Πάντα χαμηλών τόνων, διακριτική, πάντα ανθρωποκεντρική, από τη «Νοσταλγό» ως το ντοκιμαντέρ της για τον Κωστή Παπαγιώργη, η Ελένη Αλεξανδράκη παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ για παιδιά που «ξεριζώθηκαν» από τους γονείς τους κι από τον τόπο τους, με δυνατές προσωπικές αφηγήσεις. Το disclaimer, βέβαια, της αρχής, ότι η ταινία γυρίστηκε στην πανδημία κι άρα οι συνεντεύξεις έγιναν μέσω ζουμ, αιτιολογεί αλλά δε βελτιώνει το φτωχό οπτικό υλικό.
Διαβάστε τη συνέντευξη: «Εχουμε γεννηθεί για να βιώνουμε έναν διαρκή εμφύλιο.» Η Ελένη Αλεξανδράκη μιλάει στο Flix για τους «Ξεριζωμένους»
Το ντοκιμαντέρ εστιάζει σε παιδιά (ενηλίκους πια), που ξεριζώθηκαν βίαια από την πόλη και την οικογένειά τους, για πολιτικούς, ιδεολογικούς, προπαγανδιστικούς λόγους. Ο Γιάννης Ατζακάς, γιος αντάρτη από τη Θάσο, μεγάλωσε στις «παιδουπόλεις» της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Ο Σίφης Ζαχαριάδης, ο γιος του Νίκου, με τη μαμά του επίσης στη φυλακή, συντρόφευσε τον μπαμπά του στη Σιβηρία ως την αυτοκτονία του, ζώντας κι ο ίδιος εξόριστος για όλη του τη ζωή. Ο Ενρίκε κλάπηκε, βρέφος, από την αντικαθεστωτική μαμά του, στη διάρκεια τής δικτατορίας τού Φράνκο. Πέντε χρόνια αργότερα, στην Ισπανία και πάλι, η Μαρία Μερσέντες, ανύπαντρη, γέννησε σ’ ένα νοσοκομείο τής εκκλησίας αλλά το μωρό της «πέθανε στον τοκετό». Ο Ζαν-Φιλίπ από τη Ρεϋνιόν αρπάχτηκε στα 10 του και μεταφέρθηκε στη Γαλλία, για να γίνει «σκλάβος» σε ιδιωτικές φάρμες. Η Ρεζβάνα έφυγε με την οικογένειά της από το Αφγανιστάν - κατέληξε στην Ελλάδα ως ασυνόδευτο προσφυγόπουλο.
Οι ίδιοι οι ήρωες των σπαρακτικών ιστοριών, αφηγούνται την πορεία τους κοιτάζοντας την κάμερα (του κομπιούτερ, ως επί το πλείστον), μιλώντας για κλεμμένες ζωές, για φρικιαστικές στιγμές απώλειας και κακομεταχείρισης, για το πώς η μισαλλοδοξία, από τον Ινδικό Ωκεανό ως το Αιγαίο και τη Σιβηρία, διαμόρφωσε την πορεία τους με τον τραγικότερο τρόπο, έστω κι αν αυτοί, οι συγκεκριμένοι, κατάφεραν να επιβιώσουν και να επανασυνδεθούν με τις ρίζες τους, στο βαθμό του εφικτού.
Καθώς το υλικό είναι λίγο - κάποιες φωτογραφίες, κάποιες ταινίες αρχείου, κάποια γράμματα, εκτός από τη δια ζώσης συνέντευξη με την αφοπλιστική Ρεζβάνα - η Αλεξανδράκη «συμπληρώνει» την εικόνα με αδύναμα ευρήματα, λάπτοπ που κολυμπούν στη θάλασσα ή στα πυκνά δάση, ξεριζωμένα δέντρα σ’ έναν υπερβολικά προφανή παραλληλισμό, που δείχνουν πρόχειρα και τείνουν να μειώνουν τη δύναμη των ιστοριών. Επίσης, ο παραλληλισμός των έξι αυτών δραματικών ηρώων τής ζωής και της Ιστορίας, με τη 12χρονη Μυρτώ που έζησε το «δράμα» της απομόνωσης του λόκνταουν στην πανδημία, όχι απλώς συγκρίνει τα ανόμοια, αλλά και υποτιμά την τραγικότητα των άλλων «κλεμμένων ζωών», ταυτίζοντάς τες μ' ένα πρόβλημα, αν όχι πολυτελείας, πάντως σίγουρα πανανθρώπινο και προκαλούμενο από φυσικά αίτια, μια πανδημία, όχι τον πολιτικό αυταρχισμό.
Ακόμα κι έτσι, το ντοκιμαντέρ τής Αλεξανδράκη δεν παύει ν' αναδεικνύει με τρόπο συναισθηματικό κι αληθινό, τουλάχιστον στην πρώτη ύλη του, τα κατάμαυρα σημεία τής πρόσφατης Ιστορίας και την ανθρώπινη δύναμη για προσαρμογή και επιβίωση.