Κάθε χρόνο μία πληθώρα μεταφρασμένων κινουμένων σχεδίων μικρότερων στούντιο κατακλύζει τη διανομή, φέρνοντας (σχεδόν) κάθε δεύτερη εβδομάδα παιδιά και γονείς αντιμέτωπους με φιλμ τα οποία αποτελούν συνώνυμο της ποιοτικής έκπτωσης σε όλα τα επίπεδα. Και δυστυχώς, «Ο Μύθος του Μαρακούντα» είναι ίσως ένα από τα ενδεικτικότερα παραδείγματα ταινιών που εμπίπτουν στην παραπάνω κατηγορία, καθώς πρόκειται για μία από τις πιο καθολικά μπερδεμένες παραγωγές του είδους που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό, γεγονός που εντοπίζεται σε κάθε πτυχή της, από το φτωχό animation, μέχρι την αλλοπρόσαλλη πλοκή που μοιάζει με συρραφή ιδεών που το δημιουργικό team έχει αντλήσει από συγγενικά φιλμ.
Η ιστορία ακολουθεί τον Μαρακούντα, έναν νεαρό Νεάντερταλ που ζει υπό τη σκιά του αυστηρού πατέρα του, προσπαθώντας να αποδείξει την αξία του με κάθε τρόπο. Ξεκινώντας ένα ταξίδι στο δάσος, προκειμένου να φέρει πίσω στη φυλή του τη, ζωτικής σημασίας για εκείνη, φωτιά που ο ίδιος της στέρησε, γνωρίζει τον Τινκ, ένα εξωγήινο πουλί με απρόβλεπτες δυνάμεις. Οι περιπέτειές τους θα οδηγήσουν σε μία σειρά από παρεξηγήσεις, η έκβαση των οποίων καταλήγει - ως είθισται - να έχει πάντα διδακτικό χαρακτήρα, συνυφαίνοντας μία αφήγηση που έχει ως σκοπό να θίξει ζητήματα ευθύνης και προσωπικής ωρίμανσης, σταθερά ωστόσο με βιασύνη και επιφανειακό τρόπο.
Η αφελής (και συγχρόνως αδέξια) πρόθεση της ταινίας να πατήσει στα βήματα των «Κρουντς» του 2013 είναι κάτι παραπάνω από εξόφθαλμη. Η δυναμική μεταξύ των χαρακτήρων σε συνδυασμό με το γενικότερο περίβλημα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας πρόχειρης και - κυριολεκτικά - φτηνής αντιγραφής. Αλλωστε, η τάση animated ταινιών περιορισμένου μπάτζετ να μιμούνται άνευ επιτυχίας φιλμ που παραπέμπουν αισθητικά και υφολογικά στο σύμπαν, κυρίως, της Dreamworks (εξαιτίας του πιο εύπεπτου χαρακτήρα της εταιρείας σε σύγκριση με αυτόν της Disney-Pixar) συνιστά συχνό φαινόμενο, στο οποίο υπόκειται απόλυτα και «Ο Μύθος του Μαρακούντα».
Με animation που ακροβατεί ανάμεσα στο μέτριο και το κακό, σενάριο που δεν λειτουργεί και χαρακτήρες που δεν διαθέτουν το παραμικρό βάθος, η ταινία αφήνει την επίγευση του πρόχειρου και του ημιτελούς. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να αποτελέσει την πρώτη επαφή των μικρών θεατών με το σινεμά, τότε διαπιστώνει το μέγεθος του κρίματος της όλης υπόθεσης.