Ο Κρις Στάκμαν είναι ένα όνομα γνωστό στους λάτρεις του κινηματογράφου μέσα από το YouTube, όπου εδώ και χρόνια αναλύει ταινίες με πάθος και γνώση. Με την «Κατάρα του Σέλμπι Οουκς» επιχειρεί το μεγάλο του άλμα — από την κριτική στην ίδια τη δημιουργία. Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τέτοιος, που η ταινία του κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια μέσω Kickstarter, κάτι σπάνιο για πρωτοεμφανιζόμενο δημιουργό. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν ο Στάκμαν κατάφερε να μετατρέψει τη βαθιά του αγάπη για το σινεμά σε κάτι ουσιαστικό και ολοκληρωμένο.
Η Μία αναζητά απεγνωσμένα την αδελφή της, Ράιλι, η οποία εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων γυρισμάτων της viral ερευνητικής σειράς της, «Paranormal Paranoids». Oταν καταπιεσμένες αναμνήσεις αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραίσθησης θολώνουν, η Μία αναγκάζεται να αντιμετωπίσει σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν της και τις τρομακτικές δυνάμεις που στοιχειώνουν το παρόν της.
Σκηνοθετικά, ο Στάκμαν δείχνει πως γνωρίζει καλά τους κανόνες του είδους. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει μια έντονη αίσθηση μυστηρίου, χρησιμοποιώντας το ύφος ψευδο-ντοκιμαντέρ και found footage αισθητικής (αλά «Blair Witch Project») για να μας εισαγάγει στον κόσμο της ιστορίας. Ωστόσο, όταν το φιλμ εγκαταλείπει αυτό το στυλ και περνά σε πιο συμβατική αφήγηση, η μετάβαση δεν είναι πάντα ομαλή. Ο ρυθμός σπάει, και η αίσθηση αυθεντικότητας που είχε χτιστεί αρχίζει να φθίνει.
Ο Στάκμαν στήνει όμορφα πλάνα και ξέρει πότε να αφήσει την ένταση να αναπνεύσει, όμως δεν αποφεύγει ορισμένα κλισέ του είδους. Οι σκηνές τρόμου λειτουργούν, αλλά σπάνια αιφνιδιάζουν πραγματικά. Φαίνεται πως ο ίδιος βρίσκεται ανάμεσα στην επιθυμία του να τιμήσει τα τρομακτικά φιλμ που αγαπά και στην ανάγκη να πει κάτι δικό του και αυτό το δίπολο μερικές φορές τον κρατά πίσω. Ως ντεμπούτο, πάντως, το αποτέλεσμα έχει ψυχή και δείχνει έναν δημιουργό που, με περισσότερη αυτοπεποίθηση, μπορεί να κάνει πολύ πιο δυνατά πράγματα.
Το σενάριο, γραμμένο από τον ίδιο τον Στάκμαν, περιστρέφεται γύρω από την ιστορία μιας γυναίκας που αναζητά την αδερφή της, μέλος μιας ομάδας ερευνητών του παραφυσικού που έχει εξαφανιστεί. Η ιδέα είναι γοητευτική, ειδικά στον τρόπο που συνδέει τη διαδικτυακή κουλτούρα με το υπερφυσικό, όμως η εκτέλεση δεν φτάνει πάντα εκεί που υπόσχεται. Η ιστορία ξεκινά δυνατά, αλλά σταδιακά εγκλωβίζεται σε πιο γνώριμα μονοπάτια: σκοτεινά σπίτια, βιντεοκασέτες, φωνές και σκιές στο σκοτάδι.
Ενώ η αρχική δομή αφήνει χώρο για ένα ευρύτερο σχόλιο σχετικά με την ψηφιακή εμμονή, τη λατρεία της «αληθινής ιστορίας» και την ανάγκη να αποδείξουμε πως κάτι πέρα από εμάς υπάρχει, το φιλμ τελικά περιορίζεται στην προσωπική εμμονή της ηρωίδας. Η συναισθηματική της πορεία είναι πειστική, αλλά το σενάριο δεν δίνει το βάθος που χρειάζεται για να μετατραπεί σε πραγματικό ψυχολογικό θρίλερ. Στο τέλος, νιώθεις πως η ταινία είχε τις ιδέες, απλώς δεν τις αξιοποίησε όσο θα μπορούσε.
Η «Κατάρα του Σέλμπι Οουκς» είναι μια ταινία που μοιάζει να παλεύει με τον ίδιο της τον εαυτό, ανάμεσα στο πάθος ενός ανθρώπου που αγαπά το σινεμά τρόμου και στην ανάγκη να αφήσει το δικό του αποτύπωμα σε αυτό. Ο Κρις Στάκμαν δείχνει καθαρά πως γνωρίζει τη γλώσσα του είδους: το πώς χτίζεται η αγωνία, πώς καλλιεργείται η ατμόσφαιρα, πώς η σιωπή μπορεί να τρομάξει περισσότερο από κάθε κραυγή. Ομως, εκεί όπου η ταινία κερδίζει σε τεχνική, χάνει σε συναισθημακό αντίκτυπο. Το μυστήριο δεν αποκτά ποτέ το βάθος που υπόσχεται και ο τρόμος μένει συχνά εγκλωβισμένος στη φόρμα, χωρίς να αγγίζει πραγματικά τον θεατή. Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι ειλικρινές σε αυτή την προσπάθεια, που μπορεί να γίνει γόνιμο έδαφος για κάτι καλύτερο στο μέλλον.