ο «νέος Μιγιαζάκι», που αρκετοί έτρεξαν να τον χαρακτηρίσουν στα πρώτα βήματά του. Είναι ένας δημιουργός με δική του φωνή, δικό του σύμπαν, και κυρίως: δική του ματιά πάνω στο πιο δύσκολο είδος ιστορίας, την απλή. Και με την ταινία του αυτή, ίσως και την πιο προσωπική του, επιχειρεί κάτι φαινομενικά ελάχιστο αλλά τρομερά απαιτητικό: να διηγηθεί την ιστορία ενός τετράχρονου αγοριού που μαθαίνει να αποδέχεται τη γέννηση της μικρής του αδερφής. Και τελικά, μέσα από ένα ταξίδι φαντασίας, να ωριμάσει – κατά ένα χιλιοστό.
Ο Κουν, με τα ξεσπάσματα, την εμμονή στα παιχνίδια του και την ασύλληπτη παιδική ζήλια, είναι ίσως ο πιο ρεαλιστικός παιδικός χαρακτήρας που έχουμε δει ποτέ σε anime. Και ο Χοσόντα δεν τον εξιδανικεύει, δεν τον γλυκαίνει. Αντιθέτως, τον παρουσιάζει με όλα τα μικρά και μεγάλα του ελαττώματα, με την αυθεντικότητα μιας παιδικής ηλικίας που ούτε αγιοποιείται ούτε λογοκρίνεται. Ο Κουν είναι σπαστικός. Είναι όμως και αληθινός.
Η σκηνοθεσία του Χοσόντα εδώ είναι πιο μινιμαλιστική από τις υπερβολές του «Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα», και πιο συναισθηματικά γειωμένη από το μελαγχολικό έπος του «Wolf Children». Με μια σχεδόν θεατρική οικονομία στον χώρο (σχεδόν όλη η δράση εκτυλίσσεται στο σπίτι της οικογένειας), παίζει με τα επίπεδα του χρόνου και της πραγματικότητας, μετατρέποντας τον κήπο σε πεδίο ταξιδιού στον χρόνο, τη σκάλα σε πύλη φαντασίας, και τη μικρή Μιράι του μέλλοντος σε καθρέφτη ενηλικίωσης. Το animation του Studio Chizu είναι ήπιο, διακριτικό και λεπτομερές. Δεν εντυπωσιάζει με φαντασμαγορικά κάδρα, αλλά παρατηρεί τη ζωή μέσα από μια παιδική λογική, όπου τα σημαντικά είναι πάντα τα πιο μικρά.
Σεναριακά, η ταινία χτίζει μια χαλαρή σειρά επεισοδίων. Μικρές παρενθέσεις φαντασίας, όπου ο Κουν συναντά συγγενείς από το παρελθόν, τον μελλοντικό εαυτό της αδερφής του, ακόμη και τον πατέρα του ως παιδί. Το σενάριο δεν επιδιώκει την πλοκή, αλλά τη σταδιακή, αδιόρατη μεταμόρφωση του χαρακτήρα του Κουν. Είναι μια προσέγγιση που κάποιους ίσως τους κουράσει, καθώς η ταινία στερείται ενός παραδοσιακού δραματικού arc. Ομως η συναισθηματική της ωρίμανση δουλεύει υπόγεια, όπως η ίδια η διαδικασία του να μεγαλώνεις.
Τα μηνύματα του Χοσόντα είναι σαφή αλλά όχι διδακτικά: η οικογένεια είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μεταλλάσσεται, η φαντασία είναι τρόπος επιβίωσης, και η κατανόηση δεν έρχεται μέσα από λέξεις, αλλά μέσα από εμπειρίες, ακόμα κι αν αυτές μοιάζουν παιδικές. Η σχέση πατέρα-παιδιού, ο ρόλος των μαμάδων, η κληρονομικότητα των τραυμάτων, όλα περνούν από το φίλτρο μιας γλυκόπικρης τρυφερότητας που δεν φωνάζει, απλώς υπάρχει.
Το «Μιράι: Η Μικρή μου Αδελφή» δεν είναι η πιο καθηλωτική ταινία του Χοσόντα. Είναι όμως η πιο ώριμη του, με την έννοια ότι δε φοβάται να είναι ήσυχη. Να κάνει παύσεις. Να σε αφήνει να νιώσεις χωρίς να σου πει τι να νιώσεις. Και μέσα σε αυτή την απλότητα, καταφέρνει να φτιάξει έναν κόσμο που, όσο μικρός κι αν φαίνεται, κουβαλάει μέσα του κάτι το οικουμενικό: το ταξίδι προς την ενσυναίσθηση.