Φεστιβάλ / Βραβεία

Το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βλέμμα του Flix | Ημέρα 7η | Μην κόψεις τίποτα!

of 10

Η ομάδα του Flix, στη Θεσσαλονίκη και online, επιλέγει όλα όσα ξεχώρισαν την Tετάρτη, 10 Νοεμβρίου, έβδομη ημέρα του #TIFF62.

Το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βλέμμα του Flix | Ημέρα 7η | Μην κόψεις τίποτα!
photo credit: Βασίλης Σερβετάς

Το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεχίζεται με διαρκή προσέλευση καλεσμένων από Ελλάδα και εκτός, με τον καιρό να το πηγαίνει προς κρύο και τις αίθουσες της διοργάνωσης να δίνουν το στίγμα με ταινίες που συζητιούνται μέσα και έξω από αυτές.

tiff photo credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.

tiff photo credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

Μeet the Future: Τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος στη Δέσπω Μαρουλάκου

Τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος στη μοντέζ Δέσπω Μαρουλάκου απονεμήθηκε στην Αποθήκη Γ’ στη διάρκεια της παρουσίασης της δράσης «Meet the future» που εντάσσεται φέτος στο μεγάλο αφιέρωμα του φεστιβάλ «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του».

«Είναι τιμή μας να έχουμε μαζί μας μια από τις κορυφαίες μοντέζ στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και μια από τις πρώτες γυναίκες μοντέζ, που δουλεύει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70» προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Συνεργάστηκε με αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, όπως ο Τάκης Σπετσιώτης, ο Σταύρος Τορνές, ο Κώστας Φέρρης, ο Χριστόφορος Χριστοφής, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, η Μαρία Γαβαλά, η Ελένη Αλεξανδράκη, ο Κώστας Αριστόπουλος, ο Νίκος Κορνήλιος, η Λίλα Κουρκουλάκου. Είναι μία από τις πρωτοπόρους, που αμφισβήτησαν τα στερεότυπα ενός ανδροκρατούμενου χώρου. Το 1993 κέρδισε το βραβείο Μοντάζ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με την ταινία Εναστρος Θόλος. Είναι τιμή μου να τη βραβεύσω με τον Χρυσό Αλέξανδρο για τη συνολική προσφορά της στον ελληνικό κινηματογράφο».

tiffphoto credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

Η Δέσπω Μαρουλάκου πήρε στη συνέχεια τον λόγο και μοιράστηκε με το κοινό σκέψεις, μνήμες και εμπειρίες από την πολύχρονη πορεία της στο μοντάζ.

«Εχω βρεθεί τρεις μέρες και νύκτες συνεχόμενες καθιστή στην καρέκλα. Εχω εργαστεί ανήμερα τα Χριστούγεννα και δεν μπορούσα να βρεθώ με την οικογένειά μου να φάω, για να προλάβω τη δουλειά. Εχω κοιμηθεί στο πάτωμα, στη μουβιόλα, γύρω στις επτάμισι το πρωί που βγαίνει ο ήλιος, αγγίζοντας εκείνο το σημείο που δεν είναι ύπνος πια, είναι λιποθυμία. Εχω πάει στο μιξάζ, παραμονή Χριστουγέννων, δύο νύκτες άυπνη και νόμιζα ότι το έδαφος είναι πιο ψηλό όταν πήγα να περπατήσω στο δρόμο. Το μοντάζ είναι η τελευταία εργασία από τα στάδια της ταινίας, οπότε πληρώνει όλο τον χαμένο χρόνο από ό,τι έχει προηγηθεί. Είναι, όπως λέω, σαν το φουστάνι της νύφης, έχει συγκεκριμένη ώρα και μέρα. Αυτές οι δυσκολίες, όμως, σου αφήνουν χαρά και σε καταξιώνουν απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό. Μην περιμένετε βραβεύσεις και τα σχετικά, δεν είναι για το μοντάζ αυτά...»

tiffphoto credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

«Με πολέμησε πολύ ο ελληνικός κινηματογράφος, γιατί ήμουν περίεργη. Με έχουν βραβεύσει μία φορά και την άλλη φορά το είχαν ρίξει κορώνα-γράμματα και κέρδισα εγώ. Κατά λάθος, δηλαδή. Με πολέμησαν, γιατί δεν συμφωνούσα με τις κατεστημένες αντιλήψεις τις δουλειάς. Δεν συμφωνούσα με τα κατεστημένα και εκείνα με είχαν άχτι, γιατί ήμουν η πρώτη που μορφώθηκα, όχι απλώς ως κινηματογραφίστρια, αλλά και ως άνθρωπος γενικά...»

«Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο σκηνοθέτες που εκτιμούσα ιδιαίτερα και έχω συνεργαστεί μαζί τους. Είναι ο Σταύρος Τορνές και ο Κώστας Σφήκας, που ήταν πειραματικοί σκηνοθέτες, πραγματικοί δημιουργοί και έχουν φύγει από τη ζωή. Εχω να πω το εξής. Οταν έχουμε ένα επάγγελμα πρέπει να εστιάζουμε σε αυτό, γιατί με αυτό πορευόμαστε σε όλη μας τη ζωή. Ιδιαίτερα στο μοντάζ που είναι μια χρονοβόρα εργασία, με πολλές χαρές, αλλά και δυσκολίες, τις οποίες πρέπει να τις θεωρούμε δεδομένες και να προχωράμε μπροστά».

tiffphoto credit: Iωάννης Στεφανίδης, Motionteam

Masterclass: Κλερ Αθερτον - «Μοντάζ: Μια σύνθεση»

Η πολυσχιδής μοντέζ και εικαστικός Κλερ Aθερτον παρέδωσε masterclass στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο ΦΚΘ. Η Aθερτον μίλησε για τη διαδρομή της στον κινηματογράφο, αλλά και για την τριαντακονταετή συνεργασία της με την αξέχαστη βελγίδα πρωτοπόρο του σινεμά στους φοιτητές της Σχολής Κινηματογράφου που είχαν κατακλύσει την αίθουσα.

Ενα μάθημα, με μια ανατροπή: αμφισβητώντας την λέξη «masterclass».

«Δεν υπάρχουν αυθεντίες. Κι αν τυχόν υπάρχουν, είναι σίγουρα όσοι συνεχώς αμφισβητούν τον εαυτό τους και είναι ανοιχτοί σε νέες ανακαλύψεις. Ποτέ δεν γνωρίζω πού θα φτάσω, και δεν χρειάζεται να γνωρίζω. Κι αυτή είναι μια αλήθεια που βρίσκει εφαρμογή και έξω από τα όρια του κινηματογράφου, στην καθημερινή ζωή και στην αποδοχή πως οι μυστηριώδεις κινήσεις της ζωής κρύβουν την ανθρώπινη ουσία...»

tiff photo credit: Iωάννης Στεφανίδης, Motionteam

«Η ανάγκη για ασφάλεια αυξάνεται συνεχώς και εστιάζεται ακριβώς στην ανάγκη μας για έλεγχο των πάντων, έναν έλεγχο που μας υπαγορεύει να αποφασίσουμε για τη ζωή μας πριν τη ζήσουμε και για την ταινία μας πριν τη φτιάξουμε. Ωστόσο, πρέπει να αποδεχτούμε πως υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Επειτα από κάθε ταινία, νιώθω πως δεν έκανα όσα μπορούσα. Και πάντα εκπλήσσομαι με το αποτέλεσμα. Δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί έκανα το συγκεκριμένο μοντάζ. Οταν μοντάρω, επιχειρώ να σταματήσω τις φωνές στο κεφάλι μου, οι οποίες μου επαναλαμβάνουν πως κάτι δεν έκανα σωστά. Ολες αυτές οι επικίνδυνες φωνές, τελικά, μας απομακρύνουν από αυτό που έχουμε μέσα μας. Παρόλα αυτά, χρειαζόμαστε την επιβεβαίωσή τους διότι χωρίς αυτές είναι σα να πηδάμε στο κενό...»

Ιδιαίτερη ήταν η στιγμή που η μοντέζ μίλησε για τη σχέση της με τον κινεζικό πολιτισμό και τον Ταοϊσμό, καθώς και για το πώς τα ιδεογράμματα τη βοήθησαν στην τεχνική του μοντάζ: «Η γρήγορη εναλλαγή των εικόνων προκαλεί πολλά επίπεδα σημασιοδότησης, όπως τα ιδεογράμματα στην κινεζική γλώσσα. Η γλώσσα τους είναι εικονοποιητική και τα ιδεογράμματα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις. Συμφωνώ με το ότι πρέπει να κάνουμε το καλύτερο για εμάς και την καριέρα μας, αλλά οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί σε ό,τι μας συμβαίνει, και να του επιτρέψουμε να μας οδηγήσει», εξήγησε σχετικά. Αντιλαμβάνομαι τον φόβο του να μην γίνεις αντιληπτός, να μην παρουσιαστείς σε φεστιβάλ, να μην λάβεις χρηματοδότηση. Θα μου φαινόταν περίεργο αν κάποιος δεν φοβόταν. Ωστόσο, το να μοντάρεις ταινίες σε κάνει απλώς κάποιον που η δουλειά του είναι να μοντάρει ταινίες. Είμαστε πολλά παραπάνω από την εργασία μας!»

tiff photo credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

Masterclass Γιάννης Χαλκιαδάκης: «Deleted Scenes, Forgotten Dreams»

Και ο πολυβραβευμένος μοντέρ Γιάννης Χαλκιαδάκης παρέδωσε masterclass χθες το μεσημέρι στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του». Αντλώντας υλικό από την πλούσια φιλμογραφία του, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης μοιράστηκε με το κοινό τα μυστικά όσων βλέπουμε, όσων δεν βλέπουμε, αλλά και όσων ονειρευόμαστε, όταν μια ταινία προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη.

Το μοντάζ δεν λαμβάνει συνήθως διακρίσεις. Στα Οσκαρ έχουν βρει έναν απλό και σοφό τρόπο. Η ταινία που παίρνει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, παίρνει και το βραβείο μοντάζ. Γενικά, θα λέγαμε ότι το μοντάζ όσο πιο κρυφό μένει, τόσο πιο καλό είναι...»

«Οταν αρχίζεις να βάζεις τα πράγματα στη σειρά, συνειδητοποιείς ότι το σινεμά είναι μια τέχνη καταγραφής του χρόνου. Είναι κινούμενη εικόνα και η έννοια της κίνησης μάς παραπέμπει στον χρόνο. Κάθε πλάνο έχει συγκεκριμένο χρόνο. Κάθε μεγάλος σκηνοθέτης έχει μια σφραγίδα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι και Ρενέ, έχουν πολύ συγκεκριμένο στίγμα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι έλεγε πως κάθε πλάνο έχει πίεση χρόνου και ότι το μοντάζ είναι μια ενορχήστρωση».

tiff photo credit: Βασίλης Βερβερίδης, Motionteam

«Η ταινία δημιουργείται στο τραπέζι του μοντάζ και είναι σαν polaroid, έχει ανάγκη το βλέμμα για να έρθει στην επιφάνεια. Ο μοντέρ είναι ο πρώτος θεατής της ταινίας. Εκτίθεται στον κόσμο της και βλέπει για πρώτη φορά αυτό που έχει στο νου του ο σκηνοθέτης. Ο σκηνοθέτης είναι προκατειλημμένος, καθότι έχει σχεδιάσει την ταινία. Υπάρχουν σκηνοθέτες που μοντάρουν, όπως ο Ρενέ ή ο Σόντερμπεργκ, αλλά είναι εξαιρέσεις. Γενικά, όταν οι σκηνοθέτες προσπαθούν να μοντάρουν, συνήθως αποτυγχάνουν. Ο μοντέρ, ως προς τον σκηνοθέτη, έχει κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο που έχει ο text editor στα βιβλία. Υπάρχει μια συμβουλευτική σχέση, έως και καθοδηγητική σε κάποιο βαθμό. Ο Γουόλτερ Μερτς φτιάχνει έναν παραλληλισμό με την ονειροθεραπεία, όπου ένας ονειρεύεται και ένας είναι ακροατής. Αυτός που ονειρεύεται διηγείται το όνειρο σε αυτόν που το ακούει και ο ρόλος του ακροατή είναι να του προτείνει εναλλακτικά σενάρια. Αυτό συμβαίνει στο μοντάζ. Υπάρχει debate πάνω στο ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιανού είναι η ταινία εν τέλει. Ο σκηνοθέτης φέρνει το υλικό, η ταινία είναι δική του. Αρχίζει, όμως ένας διάλογος με τον σκηνοθέτη, από τον οποίο προκύπτει η ταινία. Οι σχέσεις μοντέρ και σκηνοθέτη είναι σχέσεις ζωής, εμπιστοσύνης. Υπάρχουν πολύ στενά ζευγάρια. Μαζί πάμε πιο μακριά. Και ο καθένας κάνει με τον άλλον πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ. Ολες οι ταινίες που έχω κάνει θα ήταν καρμπόν αν δεν είχα προσωπική σχέση με τον εκάστοτε σκηνοθέτη».

«Η μόνη απάντηση που δεν δέχομαι από σκηνοθέτη είναι “θα γίνει έτσι γιατί έτσι μου αρέσει”. Πρέπει να το εξηγήσει και η εξήγηση να έχει σχέση με την ταινία. Η ταινία είναι το σημαντικό...»


Το Flix συνεχίζει να βλέπει ταινίες από όλα τα προγράμματα του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - τις περισσότερες μπορείτε να τις δείτε ακόμη κι αν δεν είστε στη Θεσσαλονίκη μέσω της online πλατφόρμας της διοργάνωσης.

Benedetta 607

«Benedetta» του Πολ Βερχόφεν | Τμήμα: Ειδικές Προβολές

Το Σώμα είναι ο Θεός αυτού του γαργαλιστικά ξέσαλλου δράματος (κωμωδίας;) εποχής του Πολ Βερχόφεν, που έκανε την πρεμιέρα του, μετά από αναμονή δύο χρόνων λόγω πανδημίας, στο φετινό Φεστιβάλ Καννών. Το γυναικείο κορμί, τα γυμνά ζουμερά στήθη που ο σκηνοθέτης τόσο αγαπά, το σώμα που σαπίζει, το σώμα του Χριστού ως αντικείμενο του πόθου, το σώμα της Εκκλησίας που δολοπλοκεί, το σώμα που φέρει τα σημάδια αιώνων ανθρώπινης προδοσίας. Μην σοβαρεύουμε, η «Benedetta» είναι, πάνω απ' όλα, ένα πανηγύρι φαντασιώσεων, αλλά πίσω από αυτές στέκεται η θέση του Δημιουργού της απέναντι στη φτηνή τέχνη και την ακριβή ανθρώπινη ενοχή, στην αυτοδιάθεση και την πίστη.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Μπενεντέτα, την οποία, ως κοριτσάκι, ο κηδεμόνας της «πουλά» σε μια μονή γυναικών - τη διαπραγμάτευση κάνει η ηγουμένη τής Σαρλότ Ράμπλινγκ σ' έναν δεύτερο αλλά αριστοτεχνικά... διπρόσωπο ρόλο. Η Μπενεντέτα μεγαλώνει, γίνεται κοπέλα και ο σύνδεσμός της με την Παναγία, με την οποία μιλά τακτικά σαν να ήταν η μητέρα ή η κολλητή της φίλη, κάνει τη μονή και τη μικρή πόλη της Πέσκια να την αντιμετωπίζει ως θαυματοποιό. Η ζωή της Μπενεντέτα θ' αλλάξει όταν το μοναστήρι αναλάβει και την Μπαρτολομέα, ένα κολασμένο χαμίνι που έχει μάθει τα διαδικαστικά του σεξ από τον πατέρα και τους αδελφούς της, ένα κορίτσι με ζωική ενέργεια, ορμητικό κι αδίστακτο. Οσο η Μπενεντέτα εμφανίζει στίγματα κι έχει οράματα ερωτικού πάθους με τον Χριστό ως Ιππότη στο λευκό άλογο που τη σώζει από το κακό κραδαίνοντας χατζάρα, τόσο η Μπαρτολομέα τής μαθαίνει το πραγματικό ερωτικό πάθος, με τη βοήθεια ενός κατάλληλα σκαλισμένου ξύλινου αγαλματιδίου της Παναγίας. Οσο τα δυο κορίτσια βαδίζουν στο δρόμο της ηδονής, την περιοχή καλύπτει ο θανατηφόρος άνεμος της πανώλης.

Στα 83 χρόνια του, ο Πολ Βερχόφεν εξακολουθεί να έχει τη λιγούρικη όρεξη για το γυναικείο κορμί, που είχε στο «Βασικό Ενστικτο» ή στο «Showgirls». Το χιούμορ του «Robocop». Αλλά και, ευτυχώς, το ανατρεπτικό πνεύμα του «Εκείνη». Αισθητικά, η ντελιριακή νέα ταινία του στέκεται στο σταυροδρόμι του «Μαύρου Νάρκισσου» και του Τζεφ Κουνς, του Ουμπέρτο Εκο και των Monty Python. Φωτίζεται αριστοτεχνικά με κεριά, αλλά κλέβει στιγμές από ένα ισοπεδωτικό b-movie. Στήνει ένα σύμπαν μεσαιωνικό, αλλά το υπονομεύει με μια ποπ τσιχλόφουσκα. Φέρνει στο σκοτάδι του χρώματα πλούσια, γυαλιστερές υφές, βαθυκόκκινο αίμα και ροζ ρόγες. Κι αυτά τα πολλαπλασιάζει σ' ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο που έχεις ξανακούσει, αλλά όχι έτσι ειπωμένο.

Η Μπενεντέτα του είναι μια αλλοπαρμένη Πολυάννα, μια ηρωίδα της ντίσνεϊ γεμάτη ενθουσιασμό να κάνει το σωστό για εκείνη και τους άλλους (κυρίως για εκείνη), κωμική στην έκθαμβη απορία της μπροστά στα (ηδονικά) ανθρώπινα. Ο δικός της Χριστός είναι ο άντρας των ονείρων της, βγαλμένος από Αρλεκιν, αισθαντικός και έτοιμος να την υποτάξει. Η Βιρζινί Εφιρά αποκαλύπτεται (ολοκληρωτικά, μάλιστα), με όλη της την αγγελική ομορφιά και το παιδικό πείσμα. Η Δάφνη Πατακιά αφήνει ελεύθερη τη νεανική της δύναμη και την ενστικτώδη καπατσοσύνη της. Οι δυο τους είναι πιο όμορφες από τις όμορφες και, ταυτόχρονα, δυο θαρραλέες ηθοποιοί που τολμούν να μην πάρουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά.

Μ' αυτά τα όπλα, ο Βερχόφεν χτυπά αλύπητα την Καθολική Εκκλησία, γλεντά απόλυτα απενοχοποιημένα κάθε οργανωμένη θρησκεία. Κοροϊδεύει την εξουσία, την άρχουσα τάξη, τους φιλοχρήματους αστούς. Τους άνδρες που δίδαξαν τις γυναίκες ότι ο εχθρός τους είναι το σώμα τους, ότι είναι αμαρτία να νιώθεις καλά μέσα σ' αυτό. «Κανένα θαύμα δεν γίνεται στο κρεβάτι, πιστέψτε με,» λέει η ηγουμένη Φελισιτά τής Σαρλότ Ράμπλινγκ κι αντηχεί, με υπέροχη ειρωνεία, αιώνες γυναικείας σεξουαλικής καταπίεσης. Κάνει το σταυρό του μπροστά στη δύναμη της αυτοδιάθεσης, ανοίγει τα μάτια μπροστά στη διττή, θεανθρώπινη υπόσταση της ίδιας της πίστης. Διαλέγει για ηρωίδα του μια γυναίκα που δόθηκε από τους γονείς της στον Χριστό - κι απλώς αποφάσισε να γίνει πάρα πολύ καλή νύφη.

Κι όπως μπορείς να διαβάσεις την Παλαιά Διαθήκη με δυο τρόπους, ως περιπετειώδες παραμύθι ή ως αλληγορία, έτσι μπορείς να δεις και την Μπενεντέτα. Ως μια παραβολή για τη δύναμη της γυναίκας απέναντι στο κατεστημένο, για το θαύμα που ο άνθρωπος έχει ανάγκη όταν απειλείται (από την πανώλη, από τον covid, από τον αυταρχισμό). Ή απλώς ως ένα παιχνίδι που διαλύει τα στερεότυπα, χωρίς όρια, επίμονα κι εκρηκτικά, σαν πολλαπλός οργασμός, μαζί με την απαλή μελαγχολία του μετά. Λήδα Γαλανού

μαγνητικά πεδία

«Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση (Ελλάδα) |Τμήμα: >>film forward

Μια γυναίκα οδηγεί ταραγμένα στην κίνηση της Αθήνας. Στρίβει τελευταία στιγμή προς Κόρινθο, παίρνει αποφασιστικά το δρόμο προς την Πάτρα, μπαίνει σ’ ένα φέρι σιγοτραγουδώντας μελαγχολικά. Ενδιάμεσα, αμήχανα τηλέφωνα - στο παιδί της, στον άντρα της. Ερωτήσεις, δικαιολογίες, ενοχές. Αυτή είναι η Ελενα κι όπως εξηγεί στον Αντώνη, τον άγνωστο άντρα που διασώζει όταν το αυτοκίνητο του μένει στην έξοδο από το φέρι, δεν πάει κάπου συγκεκριμένα. Απλώς, έφυγε. Για πολύ, για λίγο, θα δει. Πήρε το σαραβαλάκι της, τον «Ζορζ», και ξέφυγε - από την Αθήνα, από τη δουλειά, από τη γερασμένη της αντανάκλαση.

Εκείνος, που πάει; Και τι είναι αυτό το μεταλλικό κουτί που κουβαλά; Οχι, δεν σοκάρεται που ο Αντώνης της εξομολογείται ότι αυτή είναι η θεία του, ή μάλλον τα λείψανα της που υποσχέθηκε ότι θα τα συνοδεύσει για την ταφή τους στο αγαπημένο της μέρος. Αντιθέτως, η Ελενα βρίσκει βάλσαμο σε αυτή την αποστολή. Ενα συγκινητικό προορισμό και μια περιπέτεια που θα τη βγάλει επιτέλους από το μυαλό της. Ετσι, οι τέσσερις τους, η Ελενα, ο Αντώνης, η θεία κι ο Ζορζ θα ξεκινήσουν μια διαδρομή, ένα ταξίδι δρόμου που οι άγνωστοι νιώθουν ασφαλείς να ανταλλάξουν τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να εξομολογηθούν ανασφάλειες, να τολμήσουν μια τρέλα που βγάζει περισσότερο νόημα από την λογική πραγματικότητα που τους περιμένει στην επιστροφή.

Ο Γιώργος Γούσης, μετά τον πολυβραβευμένο «Χειροπαλαιστή» του, κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλου μήκους, με μία ταινία-έκπληξη. Εργαλειοποιεί το low-budget πλαίσιο της παραγωγής του, βρίσκει την ιδέα να το κάνει στιλ, φόρμα. Με τετράγωνο κάδρο και analog 80ς αισθητική, το ταξίδι της Ελενας και του Αντώνη βιώνεται ως γλυκιά ανάμνηση μουτζουρωμένη με κόκκο. Ενα home video διακοπών, ξεχασμένη βιντεοκασέτα στο πίσω ράφι της βιβλιοθήκης. Ενα καλά κρυμμένο μυστικό που η καρδιά δε χρειάζεται φτιασίδια για να το νιώσει δικό της. Και να το κουβαλάει για πάντα στο μεταλλικό κουτί της.

Ο Γούσης μπαίνει κι αυτός στον Ζορζ, χωρίς να τον ενδιαφέρει πραγματικά ο προορισμός. Αλλά με αυτοπεποίθηση οδηγού, που αν τον εμπιστευτείς, θα σε πάει μια αξέχαστη βόλτα - έξω από τις γραμμές του χάρτη. Αλλοτε επιτρέπει στα χειμερινά, υγρά, άγρια τοπία να τρέχουν κι άλλοτε σταματά καδράροντας από διακριτική απόσταση τους ήρωες του, κινηματογραφώντας τη μη-δράση, τις κλεμμένες στιγμές, τις αμηχανίες, τους αληθινούς διαλόγους ανθρώπων που αποφασίζουν να είναι αληθινοί.

Είναι σημαντικό ότι συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο ηθοποιούς του, επιτρέποντας τους να σμιλεύουν τους χαρακτήρες τους μέσα από αυτοσχεδιασμούς, αυθορμητισμό, τόλμη. Η Ελενα Τοπαλίδου αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά ένα εξωγήινο δώρο. Εκφραστική, χειμαρρώδης, τυπάρα. Μια καλλιτέχνης που φορά τα μαύρα γυαλιά της, αλλά δεν κρύβει την μονίμως τεντωμένη ευαισθησία της. Ατρόμητη, βουτά στο παιχνίδι του αυτοσχεδιασμού, αλλά το πιο μαγικό της ταλέντο είναι ότι η τρέλα της είναι αναγνωρίσιμη, οικεία, δική σου. Αν ποτέ τολμούσες κι εσύ να βουτήξεις στην αλήθεια σου χωρίς δίχτυ προστασίας. Η Τοπαλίδου είναι γυναικάρα και ταυτόχρονα το παιδί που ξέχασες να είσαι - σιγοτραγουδά μέσα στον Ζορζ τραγούδια που σε πάνε πίσω και στο θυμίζουν, ξεστομίζει ειλικρίνειες που ένας ενήλικας πια δεν μπορεί. Κι έτσι η «Ελενα» της θα μείνει άγνωστη, αλλά όχι σχήμα. Της έχει δώσει ψυχή, ταυτότητα κι έναν τηλεφωνικό μονόλογο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.

Αλλά έχει και άξιο συνοδηγό. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος παίζει με τις αντιθέσεις - ημιάγριο παρουσιαστικό, στιβαρή αρσενική φιγούρα, γλυκό βλέμμα, νατουραλιστική ευγένεια, συνεσταλμένη τρυφερότητα. Ενας άντρας που χαλαρώνει σταδιακά, επιφυλακτικά στην φλύαρη οικειότητα μιας γυναίκας, αλλά την κοιτά μαγεμένος, με κλεφτά λαμπερά βλέμματα έκπληξης και παραδοχής. Κι όταν χαλαρώνει, θα χορέψει κι εκείνος - σαν να μην υπάρχει κόσμος γύρω του. Ούτε ο «Αντώνης» θα μας ανοίξει ποτέ όλα τα χαρτιά του. Δε χρειάζεται. Η μοναξιά του πάλλεται.

Ο Γούσης έχει φτιάξει μια «μικρή» ταινία, ναι. Ομως το road movie δυο ανθρώπων που θα κουβαλήσουν με χαρά ένα μεταλλικό φορτίο για να αποτινάξουν το πραγματικό φορτίο από τις μεσήλικες πλάτες τους, μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει μέσα σου. Χαμογελάς, δεν νιώθεις μόνος. Οι άνθρωποι είμαστε μαγνητικά πεδία και κολλάμε ο ένας στον άλλον - με προσμονή ή εντελώς τυχαία, αταίριαστα ή ταιριαστά, για λίγο ή για πάντα. Πολύ Λυκούργου

Softie

«Softie» του Σαμιουέλ Τις | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό

«Πού φαντάζεστε τον εαυτό σας σε είκοσι χρόνια;» Στο Μαϊάμι, στο Ντουμπάι, σε εξωτικούς προορισμούς, μακριά από τη δυστυχία του εργατικού Φόρμπαχ, στα βορειοανατολικά σύνορα της Γαλλίας με τη Γερμανία, εκεί όπου οι εναλλακτικές και οι επιλογές έχουν ξεχάσει να πάνε. Αυτές τις απαντήσεις δίνουν οι μικροί μαθητές της τάξης του κυρίου Αντάμσκι - μόνο ο Τζόνι δεν απαντά, δεν είναι σίγουρος, διστάζει.

Ο Σαμιουέλ Τις, ο ένας από τους δημιουργούς του «Party Girl», επιστρέφει, με πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, αντιστρέφοντας το προηγούμενο δεδομένο του, με μια πιο ώριμη ταινία για την παιδική ηλικία. Ο δεκάχρονος Τζόνι ζει με τα δυο του αδέλφια και τη μαμά του, τη Σόνια - μια νεαρή γυναίκα που φροντίζει με επιμέλεια μόνο να ξεφεύγει από την πραγματικότητά της, με συντροφιά αλλεπάλληλους άντρες και ποτά. Με τα ξανθά του μαλλιά, το αγγελικό πρόσωπο, τη συστολή, τον απαλό λόγο, ο Τζόνι μοιάζει «softie», υπερβολικά «ευαίσθητος» για να τα βγάλει πέρα στο δύσκολο κόσμο όπου γεννήθηκε, αυτό ακριβώς φοβάται κι η Σόνια, πράγμα που δεν την εμποδίζει από το να του αναθέτει τη φροντίδα ολόκληρης της ανήσυχης οικογένειας.

Μόνο ο νέος δάσκαλος της τάξης, ο κύριος Αντάμσκι - και η πρόθυμη φιλενάδα του, η όμορφη Νόρα - θα πιστέψει στην εσωτερική δύναμη του Τζόνι και θα προσπαθήσει να τον πείσει ότι οι επιλογές είναι δικές του, ότι μπορεί να τα καταφέρει, ότι ο φόβος του κι ο θυμός του είναι εργαλεία, ότι είναι έξυπνος, ότι μπορεί να βγάλει νόημα απ' όσα νιώθει, από μια νεογέννητη σεξουαλικότητα που τον μπερδεύει, από μια φωνή που δεν τολμά να ακουστεί δυνατά. Η αφοσίωση του Τζόνι στο δάσκαλό του, φυσικά με ερωτική χροιά, θα τον ωθήσει ν' αρχίσει να ονειρεύεται μια καινούρια, διαφορετική ζωή - αλλά το όνειρο κι η πραγματικότητα θα μπερδευτούν επικίνδυνα.

Ο Τις δημιουργεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μετα-κείμενο: ομολογώντας ότι η ταινία του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, μας έχει ήδη χαρίσει τα δεδομένα της μητέρας του Τζόνι, της μητέρας του Τις, του συναρπαστικού κι αλλοπρόσαλλου party girl. Ταυτόχρονα, αντλεί για την ταινία του στοιχεία από αγαπημένα κινηματογραφικά κλισέ, ξεκινώντας από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» με την καθοριστική επιρροή ενός δασκάλου και φτάνοντας στο προπέρσινο «System Crasher», με την αδιέξοδη προσπάθεια ενός παιδιού να ξεφύγει από τα όριά του, εκεί βίαια, εδώ μειλίχια. Κι αν όλη η ένταση και η βία συσσωρεύεται στο περιβάλλον του Τζόνι, στην αυλή του σχολείου, στην περίμετρο του σπιτιού του, η κάμερα του Ζακ Ζιρό κι οι επιλογές του Τις τον τοποθετούν, σαν με φωτοστέφανο, στο κέντρο των κάδρων τους, φωτισμένο από φώτα νέον, ή από κινητά, ή από τον δυσδιάκριτο ήλιο της παιδικής ηλικίας. Τον Τζόνι του Αλιόσα Ράινερτ, ενός θαυματουργού μικρού ηθοποιού, ικανού για όλα τα βραβεία του κόσμου γι' αυτή την πρώτη κι ελπίζουμε όχι τελευταία ερμηνεία του.

Μπορεί το «Softie» ακουμπά σε γνώριμες φόρμες, σε μια, όντως, αναμενόμενη εξέλιξη, αλλα΄δεν είναι άλλη μια ταινία ενηλικίωσης. Είναι, μάλλον, μια μελέτη κοινωνικής ανθρωπολογίας, ντυμένη στα χρώματα της ψυχοσύνθεσης ενός παιδιού, στον τρόπο που παγιδεύει τη χρυσαφένια αφέλεια, τα ψήγματα ρομαντισμού που διατηρούνται στη ζωή ενάντια στις σκοτεινές προβλέψεις. Μια έρευνα για τη μέθοδο και το κουράγιο που χρειάζεται κανείς, όταν ο κόσμος τον ωθεί στη σκληρότητα, ώστε να τον εκπλήξει και να παραμείνει τρυφερός. Μια δήλωση για την προδιαγεγραμμένη ταυτότητα των καταβολών σου, του τόπου γέννησης, της κοινωνικής τάξης, της οικονομικής ένδειας. Μια συγκινητική υπενθύμιση του τι σημαίνει να πιστέψει κάποιος σε σένα, μια μικρή, προσιτή ταινία, ικανή να προκαλέσει μεγάλα κύματα αγάπης. Λήδα Γαλανού

WHite Buliding

«Λευκό Κτίριο» (White Building) του Καβίτς Νεάνγκ (Καμπότζη, Γαλλία, Κίνα Κατάρ) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό​

Οι κάτοικοι ενός ιστορικού, γνωστού ως Λευκό Κτίριο, στο κέντρο της Πνομ Πεν πρέπει να αποφασίσουν αν θα δεχτούν την αποζημίωση που προσφέρεται ως αντάλλαγμα στον καθένα ιδιοκτήτη για την κατεδάφιση του ή θα αγωνιστούν για να πετύχουν μια καλύτερη προσφορά. Οι συζητήσεις που γίνονται ανάμεσα στους ετερόκλιτους κατοίκους του κτιρίου - εργάτες, καλλιτέχνες και μικροαστικές οικογένειες - είναι έντονες, διάφανοι καθρέφτες μιας στιγμής που βρίσκει την πρωτεύουσα της Καμπότζης σε ένα σημείο μηδέν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον και τους ανθρώπους της μπροστά σε ένα ιστορικό δίλημμα.

Σε αυτό το κτίριο που όταν το κοιτάς απέξω θα ορκιζόσουν ότι στεγάζει μέσα του μόνο θραύσματα του παρελθόντος και όταν βρίσκεσαι μέσα συνειδητοποιείς στο δέρμα σου τη φθορά του χρόνου, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν, να φτιάχνουν κοινότητες, να ονειρεύονται. Αυτό κάνει και ο Σαμνάγκ που περιπλανιέται στην πόλη με το μηχανάκι του φλερτάροντας δειλά τα κορίτσια και μαζί με τους φίλους του ζουν με το όνειρο ενός talent show που θα τους κάνει διάσημους. Την ίδια στιγμή στο δικό του κομμάτι μέσα στο λευκό κτίριο, ο πατέρας του αναλαμβάνει το ρόλο του διαπραγματευτή για τις αποζημιώσεις χωρίς να ομολογεί σε κανέναν πως είναι ο πρώτος που θα ήθελε να μην εγκαταλείψει ποτέ το σπίτι του.

Γυρισμένο σαν μια μελαγχολική βόλτα μέσα σε διαδρομές ενός κόσμου που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, ιδωμένο όλο μέσα από το βλέμμα ενός νεαρού άντρα που είναι αυτός που θα «κατοικήσει» στη νέα Καμπότζη, το «Λευκό Κτίριο» ξεδιπλώνεται σαν μια νεορεαλιστική μπαλάντα που στη μορφή μιας ταινίας ενηλικίωσης βάζει στο κέντρο τη σημασία του να βρεις το δικό σου μέλλον, όχι απαραίτητα κοινό με αυτό των γονιών σου, των φίλων σου, της μικρής ή μεγαλύτερη κοινωνίας μέσα στην οποία μεγαλώνεις.

Σε ρόλο παραγωγού, ο Ζία Ζάνγκε, ανήσυχος χαρτογράφος της βίαιης «ανοικοδόμησης» του αστικού ιστού στη δική του φιλμογραφία με κέντρο την Κίνα, δίνει εδώ το στίγμα μιας ταινίας που παραμένει πολιτική, χωρίς να γίνεται ποτέ καταγγελτική, περισσότερο ωστόσο χαμηλότονη από όσο προτρέπει η έννοια του «νεανικού ονείρου» που, σπίθα και της ίδιας της ταινίας, βρίσκεται συνεχώς μέσα στα μελαγχολικά μάτια του Τσουν Πισέθ, του νεαρού πρωταγωνιστή που κέρδισε και το βραβείο Ανδρικής Ερμηνεία στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας.

Στην προφανή παραβολή μιας από τις δυνατές αφηγηματικές γραμμές της ταινίας με τον αναγκαίο «ακρωτηριασμού» του στάσιμου παρελθόντος, μπορεί κανείς να διακρίνει τη σκληρή αυτοβιογραφική κατάθεση του Καβίτς Νεάνγκ, ο οποίος μεγάλωσε στο Λευκό Κτίριο και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει μαζί με την οικογένεια του, προλαβαίνοντας ευτυχώς να το κινηματογραφήσει πριν την οριστική του κατεδάφιση το 2017. Σε μια ταινία τρυφερή και σκληρή μαζί, σαν την μνήμη. Μανώλης Κρανάκης​​​

REM

«REM Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού» του Κάρολου Ζωναρά | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη

Ενας άντρας και μια γυναίκα, ο Μάνος Πίντζης κι η Κάτια Λεκλέρκ Ο’Γουόλις, στην ωριμότητά τους, λατρεύονται κτητικά - αλλά και όχι. Ενας άντρας και μια γυναίκα, ο Δημήτρης Κίτσος κι η Νατάσα Εξηνταβελόνη, στη νιότη τους, αγαπιούνται με πάθος. Το σμίξιμο των ηρώων των δυο ζευγαριών θα φέρει στους πρώτους την αναστάτωση, στους δεύτερους τη δυσπιστία, την ώρα που κάποιος, μπροστά μας, γυρίζει μια ταινία και αναλογίζεται πάνω σ' αυτή, στη ζωή, στο νόημα που δεν υπάρχει αν δεν το βρεις.

Αλλάζει ύφος ο Κάρολος Ζωναράς και, με τη νέα ταινία του στήνει έναν meta-στοχασμό πάνω στην τέχνη και την πραγματικότητα, τον έρωτα και την απιστία, με διάθεση έντονης... πληθωρικότητας. Φεύγοντας λίγο πιο μακριά από το νεο-νουάρ ύφος στο οποίο μας έχει καλομάθει, γεμίζει το φιλμ του με τα πάντα: διπλοτυπίες, ένα ντουμπλάρισμα που κάνει την παρουσία του πολύ αισθητή, slow motion, αρνητικό, μεσότιτλους, βιντεϊκό rewind, το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου, με παρεμβολές πλάνων του ίδιου του γυρίσματος και του σκηνοθέτηδιπλοτυπίες, δυο εντελώς διαφορετικούς εναλλασσόμενους ρυθμούς, ασπρόμαυρο, τσιτάτα, κι ένα επιτηδευμένο voice over, με ευπρόσδεκτα ίχνη κωμικότητας, την οποία ταυτόχρονα αρνείται.

-Μοιάζει με ριμέικ.
-Κι αυτό είναι κακό;

Εν προκειμένω, καλό δεν είναι. Εχοντας ως τώρα τραβήξει το δικό του δημιουργικό δρόμο, περίπου μοναδικό στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, ο Ζωναράς επιστρέφει στο σινεμά του νεαρού Γκοντάρ, αυτό που κι ο ίδιος ο μετρ έχει εδώ και δεκαετίες ξεπεράσει. Και το κάνει ανοικονόμητα, με τον ενθουσιασμό ενός φερέλπιδα σκηνοθέτη σε σχολή κινηματογράφου. Δεν είναι κακό να κάνεις ριμέικ, είναι υπέροχο ν' ανατρέχεις στα ιστορικά τερτίπια του σινεμά, απλώς για να λειτουργήσει μια εικαστική σύμβαση, χρειάζεται και ουσία να την υποστηρίξει. Και, στο «REM», ο Ζωναράς δίνει εν λευκώ στη σύμβαση και λίγο τον νοιάζει η ουσία, εξαντλεί τη φόρμα με τρόπο παλιομοδίτικο, χωρίς να τολμά να της χαρίσει ένα νέο λόγο ύπαρξης και καταφέρνει, με μια ταινία μόλις μιας ώρας, να φανεί φλύαρος και σοβαροφανής. Λήδα Γαλανού


Περισσότερες επιλογές του Flix από το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - κάντε κλικ στον τίτλο της κάθε ταινίας για να διαβάσετε τη γνώμη μας

Στ’ Αλήθεια (True Things) της Χάρι Γούτλιφ
ORFEAS2021 των ΦΥΤΑ
Τρία Πατώματα (Tre Piani) του Νάνι Μορέτι
Η Σκουριά (La Roya) του Χουάν Σεμπάστιαν Μέσα
Αναζητώντας τη Βενέρα (Looking for Venera) της Νορίκα Σέφα
Φλέβα Χρυσού (Mother Load) του Ματέο Τορτόνε
Προσκυνητές (Pilgrims) της Λαουρίνας Μπαρέισα
A Pure Place του Νικία Χρυσού
18 του Βασίλη Δούβλη
Φυσικό Φως (Natural Light) του Ντένες Νάζι
Musa του Νίκου Νικολόπουλου
Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις
Ατλαντίδα (Atlantide) του Γιούρι Ανκαράνι
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (Hive) της Μπλέρτα Μπασόλι
Το Κουτί με τις Αναμνήσεις (Memory Box) των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ
Ο Τζον και η Τρύπα (John and the Hole) του Πασκουάλ Σίστο
Μη Διστάσεις (Do not Hesitate) του Σαρίφ Κορβέρ
Saison Morte του Θανάση Τότσικα
Sick των The Callas


Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.