Η πρώτη ταινία του «Chainsaw Man» έρχεται φορτωμένη με προσδοκίες, όχι μόνο γιατί μεταφέρει ένα από τα πιο αγαπημένα arcs του manga, αλλά και γιατί πρέπει να αποδείξει πως αυτό το σύμπαν μπορεί να σταθεί κινηματογραφικά. Το «Reze Arc» είναι, θεωρητικά, η ιδανική ιστορία για τη μετάβαση στη μεγάλη οθόνη: ρομαντισμός, βία, προδοσία και συναισθηματική ένταση. Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα, αν και θεαματικό, μοιάζει να παλεύει ανάμεσα στο συναίσθημα και στην ανάγκη για εντυπωσιασμο, όπου, και τελικά, δεν κερδίζει καμία από τις δύο μάχες.

Ο Ντέντζι δούλευε ως Κυνηγών Διαβόλων για τη μαφία, προσπαθώντας να ξεπληρώσει το χρέος που κληρονόμησε από τους γονείς του, μέχρι που η μαφία τον πρόδωσε και τον σκότωσε. Καθώς έχανε τις αισθήσεις του, ο αγαπημένος σκύλος-διάβολος του Ντέντζι, ο Ποτσία, που είχε ως χαρακτηριστικό του το αλυσοπρίονο, έκανε μια συμφωνία με τον Ντέντζι και του έσωσε τη ζωή. Αυτό ένωσε τους δύο, δημιουργώντας τον ασταμάτητο Chainsaw Man. Τώρα, σε έναν βίαιο πόλεμο μεταξύ διαβόλων, κυνηγών και μυστικών εχθρών, μια μυστηριώδης κοπέλα ονόματι Ριζ έχει μπει στον κόσμο του και ο Ντέντζι αντιμετωπίζει την πιο θανάσιμη μάχη του μέχρι τώρα, αντλώντας δύναμη από την αγάπη σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση δεν γνωρίζει κανόνες.

Ο Τατσούγια Γιοσιχάρα δείχνει ξεκάθαρα πόσο αγαπά τη δράση. Οι μάχες είναι άψογα χορογραφημένες, η κάμερα κινείται με ρυθμό που θυμίζει video clip και κάθε έκρηξη ή χτύπημα έχει οπτικό βάρος. Ομως, μέσα σε αυτό το χάος αίματος και μετάλλου, η αφήγηση συχνά πνίγεται. Ο Γιοσιχάρα εντυπωσιάζει με την τεχνική του, αλλά η σκηνοθεσία του μοιάζει περισσότερο να κυνηγάει την τέλεια σκηνή παρά την αλήθεια των χαρακτήρων, με το αποτέλεσμα να είναι μια ταινία που φωνάζει περισσότερο απ’ όσο νιώθει. Κι αυτό σίγουρα της κοστίζει αρκετά.

Η γνωριμία του Ντέντζι με τη Ριζ είναι γεμάτη υπόσχεση: δύο πληγωμένοι άνθρωποι που βρίσκουν φως ο ένας στον άλλο, προτού βυθιστούν ξανά στο σκοτάδι. Το σενάριο προσπαθεί να δείξει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αθωότητα και τη βία, στη δίψα για αγάπη και στην αδυναμία να ξεφύγεις από τη μοίρα σου. Ωστόσο, η ανάπτυξη είναι βιαστική, με τις συναισθηματικές σκηνές δεν προλαβαίνουν να αναπνεύσουν. Οταν έρχεται η προδοσία συγκινεί, αλλά δεν σε αφήνει μουδιασμένο κι αυτό γιατί η ταινία δεν έχει δώσει τον χρόνο να δεθείς με τους ήρωες. Η γραφή του σεναρίου φαίνεται να υπηρετεί περισσότερο το «τι θα συμβεί μετά» παρά το πώς νιώθουν αυτοί οι ήρωες που το ζουν.

Εδώ το στούντιο animation MAPPA κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: μια οπτική πανδαισία που κόβει την ανάσα. Το animation είναι εξαιρετικό, με λεπτομέρεια που θυμίζει χειροποίητη τέχνη και χρώματα που σφραγίζουν το βλέμμα. Οι σκηνές δράσης είναι αληθινά εντυπωσιακές, λειτουργώντας ως ένα παραλήρημα φωτός, σάρκας και αίματος. Το gore είναι παντού αλλά, σε αντίθεση με τη σειρά, εδώ δείχνει περισσότερο καλλιτεχνικό παρά ωμό. Το αίμα εκρήγνυται σαν κόκκινο καπνογόνο, όμορφο αλλά αποστειρωμένο. Η ταινία δεν σοκάρει, απλώς εντυπωσιάζει κι αυτό κάνει το σύμπαν του «Chainsaw Man» να μοιάζει λιγότερο επικίνδυνο, λιγότερο απρόβλεπτο.

Το «Chainsaw Man – The Movie: Reze Arc» είναι μια όμορφα σκηνοθετημένη, τεχνικά άρτια, αλλά συναισθηματικά άδεια εμπειρία. Εχει αίμα, ένταση και ρομαντισμό, μα τίποτα δεν μένει χαραγμένο. Το gore υπάρχει, αλλά δεν πονάει. Οι χαρακτήρες υπάρχουν, αλλά δεν ζουν. Στο τέλος, μένει η αίσθηση μιας ταινίας που ήθελε να είναι μεγάλη, αλλά φοβήθηκε να λερωθεί πραγματικά. Ενα εντυπωσιακό θέαμα που ξεδιψά το μάτι, μα αφήνει την καρδιά διψασμένη.