Οταν μια ταινία ξεκινάει με έναν άντρα που αυνανίζεται μπροστά στον αποτρόπαιο θάνατο μιας γυναίκας στο «Αίμα και Μαύρη Δαντέλα» του Μάριο Μπάβα και τελειώνει με ένα ζευγάρι που πεθαίνει αγκαλιασμένο - φόρο τιμής στο φινάλε με την Τζένιφερ Τζοόυνς και τον Γκρέγκορι Πεκ στη «Μονομαχία στον Ηλιο» του Κινγκ Βίντορ, τότε είναι μάλλον απίθανο να μαντέψεις τις ποσότητες της cult σινεφιλίας που μπορεί να κρύβονται στο ενδιάμεσο.

Ομολογημένα - από τον ίδιο τον Πέδρο Αλμοδοβάρ - ως μια από τις πιο «αδύναμες» ταινίες του, το «Matador» υπήρξε στην πραγματικότητα η πρώτη απονενοημένη προσπάθεια του να κινηθεί στα μονοπάτια του μελοδράματος, αφήνοντας στο περιθώριο την κωμωδία και βάζοντας στο προσκήνιο το δίπτυχο θάνατος - επιθυμία. Εδώ στη μορφή ενός (σαν) b-movie που παίζει με πολλαπλά ταμπού, πρωτίστως με αυτό των ταυρομαχιών και ό,τι αυτές συνεπάγονται για τον ανδρισμό, τη βία, την πατριαρχία, μια χώρα «διαιρεμένη ανάμεσα σε ζηλόφθονες και ανυπόφορους» όπως χαρακτηριστικά θα πει ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ, ως σχεδιαστής μόδας, σε μια από τις πιο out of context και «ελαφριές» σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία σκηνές.

Στο όριο μιας βέβηλης για την εποχή αλλά ταυτόχρονα και ελαφρώς ξεπερασμένης (και οριακά politically incorrect) σήμερα διάθεσης για πρόκληση, το «Matador» διαδραματίζεται έχοντας στο κέντρο του μια τετράδα ανθρώπων που θα μπορούσαν να ανήκουν - υπό συνθήκες και σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους - και στις δύο κατηγορίες της διαιρεμένης Ισπανίας. Ένας πρώην ταυρομάχος που διδάσκει νέους φιλόδοξους τορέρος, ένας νεαρός υποψήφιος ταυρομάχος που ομολογεί μια σειρά εγκλήματα που δεν έχει κάνει, ένα νεαρό μοντέλο που θα επιβεβαιώσει το κλισέ της αθωότητας που χάνεται όταν τα φώτα στραφούν πάνω της και μια δικηγόρος που σκοτώνει τους εραστές της την ώρα του οργασμού και κρύβει δωμάτια από μυστικά, φτιαγμένα από τα πιο σκοτεινά υλικά της ανθρώπινης εμμονής.

Η συνάντηση των τεσσάρων αυτών ηρώων θα είναι καθοριστική κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο οι νεότεροι (ο υποψήφιος ταυρομάχος και το μοντέλο) έλκονται από την ακαματάχητη γοητεία - αλλά και την πειθώ - του παλαίμαχου ταυρομάχου και της φονικής femme fatale, ενώ την ίδια στιγμή στο κέντρο μιας κοινωνίας που πιστεύει και στο Θεό και στον άνθρωπο σχεδόν με την ίδια θρησκόληπτη εμμονή, ακυρώνουν την ίδια την συμβολική δυναμική τους, δείχνοντας όχι μόνο τη σύγχυση που έχει κληροδοτηθεί στη νεότερη γενιά αλλά και τη διάθεση για λιγότερα μελοδράματα και περισσότερες αληθινές ιστορίες αγάπης.

Ο τρόπος που λιποθυμάει κάθε φορά στη θέα του αίματος ο Αντόνιο Μπαντέρας (εδώ στο πρώτο μεγάλο του ρόλο που τον ανέδειξε ως «νόμο» και «λαβύρινθο» του «πόθου» και του «πάθους» μαζί) και το ματωμένο μακιγιάζ στο πρόσωπο της Εύα Κόμπο (σαν camp απόγονος της Νύφης του Φράνκενστάιν με τα γονίδια της Οικογένειας Ανταμς) είναι μόνο μερικά από τα «φετίχ» που χτίζουν ένα πλέγμα από μυστικά, ψέματα, προδοσίες και επιθυμίες σε ένα σύμπαν που στην τελική βρίσκεται εδώ στην απόπειρα του να αποκτήσει την έννοια «αλμοδοβαρικό». Τα καταφέρνει όσο και αν τα ετερογενή υλικά του δεν κολλάνε πάντα με τον τρόπο που αυτό θα συμβεί αργότερα - και στον «Νόμο του Πόθου» που ακολουθεί και φυσικά στα «Ψηλά Τακούνια» που συγγενεύουν με το «Matador» σε νουάρ διάθεση.

Πληθωρικός και σε ερωτισμό και σε βία και σε γυμνά κορμιά και σε giallo αναφορές - τόσο φωτιστικά όσο και μουσικά - αυτός ο «Matador» βρίθει από σαφείς και υπονοοούμενες αναφορές, την ίδια στιγμή που παγιδεύεται, όπως και οι ήρωές του, μέσα σε ένα επιτηδευμένο γαϊτανάκι από διαρκείς ανατροπές. Οπως τελικά και ο θεατής που διαβάζει πρώτα και επόμενα επίπεδα διατρέχοντας μια ίντριγκα που εκπλήσσει, σοκάρει και γοητεύει σε ισόποσα μεγέθη, ακόμη κι αν το «χτύπημα» της δεν φτάνει ποτέ στο βάθος που θα άρχιζε να αφήνει θύματα.