Διαβάστε με προσοχή, η κριτική περιέχει αποκαλύψεις για την πλοκή της ταινίας.
Νύχτα, παραμονές Χριστουγέννων. Ενας 60άρης τραγουδά έναν βλάχικο σκοπό με το κεφάλι γερμένο έξω από το παράθυρο ενός ταξί, κόντρα στον άνεμο. Φθάνοντας στον προορισμό του, κι αφού αποκαλύπτει στον οδηγό πως είναι λογιστής, αρνείται να πληρώσει το ακριβές αντίτιμο της κούρσας, ισχυριζόμενος πως η διαδρομή, που την έχει κάνει πολλάκις, στοιχίζει λιγότερο. Πληρώνει, βγαίνει, στρέφει ένα όπλο στο κεφάλι του και αυτοκτονεί στη μέση του έρημου δρόμου.
Ο Θωμάς (Κώστας Κορωναίος), ταξιτζής κατ’ ανάγκην, αφού δεν κατάφερε ποτέ να μετουσιώσει τη φιλολογία που σπούδασε σε έργο ποιητικό, τρομάζει, πανικοβάλλεται, ψάχνει μάταια για βοήθεια, μέχρι που μέσα στην τσάντα του λογιστή εντοπίζει λίγες δεσμίδες χρήματα. Τις παίρνει, τσεκάρει γύρω για τυχόν μάρτυρες και φεύγει ηρεμότερος από τον τόπο της αυτοχειρίας. Ομως το κλικ μέσα του έχει ήδη γίνει.
Και λέμε μέσα του, γιατί ο «Τελευταίος Ταξιτζής», η νέα δουλειά του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Στέργιου Πάσχου, θα εξελιχθεί σε ένα θρίλερ όχι αστυνομικού τύπου, όπως προϊδεάζει αυτή η αρχική σεκάνς, αλλά ψυχολογικού. Ο Θωμάς, μπαίνοντας στον πειρασμό να επιστρέψει την επομένη στο σημείο εκείνο, θα γνωρίσει τυχαία την αποξενωμένη κόρη του εκλιπόντα (Κλέλια Ανδριολάτου), θα την πάρει κούρσα, και μετά από λίγα ποτά, οι δυο τους θα συνευρεθούν ερωτικά στα καθίσματα του ταξί. Για την κοπέλα, που έχει σταθερή σχέση, είναι μια νύχτα εκτόνωσης απλώς, ιατρικού μονής δόσης στην αναλγησία που νιώθει για την απώλεια, μια εξαίρεση. Για τον κολακευμένο Θωμά, που έχει κουραστεί από τον μονότονο γάμο του και την μουντή καθημερινότητα στο τιμόνι, μια φωτεινή αυτοεπιβεβαίωση, μια αποκαλυπτική αλλαγή συνθήκης.
Δεύτερο κλικ, ισχυρότερο, και ο δρόμος για την εμμονή είναι πλέον ανοιχτός. Ως άλλος Τράβις Μπικλ, ο ταξιτζής κυνηγά μάταια το αντικείμενο του πόθου και μισεί όλο και περισσότερο όλους τους άλλους, μαζί και τον πληγωμένο, χαμένο, αλλοτριωμένο του εαυτό. Και ο Στέργιος Πάσχος βουτά μεθοδικά στην ψύχωση, με το νυστέρι του αυστηρού φακού του, τη σκοτεινιά ενός νουάρ και τη δημιουργική συνδρομή μιας λερωμένης θέρμης στη φωτογραφία του Γιώργου Κουτσαλιάρη. Μια βυθομέτρηση που φαλτσάρει μονάχα σε δύο σκηνές εκτός της οπτικής του ομότιτλου χαρακτήρα, ενώ ολόκληρη η ταινία θα έπρεπε να είναι πάνω του.
Αν, όμως, ο σκορσεζικός Τράβις κυκλοφορούσε σαν μια κινούμενη βόμβα με ωρολογιακό μηχανισμό, οι εκρήξεις στον «Τελευταίο Ταξιτζή» είναι μόνιμα υπόγειες, πάντως όχι λιγότερο βροντερές. Ολόκληρη η σεκάνς της κορύφωσης μέσα σε ένα σπίτι, ένα 40λεπτο three handler εκπληκτικού συντονισμού σε στήσιμο, ερμηνείες και συναισθηματικές διακυμάνσεις, είναι μια πρόκληση για τα νεύρα και το στομάχι. Εδώ επιβεβαιώνεται πόσο δεινός είναι ο δημιουργός του «Άφτερλωβ» στις συγκρουσιακές σκηνές, όπως είχε φανεί και σε εκείνη, την πρώτη μεγάλου μήκους δραμεντί του.
Υπάρχει και μια τρίτη, πολύ σύντομη σκηνή εκτός της οπτικής του Θωμά στα μισά περίπου του φιλμ, κεντραρισμένη στη φιγούρα της συζύγου του, Μαρίας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου). Δικαιολογημένη αυτή και ουσιωδέστατη, όπως θα διαπιστώσουμε στο αργό dolly in του φινάλε, όπου όλο το βάρος της απόγνωσης μεταφέρεται ευφυώς στο βλέμμα και τη σιωπή της προδομένης γυναίκας. Αλλά το πώς τελικά θα το διαχειριστεί εκείνη είναι ίσως το θέμα μιας άλλης ταινίας, ένα σενάριο που θα γράφουμε νοερά και για πολύ καιρό μετά τη θέαση του υποβλητικού, στιβαρού, ξεχωριστού αυτού ελληνικού θρίλερ.