Ο «Σιμών της Ερήμου» του Λουίς Μπουνιουέλ είναι η κινηματογραφική μεταφορά του θρύλου του Αγίου Συμεών του Στυλίτη, ο οποίος επιδιώκει να προσεγγίσει την πνευματική τελείωση, να ανυψωθεί κυριολεκτικά και να βρεθεί πιο κοντά στον Θεό. Αποφασίζει να απομονωθεί και ανεβαίνει σε έναν ψηλό στύλο, εξετάζοντας τον κόσμο από απόσταση. Βρίσκεται έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία του, πιο κοντά στον παράδεισο. Αδυνατεί ωστόσο να προφυλαχθεί από τους γήινους πειρασμούς, οι οποίοι καραδοκούν ακόμη και στην καρδιά της ερήμου, τον καταδιώκουν, του σέρνουν το πρόσωπο στα εγκόσμια και τελικά του υπενθυμίζουν την ανθρώπινή του πλευρά.

Ο «Σιμών της Ερήμου» τοποθετείται στο τέλος της μεξικανικής περιόδου του Λουίς Μπουνιουέλ, η οποία κράτησε 18 χρόνια και συνέπεσε με το αποκορύφωμα της χρυσής εποχής του μεξικανικού κινηματογράφου, ενώ στη διάρκειά της ο Μπουνιουέλ σκηνοθέτησε 21 ταινίες. Η συγκεκριμένη ταινία παίζει με τα όρια της ταξινόμησης: με διάρκεια 45 λεπτά, βρίσκεται στη μεθόριο ανάμεσα στο μεγάλο και το μεσαίο μήκος, μια γκρίζα ζώνη που δυσκολεύει τόσο τα κινηματογραφικά φεστιβάλ όσο και τους αιθουσάρχες, οι οποίοι καλούνται να τη συνδυάσουν με κάποια άλλη ταινία παρόμοιου μήκους. Πρόκειται για μια ταινία που αλλάζει γνώμη συνεχώς: είναι πολύ μεγάλη για ένα κινηματογραφικό διήγημα αλλά και πολύ μικρή για να λογιστεί ολοκληρωμένο έργο. Ωστόσο, παρά την άβολη διάρκειά της, η ταινία κέρδισε ex aequo το ειδικό βραβείο της επιτροπής στο 26o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1965, μαζί με το «I Am Twenty» του Μαρλέν Κούτσιεφ και το «Modiga mindre män» του Λάιφ Κραντς. Κέρδισε επίσης το βραβείο της FIPRESCI ex aequo με τη «Γερτρούδη» του Ντράγιερ, ενώ ήταν υποψήφια και για τον Χρυσό Λέοντα.

Η αιτία για την οποία η ταινία κατέληξε να έχει αυτή τη διάρκεια παρουσιάζει ενδιαφέρον: η επικρατέστερη εκδοχή λέει πως ο παραγωγός και επί χρόνων συνεργάτης του Μπουνιουέλ, Γκουστάβο Αλατρίστε, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Σε μια συνέντευξη όμως της Σίλβια Πινάλ από τον Ιανουάριο του 2006, συζύγου του Αλατρίστε και μούσας του Μπουνιουέλ, η οποία πρωταγωνιστεί στην ταινία, πληροφορούμαστε πως το έργο αυτό προοριζόταν να είναι μια ανθολογία η οποία θα περιλάμβανε και τη συμβολή άλλων σκηνοθετών, συγκεκριμένα του Φεντερίκο Φελίνι και του Ζιλ Ντασέν. Οι σκηνοθέτες θα προσέγγιζαν τον μύθο του αγίου Συμεών του Στυλίτη, ο καθένας από την δική του οπτική και θα σκηνοθετούσαν σύντομα τμήματα στα οποία θα πρωταγωνιστούσαν οι σύζυγοί τους: η Τζουλιέτα Μασίνα και η Μελίνα Μερκούρη, αντιστοίχως. Η Σίλβια Πινάλ υπήρξε ανυποχώρητη και αρνήθηκε να παραγκωνιστεί από τις άλλες πρωταγωνίστριες. Αυτή της η αντιπαλότητα είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Φελίνι και του Ντασέν από οποιαδήποτε προοπτική συνεργασίας με τον Μπουνιουέλ.

Στη σύντομη διάρκεια της ταινίας του, ο Μπουνιουέλ επιχειρεί να σατιρίσει τις αγκυλώσεις της θρησκοληψίας και, σαν κάποιου είδους αναμεταδότης, πολλαπλασιάζει το ηθικό δίδαγμα αυτού του μύθου: η ζωή και όλα της τα ωραία βρίσκονται εδώ, όχι σε κάποιον μετέπειτα παράδεισο που μας έχουν υποσχεθεί, και καλά θα κάνουμε να τα απολαύσουμε όσο είναι νωρίς. Ο Λουίς Μπουνιουέλ δήλωνε κι ο ίδιος άθεος. Ομως, όπως είναι φανερό από το έργο του, δεν ήταν άθεος με τη στείρα επιστημονική έννοια, αλλά περισσότερο με τον κυνισμό και τη διστακτικότητα που συντροφεύει τους ανθρώπους που κρύβουν την πίστη στην καρδιά τους αλλά επιθυμούν να την εξετάσουν περεταίρω, να την υποβάλλουν σε ερωτήματα και να την εξαναγκάσουν να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της.

Ο Μπουνιουέλ είναι αρκετά καυστικός στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τον ασκητή, τους μοναχούς και ευρύτερα όλο το θρησκευτικό σύστημα. Οι κληρικοί δεν ξέρουν κι οι ίδιοι σε τι πιστεύουν πραγματικά. «Ζήτω η Ανάσταση», ουρλιάζουν. Αντιμάχονται έναν δαιμονισμένο ο οποίος ωρύεται και εκτοξεύει βλασφημίες: «Θάνατος στον Ιησού Χριστό!», φωνάζει. Ανήκουστο! «Ζήτω ο Ιησούς Χριστός!», απαντούν. «Ζήτω η Αποκατάσταση!», φωνάζει ο αιρετικός. «Τι είναι η Αποκατάσταση;», ψιθυρίζουν ο ένας στο αυτί του άλλου. Δεν ξέρει κανείς στ’ αλήθεια. Ωστόσο, ακούγεται να είναι κάτι ανίερο και καλά θα κάνουν να του αντισταθούν. Και κάπως έτσι, με συνεχείς υποθέσεις και αβάσιμες απαντήσεις σε ανεπιβεβαίωτα ερωτήματα, πορεύονται στη ζωή.

Η ταινία αυτή δίνει έναν δίκαιο αγώνα απέναντι στα ιερά τέρατα της θρησκείας και της απόλυτης παράδοσης σε μια ανώτερη δύναμη, θέματα τα οποία δεν έχουν εξαντληθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια και, όπως είναι σαφές, είναι αδύνατον να ωριμάσουν μέσα σε 45 λεπτά. Τελικά, οι απόπειρες του Σατανά να ξεμυαλίσει τον Σιμών αποβαίνουν επιτυχείς: με ένα ταξίδι στον χρόνο, ο Διάβολος τοποθετεί τον ασκητή στο αφηγηματικό παρόν του 1965, πρώτο τραπέζι σε μια πίστα χορού, όπου χορευτές ξεβιδώνονται στους ανίερους ρυθμούς του ροκ-εν-ρολ. Εκεί ο Σιμών, χιλιάδες χιλιόμετρα αλλά και χρόνια μακριά από την πνευματική του τελείωση, συνειδητοποιεί σιωπηλά ότι ο συντομότερος δρόμος προς τον Παράδεισο δεν βρίσκεται στην κορυφή ενός στύλου, αλλά κάποιες νύχτες περνά από την καρδιά μιας σκοτεινής ντισκοτέκ.