Φλόριντα, 1948. Ομόδεσμοι κατάδικοι καταναγκαστικών έργων χρησιμοποιούνται για τις βαριές δουλειές της Πολιτείας. Απλώνουν άσφαλτο ή θερίζουν σπαρτά, κάτω από τον πυρωμένο ήλιο του Αμερικανικού Νότου και το καυτό βλέμμα του σαδιστή αρχιδεσμοφύλακα Γκόντφρι. Κυνικός, κι αγέλαστος έχει το παρατσούκλι «άνθρωπος χωρίς μάτια», γιατί κρύβεται πίσω από καθρεφτένια γυαλιά ηλίου του. Ομως βλέπει τα πάντα - και όλα (και όλους) μπορεί να τα πετύχει, ακριβέστατα, με την καραμπίνα του.
Δεν υπάρχει ούτε ομοιογένεια στα αδικήματα, ούτε ακριβώς δικαιοσύνη στις ποινές των φυλακισμένων - κάποιος μπορεί να είναι εκεί για χρέη, κάποιος για «αντίσταση κατά της αρχής» («μα προσπαθούσα να αμυνθώ»), άλλος να εκτίει ένα χρόνο, κι άλλος ισόβια. Ο Λούκας Τζάκσον, ένας μοναχικός, λιγομίλητος χίλμπιλι, φτάνει ένα μεσημέρι για να ξεκινήσει τη διετή τιμωρία του για «καταστροφή δημόσιας περιουσίας». Κι όμως, στο φάκελό του λέει καθαρά ότι ήταν ήρωας πολέμου - επέστρεψε από το μέτωπο με παράσημα και τιμές. Πώς κατέληξε να σπάει παρκόμετρα, ένα βράδυ μεθυσμένος; Δε θα μάθουμε ποτέ. Ούτε κανέναν ενδιαφέρει. Είναι παραβατικός; Θα τιμωρηθεί παραδειγματικά από το Σύστημα. Ή, μάλλον, θα βασανιστεί αδίστακτα, αλύπητα, εκδικητικά.
Γιατί αυτό που συμβαίνει στους αλυσοδεμένους κατάδικους δεν είναι σωφρονισμός. Είναι θεσμοθετημένη δουλεία και νομιμοποιημένα βασανιστήρια - ο κατάδικος δεν παραδίδει μόνο την ελευθερία του, αλλά και την ταυτότητα και την αξιοπρέπειά του στους κανόνες μίας καφκικής επίγειας κόλασης. Αν δεν υπακούσει, καταλήγει στο Κουτί - ένα στενό, τενεκεδένιο κοντέινερ απομόνωσης, όπου η ζέστη και η ορθοστασία σε αποτελειώνουν.
Μόνο που ο Λουκ θα αλλάξει την δυναμική της ομάδας. Δεν είναι ούτε ο πιο δυνατός, ούτε ο πιο έξυπνος. Δεν μπαίνει με τσαμπουκά, ούτε με ιδεολογία. Το όπλο του είναι το αυτάρεσκο, παιχνιδιάρικο χαμόγελό του. Πεισματάρης, αντισυμβατικός και γοητευτικός αλητάμπουρας, περιπαίζει τους δεσμώτες του, αντιστέκεται στους εξευτελισμούς τους και σπάει τις αλυσίδες του - κυριολεκτικά και συμβολικά. Οι συνεχείς αποδράσεις του τον κάνουν ίνδαλμα ανάμεσα στους συγκρατούμενούς του και στόχο παραδειγματισμού στα δίκαννα των τιμωρών του. Πρέπει να τον λυγίσουν, να τον γονατίσουν, να τον πατάξουν. Αθελά τους όμως τον κάνουν μάρτυρα, ήρωα. Απόλυτα cool.
Ο Ντον Πιρς έγραψε το ομότιτλο μυθιστόρημα («Cool Hand Luke») μετά από προσωπική εμπειρία του σε chain-gang καταναγκαστικών έργων και το 1967 το διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο μαζί με τον Φρανκ Πίρσον («Dog Day Afternoon»), ο οποίος επέμεινε να εισάγει θρησκευτικά σύμβολα στον κεντρικό χαρακτήρα - ο Λουκ σκιαγραφήθηκε ως ένας άτυπος Ιησούς με τους μαθητές του, τον Πιλάτο και τον Ιούδα του, την «Κύριε ελέησον» στιγμή του τρόμου του, τη θυσία του για να εμπνεύσει φως, μέσα στο απόλυτο, νιχιλιστικό σκοτάδι. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ επίσης τον καδράρει πολλές φορές κλείνοντας το μάτι στη χριστιανική συλλογική συνείδηση με πασιφανείς αναφορές - όπως όταν κερδίζει το στοίχημα με τα 50 αυγά, και η κάμερα τον κινηματογραφεί από ψηλά, ημιλιπόθυμο με τα χέρια ανοιχτά - σε στάση εσταυρωμένου.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του '60, είναι η εποχή που το Χόλιγουντ τελειώνει με τους «ήρωες» και ξεκινά να ζουμάρει στους αντιήρωες. Οχι τους σχηματικούς χαρακτήρες των νουάρ. Αλλά τους «Επαναστάτες Χωρίς Αιτία», τους Μάρλον Μπράντο «Wild Ones», ή όσους βρέθηκαν από τη λάθος πλευρά του συστήματος και κατέληξαν σε «Φωλιές του Κούκου». Αρσενικά που μπορεί το κοινό να μην συμπαθεί - κι αρχικά μπορεί να συμφωνεί ότι τους αξίζει και να τιμωρηθούν - όμως ο τρόπος που βασανίζονται με βαρβαρότητα, σακατεύονται για κομφορμιστικό παραδειγματισμό, βιάζονται κι ευνουχίζονται σαδιστικά («Deliverance») εμπνέει αντίσταση, εξέγερση. Γιατί κάπου, κάποιος, κάποτε θα ορθώσει παράστημα. Και πάλι, όχι «ηρωικά». Αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Ο Πολ Νιούμαν δίνει σάρκα, οστά και απαράμιλλη γοητεία σε έναν τέτοιο αρχετυπικό ήρωα. Και τον κάνει αθάνατο. Οχι μόνο γιατί είναι αδιαμφισβήτητα ευειδής και το σκανταλιάρικο χαμόγελό του είναι πραγματικά ακαταμάχητο. Αλλά γιατί μπορεί με βουβή εκφραστικότητα και δαιμόνιο ταλέντο να επικοινωνήσει πολλά περισσότερα που κρύβονται από κάτω. Και τον πεισμωμένο ρομαντισμό και τον άκρατο κωλοπαιδισμό του χαρακτήρα του. Και το λαβωμένο εγωισμό και το κοκορίσιο κουράγιο του. Και τον ιδεαλισμό και την αυτοκαταστροφή του. Με άλλα λόγια, κανείς δεν έχει παίξει τόσο εύστοχα την μπερδεμένη αρρενωπότητα της εποχής του. Ποιος ήταν «άντρας», ποιος «ήρωας», ποιος «απόκληρος» στην μετά-Βιετνάμ Αμερική; Σ' αυτή τη χώρα που σπέρνει ελπίδες άπιαστου αμερικανικού ονείρου και θερίζει θύελλες αποτυχίας, νεύρωσης, περιθωριοποίησης, ποιος μπορεί να αντισταθεί (καθόλου τυχαία σε μία τελευταία απόδραση ο Λουκ συνεργάζεται με δυο μαύρα αγόρια - όλοι οι περιθωριοποιημένοι έχουν κοινό εχθρό), ή τουλάχιστον να χαμογελάσει περιπαικτικά; Αυτόν θα ακολουθούσαμε μέχρι τα πέρατα της γης.
Εχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς οι Πιρς και Πίρσον γράφουν αυτή την πολιτική αλληγορία χωρίς να υποκύπτουν σε εύκολα χάπι εντ (το σύστημα νικά πάντα, με σιδηρούν κυνισμό), ενώ παράλληλα ο άπειρος Ρόζενμπεργκ καταφέρνει να λούσει με χολιγουντιανή χρυσόσκονη τον πρωταγωνιστή του - αναγνωρίζοντας την ειρωνία: υπάρχει ένας παραλληλισμός στους μάρτυρες της Χριστιανοσύνης, τους πολιτικούς επαναστάτες και τους σταρ που γεννά το «ψεύτικο» σινεμά. Δεν έχει μεγάλη σημασία ποιοι πραγματικά είναι, τι πραγματικά προσπάθησαν, τι πέτυχαν και τι όχι. Αλλά τι ενέπνευσαν. Ο μύθος τους έγινε υπόσχεση που κρατά ζωντανούς όλους εμάς τους υπόλοιπους. Εντός κι εκτός οθόνης.
Ο Λουκ νικήθηκε, αλλά έφυγε χαμογελαστός. Αυτό έγραψε ιστορία. Αυτό θα αφηγείται γάργαρα ο «Ντράγκλαϊν» (πόσο στιβαρά τον ερμηνεύει, κερδίζοντας επάξια Οσκαρ Β' Ανδρικού, ο Τζορτζ Κένεντι), ελαφρύνοντας τις αλυσίδες και δίνοντας κουράγιο και στους υπόλοιπους.
Μετά από 6 δεκαετίες, αυτό σε κάνει να δραπετεύεις από την αίθουσα χαμογελώντας κι εσύ. Μια παρακαταθήκη μεταδοτική κι επικίνδυνη. Και τόσο cool.