Μπορεί σε γενικές γραμμές να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, όμως μπορείς να εμπιστευτείς ότι η Τζίλιαν Αντερσον μπορεί να μεταμορφώσει το συμβατικό, το ελαφρώς λυγμόλαλο, σε κάτι δυνάμει συναρπαστικό, όπως κι ότι ο Τζέισον Αϊζακς, με κάθε λουκ, είναι δαιμονισμένα σέξι.

Το «Μονοπάτι του Αλατιού» βασίζεται σ' ένα best seller, στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Ρέινορ Γουιν και χρησιμοποιεί το δρόμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να μιλήσει για την απώλεια, για την αγωνία της επιβίωσης και, τελικά, για την επίτευξη της αυτογνωσίας. Αυτό το μονοπάτι ξεκινά συγκινησιακά, αλλά η κατάληξή του και έρχεται πιο αργά απ' ό,τι περίμενες και μένει στα μάλλον επιδερμικά και κλισέ.

Στην ιστορία, η Ρέινορ και ο Μοθ, ένα ζευγάρι 55χρονων Αγγλων, αντιμετωπίζουν μια χιονοστιβάδα δυστυχίας: χρεοκοπούν, μένουν χωρίς σπίτι και ο Μοθ διαγιγνώσκεται με ανίατη ασθένεια. Η απάντησή τους στη μοίρα; Να πάρουν μαζί τους τα στοιχειώδη και να διασχίσουν με τα πόδια, από το παράκτιο μονοπάτι, ολόκληρη τη νοτιοδυτική Αγγλία, μια εμβληματική διαδρομή χιλίων χιλιομέτρων. Απέναντί τους θα συναντήσουν το μεγαλείο αλλά και τις προκλήσεις της φύσης, την επιφυλακτικότητα του κόσμου απέναντι στους άστεγους αλλά και την εύθραυστη μεταξύ τους σχέση.

Η ταινία φέρνει, βεβαίως, στο νου το «Nomadland», οριακά το συναγωνίζεται στα όμορφα τοπία όμορφα αποτυπωμένα, αλλά εκεί οι ομοιότητες σταματούν. Η προσέγγιση των ηρώων και των θεματικών έχει κάτι το διδακτικό, οι διάλογοι είναι σχεδόν πάντα επεξηγηματικοί, η έμφαση στο οδοιπορικό είναι περισσότερο τουριστική παρά υπαρξιακή αναζήτηση, οι συναισθηματικές κορυφώσεις μοιάζουν φορσέ κι οι δύο ώρες της διάρκειας τεντώνονται με επαναλήψεις.

Ωστόσο, το coolness της ερμηνείας της Τζίλιαν Αντερσον και η εσωτερικότητα του όχι πολύ strong αλλά σίγουρα silent type του Τζέισον Αϊζακς λειτουργούν ως αντίβαρο στην προβλεψιμότητα και κάνουν το φιλμ τόσο πιο ενδιαφέρον στη θέαση, αφήνοντας μια γλυκόπικρη επίγευση καθώς πάρεις το μονοπάτι του γυρισμού από το θερινό.